Γεωργία Συλλαίου
Εκεί κάτω στον ουρανό

Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 160, τιμή 14 ευρώ

Το βιβλίο της Γεωργίας Συλλαίου είναι η δεύτερη πεζογραφική της απόπειρα. Προηγήθηκε η συλλογή πεζών Στο ακρωτήρι (2012), όπου μια νέα γυναίκα έρχεται σε διαρκή αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, δοκιμάζοντας να απαλλαγεί από τα δεσμά της μέσα από μια σειρά ελλειπτικών κύκλων που ανακινούν θέματα όπως η μοναξιά, η φυγή και η απώλεια. Τέτοια θέματα και μοτίβα δίνουν το «παρών» και στα πεζογραφήματα του ανά χείρας τόμου, με τη διαφορά πως τώρα αυτό συμβαίνει σε ένα πολύ πιο απτό πεδίο, που δεν είναι άλλο από το πεδίο της διεργασίας της μνήμης όταν ανατρέχει στα παιδικά, στα εφηβικά και στα πρώτα νεανικά χρόνια.


Το ξεδίπλωμα του μνημονικού υλικού ξεκινάει από την παιδική ηλικία και τη Χαλκιδική, όπου η μικρή Αντιγόνη αρχίζει από πολύ νωρίς να συνειδητοποιεί τη δύστροπη σχέση της με τον κόσμο: έναν κόσμο που κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει φυλάξει καμία θέση για την ίδια, καταδικάζοντάς τη σε μια μόνιμη εκκρεμότητα. Οι ιστορίες που ακούει της φέρνουν αλόγιστο τρόμο, η ώρα που θα επιστρέψει στο σχολείο μετατρέπεται σε πηγή τεράστιας δυσφορίας, τα ξαδέλφια της αναπτύσσουν έναν πολύ έντονο ανταγωνισμό μεταξύ τους, οι φίλοι σπανίζουν (και όταν εμφανίζονται δεν εμπνέουν την παραμικρή εμπιστοσύνη), οι τυχαίες γνωριμίες τής εξοχής καταλήγουν σε οδυνηρά ατυχήματα, ενώ ένα αίσθημα προδοσίας και εγκατάλειψης παραμένει συνεχώς διάχυτο στην ατμόσφαιρα. Στον ορίζοντα της Αντιγόνης θα μπει λίγο αργότερα ένα μάλλον θετικό πρόσωπο, η Γιολάντα. Αγέρωχη, φωνακλού και απρόβλεπτη, εκ παραλλήλου όμως τρυφερή και προσγειωμένη (μια γυναίκα που βιάζεται να αντλήσει τους χυμούς της ζωής), η Γιολάντα δεν καταφέρνει να αποσπάσει την Αντιγόνη από τη μοναχική της πορεία, η οποία θα συνεχιστεί χωρίς παρεκκλίσεις.

Βιώνοντας τον χρόνο σαν μια νεκρή κατάσταση που οδηγεί στη ραγδαία φθορά και στην αποτέφρωση, κοιτάζοντας τον νυχτερινό ουρανό με ένα παγωμένο χαμόγελο και κρατώντας σαν μοναδικό της αποκούμπι τη φύση και τα ζώα, η Αντιγόνη αρνείται να πενθήσει τους γονείς της όταν πεθαίνουν (για να γίνει κάποια στιγμή κομμάτια από τον θάνατό τους), βασανίζεται κατά καιρούς από εικόνες βίας και σκληρότητας (πραγματικές ή ονειρικές), βλέπει έναν πρώιμο έρωτά της να τσαλαπατιέται για το τίποτε και στο τέλος δραπετεύει αφήνοντας τη φαντασία της να ταξιδέψει σε τόπους που υπόσχονται μια λύτρωση χωρίς τσιγκουνιές. Στο μεταξύ, εξακολουθεί να επανακάμπτει ακούραστη στα παιδικά της χρόνια που, παρά την απομόνωση και τη μελαγχολία τους, δεν χάνουν ποτέ τη ζωντάνια και τη ζωτικότητά τους.

Το βιβλίο της Συλλαίου είναι η παράκαμψη της ενηλικίωσης. Γιατί ενηλικίωση δεν σημαίνει την κατάκτηση της ωριμότητας αλλά μια προσαρμογή εν κενώ, χωρίς την ελάχιστη προοπτική για το παρόν ή για το μέλλον. Επιτρέποντας να διεισδύσουν στις ρεαλιστικές της περιγραφές κάποιοι ποιητικοί τόνοι (ιδίως όταν παρακολουθούμε τις αποσπασματικές ημερολογιακές της εγγραφές), η συγγραφέας πετυχαίνει δύο πράγματα: πρώτον, να δώσει στο γράψιμό της μια έκδηλη σωματικότητα (χρώματα, μυρωδιές, ακούσματα) και, δεύτερον, να σκιτσάρει αχνά τις αιτίες για τη στυφή γεύση της ύπαρξης αντί να τις βγάλει στο φως και να τις αποκαλύψει. Και το τελευταίο είναι το σημαντικότερο για την προσέγγιση της ενηλικίωσης: όχι άρνηση, ούτε αποφυγή της, αλλά μια ευφυής στρατηγική απόκρυψης, υποστηριγμένη από ένα δραστικά υπαινικτικό κλίμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ