Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο

}Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018
σελ. 88, τιμή 8,48 ευρώ

H Kατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ δεν θέλει να είναι απαισιόδοξη. Το προσπαθεί, αλλά υπάρχουν πολλά γύρω της που την αποτρέπουν να μένει πιστή σε αυτή την επιδίωξη. Κατ’ αρχάς η αδυναμία της να ελπίζει, να έχει τη δυνατότητα για αυτή τη «φυσική αντίδραση του ανθρώπου που είναι σαν την ανάσα» όπως λέει χαρακτηριστικά. «Στα 79 μου να ελπίζω ότι θα γίνει κάτι; Ε, τι θα γίνει;» λέει και χαμογελάει γλυκά, σκορπίζοντας στο μικρό διαμέρισμά της στη Νεάπολη νότες από το άρωμα χαράς ζωής που κάποτε πρέπει να άφηνε πολύ έντονα στο πέρασμά της.

Γιατί, μολονότι είναι παλιά γνώριμη με τη μοναξιά, η οποία «ερχόταν κατά καιρούς αλλά ήταν βιώσιμη, ήταν ένα μέρος της ζωής που δεν αισθάνθηκα ποτέ σαν μόνιμη κατάσταση», πλέον έχει έρθει αντιμέτωπη με το πιο δυσβάστακτο κομμάτι της. «Τη μοναξιά του γήρατος» θα πει, αντικρίζοντας ωστόσο τον κόσμο με ένα βλέμμα που ακτινοβολεί ζεστασιά και παραμένει ζωηρό και μειλίχιο κόντρα στις απαισιόδοξες ή «λογικές», όπως πιστεύει η ίδια, σκέψεις της.
Ποιος ξέρει, ίσως επειδή η μοναξιά μοιάζει να έχει διαγράψει έναν μεγάλο κύκλο στη ζωή της Αγγελάκη-Ρουκ. Ενα ποίημα για τη «Μοναξιά» είχε τραβήξει την προσοχή του νονού της Νίκου Καζαντζάκη και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Καινούργια εποχή» όταν εκείνη ήταν μόλις 17 χρονών, «μια ηλικία όπου το μπουμπούκι ανοίγει και έρχεται σε επαφή με το ζουμί της ζωής. Τότε εμφανίζονται τα πρώτα συννεφάκια. Η ζωή δεν είναι ο παράδεισος που νομίζει κανείς ως παιδί. Θλίβεσαι καθώς περιμένεις να πραγματοποιηθούν τα όνειρά σου». Αντίστοιχα, «μια συνομιλία με τη μοναξιά» κλείνει το διαλογικό μέρος του τελευταίου της βιβλίου «Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο» (εκδόσεις Καστανιώτη) καθώς η προ οκταετίας απώλεια του επί 43 χρόνια συντρόφου της, του βρετανού κλασικού φιλολόγου και βιβλιοθηκονόμου Ρόντνεϊ Ρουκ, εγκαθίδρυσε μια σχέση ζωής με τη «αυτή τη σκληρή παρέα» όπως γράφει στις σελίδες της.

Σκέψεις και προβληματισμοί

Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου συνομιλούν μεταξύ τους η ποίηση και το συμφέρον, η ποίηση και η πρόζα, η επανάληψη και η δημιουργία, το όνειρο της ημέρας με το όνειρο της νύχτας, «πεζοί διάλογοι» που συνυπάρχουν με «στοιχεία ποίησης». Σκέψεις και τρυφεροί, γνώριμοι προβληματισμοί της Αγγελάκη-Ρουκ που θυμίζουν ότι η «ποίηση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» όπως έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
«Ο δυνάστης χρόνος εμπνέει, πάντα όμως με τον πεζό του λόγο, ποιήματα ουσίας που κάνουν να πλησιάζουμε τα αρνητικά, τα δύσκολα στοιχεία της ζωής μας: τη θλίψη, τη σιωπή, την επιβίωση, τον χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος και βέβαια τον θάνατο» γράφει η Αγγελάκη-Ρουκ. Ορίστε λοιπόν. Μολονότι, όπως λέει η ίδια, «με την ηλικία στερεύει όχι μόνο η νεότητα αλλά και η ποίηση, είναι σαν δίδυμες αδερφές» και «ο χρόνος χώνει όλο και πιο βαθιά τα νύχια του μέσα της», ξανάρθε η εποχή που «ακόμη κι εκείνη μπορεί να καρποφορήσει» για να χρησιμοποιήσω ελαφρώς παραφρασμένο έναν στίχο της από το ποίημα «Φυλλομετρώντας την αλλαγή». Αυτή είναι μια αισιόδοξη πράξη, σίγουρα παρήγορη για τους θαυμαστές της ιαματικής γραφής της.
«Η απόρριψη σημαίνει ελευθερία» γράφει, φέρ’ ειπείν, στον διάλογο ομορφιάς – ασχήμιας αυτή η γυναίκα, η οποία γοήτευε και γοητεύει όσους τη γνωρίζουν μέσα από την ακτινοβολία της προσωπικότητας και το αφοπλιστικό μεγαλείο της αυτάρκειάς της. «Η απόρριψη σημαίνει ελευθερία διότι πλέον δεν χρειάζεται να παλεύεις να αποδείξεις ότι έχεις και κάποια αξία, αν και είσαι άσχημη. Οταν οι άλλοι μάς έχουν απορρίψει είναι ευτυχία, γιατί δεν εξαρτάται από εκείνους η εκπλήρωση των ψυχικών αναγκών μας. Οπότε μπορεί κανείς να συγκεντρωθεί στον εαυτό του, να μπει μέσα και να ανακαλύψει πηγές συγκίνησης και χαράς».

Η «μοίρα»

Αλλωστε, η «ευτυχία» ήταν ανέκαθεν μια αφηρημένη έννοια για την Αγγελάκη-Ρουκ. «Οταν ήμουν καλά, έλεγα «α, τι καλά». Ακουγα που λέγανε «κυνηγάω την ευτυχία!». Είναι δυνατόν να κυνηγάς ένα άδειο σύννεφο; Εάν σου ‘ρθει, σου ‘ρθε. Γι’ αυτό υπάρχει και ο όρος «μοίρα». Να άλλος ένας πολύπλοκος ορισμός, άλλη μια έννοια που ο καθένας συλλαμβάνει διαφορετικά. Ομως υπάρχει κάτι… Οπως δεν ξέρουμε πώς ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο και πώς θα φύγουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ και το γιατί, έτσι και η μοίρα είναι μια λέξη που ακριβώς προσδιορίζει αυτό το άγνωστο που μας κυβερνά. Είναι ένας αβέβαιος προσδιορισμός και γι’ αυτό είναι τόσο σωτήριος».
Η «μοίρα» η δική της επισφραγίστηκε από το ακριβό εισιτήριο που, όπως συνηθίζει να λέει, πλήρωσε μπαίνοντας στη ζωή, όταν μωράκι προσβλήθηκε από σταφυλόκοκκο, μόλις έναν χρόνου προτού ανακαλυφθεί η σωτήρια για την ασθένεια πενικιλίνη. «Εκτοτε όλα πήγαν καλά», συγκεκριμένα η «μοίρα» της επεφύλαξε, μεταξύ άλλων, την αποδοχή και την επιβράβευση της λογοτεχνικής της προσπάθειας με τιμητικές διακρίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό.
«Σίγουρα δεν το επιδίωξα. Καμιά φορά με βαραίνει κιόλας γιατί το να έχεις «πετύχει», εντός εισαγωγικών, είναι ένα βάρος στη ζωή σου. Πώς να το εξηγήσω… Είναι ένα βάρος γιατί το δύσκολο είναι ότι δεν ξέρεις πια γιατί σε πλησιάζουν οι άνθρωποι. Πάρα πολλές φορές δεν είναι για να κάνουμε παρέα, αλλά για να χρησιμοποιήσουν το όνομα και τα λοιπά. Αυτό είναι πάρα πολύ επώδυνο». «Προφανώς είστε σε θέση να διακρίνετε πλέον τέτοιου είδους συμπεριφορές;» θα ρωτήσω. «Τώρα πια φαίνεται μια χαρά» θα χαμογελάσει.

Απεριόριστη αγάπη

Γιατί εκτός από το ταλέντο που της κληρώθηκε και τις τιμές που της αποδόθηκαν, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ευτύχησε να εισπράξει πολλή αγάπη στη ζωή της. Ανόθευτη, απεριόριστη, άνευ όρων. Αρχής γενομένης από τους γονείς της, τον δικηγόρο Γιάννη Αγγελάκη και την Ελένη Σταμάτη. «Και οι δυο θα μπορούσαν να είναι παππούς και γιαγιά μου, ήμουν το «τελευταίο τρένο» γι’ αυτούς και βέβαια αμέσως μετά με την αρρώστια μου υπέφεραν. Υπήρξαμε πολύ δεμένοι.
Η αγάπη σχηματίζει την ψυχή του ανθρώπου». Την εισέπραξε και από τον σύζυγό της, «ο Ρόντνεϊ ήταν ο τέλειος σύντροφος» θα πει αναπολώντας, εξακολουθεί να την εισπράττει και από το κοινό της. «Ευγνωμονώ τους νέους που έρχονται όταν με βλέπουν και μου λένε πολύ συγκινητικά πράγματα».

Οι επίδοξοι «συνάδελφοι»

Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι έχει την ικανότητα να ανταποδίδει την αγάπη, οπότε εκείνη πάντα επιστρέφει κοντά της σαν ένας πιστός, πρόσχαρος σκύλος. Φαίνεται από τη γενναιοδωρία με την οποία αντιμετωπίζει τους νέους ποιητές.
Δίπλα στο γραφείο της, στο σπίτι της, υπάρχει μια μικρή στοίβα με βιβλία που της έχουν στείλει λογοτέχνες που αποζητούν τη γνώμη της, την έμπειρη κρίση της.
«Τα διαβάζω όλα. Δεν έχω πάντα τον χρόνο να τους απαντώ, γι’ αυτό τους λέω να με παίρνουν τηλέφωνο ή όταν μου δίνουν το τηλέφωνο παίρνω εγώ. Σε κάθε περίπτωση τα διαβάζω». Δεν βρίσκει ότι ο αριθμός των επίδοξων ποιητών είναι δυσανάλογα μεγάλος; «Μα, δεν λέμε πάντα ότι σε δύσκολους καιρούς ανθεί η ποίηση; Μπαίνεις σε έναν κόσμο που είναι δικός σου και μπορεί να είναι και όμορφος και αφήνεις τον άλλον απ’ έξω. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η δουλειά των νέων παιδιών». Των επίδοξων «συναδέλφων» της θα έλεγε κάποιος.
Ωστόσο, όχι και την ίδια. Γιατί όποτε ερωτάται τι δουλειά κάνει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, απαντάει «μεταφράστρια». Να άλλο ένα δίπολο που κυριάρχησε στη ζωή της, η ποίηση και η μετάφραση.
Από τη μια η απόλυτη ελευθερία, από την άλλη ο δημιουργικός εγκλωβισμός σε ένα όραμα που δεν ήταν δικό της. Πατούσε σε δύο βάρκες, αλλά όπως λέει «ισορροπούσα με χάρη γιατί είχα τη γέφυρα της γλώσσας. Αυτό είναι το κοινό τους.
H γλώσσα είναι μαγεία και οι δύο γλώσσες είναι δύο μαγείες. Εγώ πάντως δεν βλέπω διαφορά ανάμεσά τους. Το μόνο είναι ότι γεννιούνται διαφορετικά. Η ποίηση έρχεται μόνη της, ενώ η μετάφραση είναι μια δουλειά που αναλαμβάνεις. Καλό είναι να την αγαπάς. Εγώ την αγάπησα πολύ τη μετάφραση. Η μετάφραση δεν είναι θέμα μόνο λέξεων, αλλά είναι θέμα αντιστοιχιών και καταστάσεων. Πρέπει να ξέρεις πολύ βαθιά και τις δύο γλώσσες και να χρησιμοποιήσεις αυτό που θα έλεγες εσύ σε αυτή την περίπτωση εάν μιλούσες την άλλη γλώσσα. Δηλαδή στην Ελλάδα ένα ζευγάρι μια στιγμή λέει «σ’ αγαπώ και στη Φινλανδία την ίδια στιγμή με την ίδια διάθεση λέει «καλύτερα να σ’ αγαπήσω»».

Χωρισμός

«Χωρίζω, αφού είναι ένα ψέμα πια στη ζωή μου η ύπαρξη του μέλλοντος. Από το μέλλον χωρίζω. Ξέρω τα πάντα κάτω απ’ την τεράστια σκιά του θα ζω, μ’ αυτό το ΘΑ που αναβοσβήνει σταθερά παίζοντας με την ελπίδα. Ομως συγκεντρώνομαι πια στο ΤΩΡΑ. Οι στιγμές, οι ώρες, οι μέρες, κυλάνε στο παρόν. Και ξαφνικά κάτι σαν γέλιο ακούγεται μέσα μου: “Ούτε μιαν ανάσα δεν παίρνεις– λέει μια φωνή – “χωρίς να στηρίζεσαι στην αοριστία του μέλλοντος”. Τότε, λέω, ο χωρισμός αναβάλλεται. Για πάντα».

(Από το βιβλίο «Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο»)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ