Ρούλα Γεωργακοπούλου
Δέντρα, πολλά δέντρα

Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 80, τιμή 10 ευρώ

Στο εξώφυλλο βλέπουμε μια γυναίκα με το νυφικό της να ποζάρει χαμογελαστή στην ταράτσα του σπιτιού της, την παραμονή του γάμου της, το καλοκαίρι του 1954, στην Καλαμάτα. Είναι η Βασιλική Παπαχρήστου η οποία θα παντρευτεί τον συνονόματό της Βασίλη, τον «γιατρό των φτωχών», και το 1955 θα φέρει στον κόσμο την πρωτότοκη κόρη τους, τη γνωστή δημοσιογράφο και θεατρική συγγραφέα Ρούλα Γεωργακοπούλου. Ακολούθησαν άλλα δύο παιδιά στην οικογένεια, κοριτσάκια, δίδυμα. Και όποτε διάφορες κυρίες ρωτούσαν τη μεγαλύτερη «τι κάνουν οι αδελφούλες σου;», εκείνη απαντούσε «τρώνε τις μπάλες της μαμάς». Ηταν μόλις είκοσι τριών μηνών, καταπώς φαίνεται, όταν το ξεστόμισε αυτό. Εξ ου και χρίστηκε επί τόπου «το πιο έξυπνο παιδί του κόσμου» από τη μητέρα της, την αδιαφιλονίκητη και ερμητικά συναρπαστική πρωταγωνίστρια στο σύντομο αλλά περίτεχνο βιβλίο «Δέντρα, πολλά δέντρα».

Ο τίτλος προέρχεται αυτούσιος από έναν πάσχοντα θείο τής αφηγήτριας και συνδέεται με ένα επισκεπτήριο στον Ευαγγελισμό, οικογενειακού χαρακτήρα, τότε που η ίδια κατάφερε να ερμηνεύσει επαρκώς «το πρώτο και τελευταίο μου λήμμα» από το «λεξικό της άνοιας», με το οποίο είχε κάποια εξοικείωση από νωρίς. Ο τίτλος του βιβλίου, η συγκεκριμένη φράση δηλαδή, θα λειτουργήσει στο τέλος ως ύστατος αποχαιρετισμός του παιδιού προς τη μάνα του και θα επιφέρει στον αναγνώστη μια έκρηξη αυθεντικής συγκίνησης.

«Το διάστημα που ψυχομαχούσε η μαμά μου, εγώ, κρυφά από τις αδελφές μου, άρχισα πάλι να προσεύχομαι» εξομολογείται η Ρούλα Γεωργακοπούλου. Αποφάσισε (ή ένιωσε την ανάγκη) να γράψει για την άνοια της μητέρας της (για τούτη την υπονομευτική «φαντασμαγορία» της νόησης και της γλώσσας) μετά τον θάνατό της. Και το έκανε με ένα θάρρος που δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο, με το ιδιότυπο συνειρμικό της χιούμορ και την κοφτερή σουρεαλιστική ματιά της που είναι, επί της ουσίας, η άλλη όψη της αγάπης και του σεβασμού της. «Συνήθως οι γυναίκες παντρεύονται τον πατέρα τους. Εσείς παντρευτήκατε τη μητέρα σας, μου λέει ο πρώτος μου ψυχοθεραπευτής. Αυτό ναι, μου το είπε» σημειώνει αφοπλιστικά η ίδια. Και δεν περιγράφει μόνο τους τελευταίους δέκα επίπονους μήνες του βίου της μητέρας της, ενόσω η τελευταία «είχε ήδη κλειστεί σε ένα αποκλειστικά δικό της ιδίωμα», σε μια γλώσσα τόσο «ρευστή» από την οποία «κινδύνευες να γλιστρήσεις και να τσακιστείς», αλλά καταδύεται στο παρελθόν της περιπεπλεγμένης σχέσης τους. Με ακούραστη βοηθό τη μνήμη της επιχειρεί να αποτιμήσει ουσιαστικά τον πλέον ακατάλυτο δεσμό στη ζωή της, από την παιδική της ηλικία στη δεκαετία του 1960 ίσαμε σήμερα, ως τη σημαδιακή και εναγώνια στιγμή που –δίπλα σε ένα κρεβάτι νοσηλείας με ηλεκτροκίνητο στρώμα, δίπλα σε μια αποκλειστική από τη Γεωργία που τη λένε Ζελίνα –σκέφτεται αυτό ακριβώς που συμπυκνώνει την ουσία του εγχειρήματός της, αυτό το τόσο απλό, το τόσο αληθινό, το τόσο συγκλονιστικό πράγμα: «Μαμά, με θέλεις για μαμά σου;».
Στην προμετωπίδα η συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στις μητέρες ολωνών και έχει πλήρη συναίσθηση ότι η δική της προσωπική ιστορία μας αγγίζει ή πρόκειται να μας αγγίξει όλους. Το γεγονός ότι καταφέρνει να την αφηγηθεί ως μια μάλλον μεταμοντέρνα αναδρομή σε μια «μυστική συμφωνία» που είχε συνάψει με τη μητέρα της, σαν μια υπέροχη «συνωμοσιολογία» της καρδιάς, αποδεικνύει ότι και λογοτεχνικά (ο τρόπος λ.χ. που χειρίζεται τον χρόνο) δεν είναι καθόλου πρωτάρα, ακόμη κι αν αυτή είναι η «πρώτη της πεζογραφική απόπειρα». Να υπάρχει άραγε πιο ταιριαστό κατευόδιο για έναν γονιό; Να αυτοβιογραφείται το παιδί του συνθέτοντας τη δική του βιογραφία; Η ελληνική πεζογραφία, ειδικότερα, περίμενε για χρόνια τη Ρούλα Γεωργακοπούλου. Η αναμονή άξιζε τον κόπο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ