Εντμόντ Αμπού
Η Ελλάδα του Οθωνα

Πρόλογος Τάκης Θεοδωρόπουλος
Mετάφραση Αριστέα Κομνηνέλλη
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
σελ. 448, τιμή 16,60 ευρώ

Ο Edmond About, με λαμπρές σπουδές στη Γαλλία, στέρεες φιλολογικές και αρχαιογνωστικές γνώσεις που αποτυπώνονται στο βιβλίο του, έρχεται στην Αθήνα, με την ιδιότητα του Εταίρου της Γαλλικής Σχολής, στις αρχές του 1852. Διαμένει δύο χρόνια και περιηγείται τη χώρα συντροφευμένος από τον αρχιτέκτονα Charles Garnier –τον μετέπειτα δημιουργό της Οπερας του Παρισιού –και τον ζωγράφο Alfred de Curzon. Παρατηρεί με ευαισθησία τη φύση και με οξυδέρκεια τα φυλετικά χαρακτηριστικά, τις αρετές και τα πάθη των Νεοελλήνων, τις συνθήκες διαβίωσης, όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, δημοσιεύει, το 1854, το έργο του La Grèce contemporaine, το οποίο θα γνωρίσει το επόμενο έτος μια δεύτερη, εμπλουτισμένη έκδοση. Λίγα χρόνια αργότερα θα δημοσιεύσει το μυθιστόρημα Le Roi des Μontagnes (Ο Βασιλεύς των Ορέων) που θέτει επί τάπητος το πρόβλημα της ληστείας στον 19ο αιώνα.

Το έργο του σκιάζεται αυχνά από μια υποψία «μισελληνικής στάσης». Θα ήταν, ωστόσο, μεγάλο λάθος και ατόπημα να συγκρίνουμε τη γραφίδα και τη ματιά του Αμπού με αυτή των γάλλων ρομαντικών που επισκέπτονται την Ελλάδα συνεπαρμένοι από το κλασικό ιδεώδες και δεν ενδιαφέρονται να γνωρίσουν την πραγματικότητα και την αληθινή ζωή. Σίγουρα δεν είναι ένας ενθουσιώδης και μονοδιάστατος θαυμαστής της κλασικής αρχαιότητας, όπως ο Σατωβριάνδος που επισκέφθηκε για τέσσερις μόνο ημέρες τη μικρή Αθήνα του 1806, περνώντας μια ολόκληρη ημέρα στην Ακρόπολη, μα ούτε και ένας Ρενάν που θα απευθύνει εκεί επάνω την περίφημη «προσευχή» του (Prière sur l’ Acropole, 1865).
Θα τολμούσα να πω ότι ο Αμπού διατηρεί στη γραφίδα του όλον τον σαρκασμό και τη λεπτή ειρωνεία ενός Βολταίρου, ενώ πολύ σωστά επισημαίνει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, στο προλογικό του σημείωμα, τις υφολογικές εκλεκτικές του συγγένειες με τον δικό μας Ροΐδη.

Στο κάτοπτρο των άλλων

Η περιήγηση των Ευρωπαίων στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου έχει πίσω της ιστορία αιώνων. Εκκινώντας από τον 15ο και τον 16ο αιώνα, πρόκειται άλλοτε για ταξίδι «φανταστικό» (χωρίς δηλαδή βαθύτερη αληθοφάνεια των περιγραφών), άλλοτε για «κυνήγι των αρχαιοτήτων». Εξελίσσεται στον 17ο και κυρίως στον 18ο αιώνα στην «Grande Tour» («Μεγάλο Γύρο»), σε ένα εκπαιδευτικού δηλαδή χαρακτήρα ταξίδι, μέσω της Ιταλίας, απαραίτητο εφόδιο για τον γόνο μιας αριστοκρατικής οικογένειας και όνειρο ζωής κάθε εύπορου λογίου.
Στον 19ο αιώνα, οι άγγλοι, γάλλοι, γερμανοί επισκέπτες κινούνται ανάμεσα σε δύο βασικούς άξονες: στην αναζήτηση της κλασικής αρχαιότητας και σε ένα είδους αισθητικού «οριενταλισμού». Σε όλες όμως τις περιπτώσεις η περιηγητική γραμματεία αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πηγή, μεταγραφή μέσα από τα μάτια του «άλλου», ιδιότυπο τεκμήριο που αποτελεί ένα πολυπρισματικό κάτοπτρο. Ο ταξιδιώτης βιώνει τις αντιφάσεις της ανακάλυψης των «ερειπίων» που δεν τον απογοητεύουν ποτέ και συνάμα μιας διαφορετικής καθημερινότητας, πρωτόγονης και φτωχής, που δεν είναι πάντοτε έτοιμος να αποδεχθεί, να παρατηρήσει και να ερμηνεύσει στις σωστές της διαστάσεις.
Προς το τέλος του 18ου αιώνα διαμορφώνεται ένα ρεύμα, στο πλαίσιο των γάλλων ελληνιστών, που επιδιώκει να συγκεράσει την αρχαιολογική έρευνα με την προσεκτική μελέτη και τη βαθύτερη κατανόηση του σύγχρονου Ελληνισμού, σε συνάρτηση με την επιστημονική μελέτη του φυσικού χώρου (χλωρίδα και πανίδα).
Αυτό επιδιώκει, τηρουμένων των αναλογιών, ο Αμπού, που επιπλέον ζει για ολόκληρα δύο χρόνια στην Ελλάδα, έχοντας όλον τον απαιτούμενο χρόνο για να εμβαθύνει σε όσα τον ενδιαφέρουν. Αναφέρεται στην εναλλασσόμενη φύση, άλλοτε ξερή και άνυδρη, άλλοτε καταπράσινη (τον μαγεύει ο Ευρώτας, το αρκαδικό τοπίο), στο κλίμα (στα ζεστά καλοκαίρια, στον παγωμένο βοριά της Αττικής), στα φυλετικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων, που τους συγκρίνει με τους αρχαίους προγόνους τους (αντικρούοντας έμμεσα, σθεναρά εν τούτοις, τις απόψεις του Φαλμεράιερ), στην έμφυτη αγάπη τους για την ισότητα, την ελευθερία και στη ροπή τους στην… αναρχία και στην απειθαρχία.
Τα κεφάλαια του βιβλίου αποκαλύπτουν μεθοδικά, αρκετές φορές με σαρκασμό και χιούμορ, αλλά πάντοτε με μεγάλη διεισδυτικότητα, όλες τις πτυχές της ζωής στην Ελλάδα του Οθωνα, συνθέτοντας ένα πολύτιμο τεκμήριο για τους μελετητές της εποχής και συνάμα ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, αφού διανθίζονται με γεγονότα της μικροϊστορίας (βρίσκουμε π.χ. εκτενείς αναφορές σε πρόσωπα της τότε επικαιρότητας, όπως η εκκεντρική δούκισσα της Πλακεντίας).

Διαχρονική παθολογία

Η κοινωνική διαστρωμάτωση, η οικογένεια, το ζήτημα του αυτοχθονισμού και ετεροχθονισμού, η ιδιωτική και η δημόσια σφαίρα, η ζωή στο Παλάτι (οι περιγραφές των βασιλέων είναι ρεαλιστικές και διόλου ωραιοποιημένες), η κοσμική ζωή, το θέατρο και ο παράδοξος τρόπος λειτουργίας του συνθέτουν αυτοτελείς άξονες αφήγησης.
Ασφαλώς όμως τα πλέον σημαντικά (και πρόσφορα σε συγκρίσεις με το σήμερα) τμήματα του βιβλίου αποτελούνται από τις ενδελεχείς παρατηρήσεις του Αμπού για τη γεωργία και τους τρόπους ανάπτυξής της (τον εντυπωσιάζουν το μέγεθος των ακαλλιέργητων γαιών και η ανεξέλεγκτη καταστροφή της χλωρίδας από τις πυρκαγιές), για την ανεπάρκεια του οδικού δικτύου, για τον φυσικό πλούτο της χώρας που δεν αξιοποιείται σωστά και για τη δεινή οικονομική της κατάσταση:

Διαβάζουμε στο έβδομο κεφάλαιο «Τα οικονομικά»:

«Οι φορολογούμενοι δεν πληρώνουν καθόλου το κράτος, το οποίο δεν πληρώνει τους πιστωτές του» […] «Η Ελλάδα είναι το μοναδικό γνωστό παράδειγμα [πολιτισμένης] χώρας που βρίσκεται σε πλήρη χρεοκοπία από τη γέννησή της. Αν η Γαλλία ή η Αγγλία βρίσκονταν σε μια τέτοια κατάσταση έστω και για έναν χρόνο, θα γινόμασταν μάρτυρες φοβερών δεινών: η Ελλάδα έχει μάθει να ζει εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια με τη χρεοκοπία. Ολοι οι προϋπολογισμοί της, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, είναι ελλειμματικοί».
Καλαίθητο βιβλίο, με ρέουσα μετάφραση της Αριστέας Κομνηνέλλη, την οποία διανθίζει και με πολλές κατατοπιστικές σημειώσεις, αξίζει να φθάσει στα χέρια του καθενός, και όχι μόνο του ειδικού μελετητή του 19ου αιώνα. Παρέχει πλείστες όσες ευκαιρίες για αναστοχασμό, διδάσκοντάς μας με έναν γλαφυρό, σχεδόν μυθιστορηματικό τρόπο πως δεν ξεπεράσαμε τα ατοπήματα του τότε ακόμη νεαρού κράτους και πως η Ιστορία μπορεί να διδάξει με σκληρό τρόπο καθώς, εάν δεν τη λάβουμε υπ’ όψιν μας, δυστυχώς επαναλαμβάνεται.
Η κυρία Αννα Ταμπάκη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και φιλοξενούμενη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ