Ντράγκο Γιάντσαρ
Αυτή τη νύχτα την είδα

Μετάφραση Λόισκα Αβαγιανού
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018
σελ. 230, τιμή 16,90 ευρώ

Αργά αλλά σταθερά η λογοτεχνία της Κεντρικής Ευρώπης αρχίζει να γίνεται γνωστή και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Τώρα, με την έκδοση του μυθιστορήματος Αυτή τη νύχτα την είδα του σύγχρονου πεζογράφου της Σλοβενίας Ντράγκο Γιάντσαρ θα διαπιστώσουν ότι δεν είναι διόλου συμπτωματικό που το βιβλίο τιμήθηκε στη Γαλλία με το βραβείο ξένου μυθιστορήματος πριν από μερικά χρόνια. Ο Γιάντσαρ ανήκει στους σημαντικότερους και δημοφιλέστερους συγγραφείς της Κεντρικής Ευρώπης, με πλούσιο έργο στην πεζογραφία, στο θέατρο και στο δοκίμιο. Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημά του που εκδίδεται στα ελληνικά, σε εξαίρετη μετάφραση της Λόισκας Αβαγιανού.

Πολυφωνική αφήγηση

Εχουμε μια αφήγηση τολμηρή σε σύλληψη και ιδιοφυή σε εκτέλεση, που μας προσφέρει το πορτρέτο μιας ξεχωριστής ηρωίδας, αλλά και μιας άγριας εποχής σε μια πολυφωνική σύνθεση σε πέντε μέρη και ισάριθμους αφηγητές.
Κεντρική ηρωίδα είναι η Βερόνικα, μια σλοβένα μεγαλοαστή, με αντισυμβατική συμπεριφορά και έντονο το αίσθημα της ελευθερίας, ένα σπάνιο πλάσμα που σαγηνεύει όσους τη γνωρίζουν και τη συναναστρέφονται, παντρεμένη με τον πάμπλουτο επιχειρηματία Λέο Ζάρνικ, ο οποίος κάνει ό,τι μπορεί για να είναι ευτυχισμένη. Η Βερόνικα δεν δίνει σημασία στη συντηρητική κοινωνία της εποχής της, φτάνοντας στο σημείο να βγαίνει βόλτα με το αγαπημένο της ζώο, έναν μικρό αλιγάτορα που το ζευγάρι αναγκάζεται να του κάνει ευθανασία γιατί κάποια στιγμή δαγκώνει τον Λέο στο μπάνιο.
Η ατίθαση γυναίκα λατρεύει τα άλογα και ο Λέο της βρίσκει έναν σέρβο αξιωματικό του γιουγκοσλαβικού Ιππικού να της διδάξει ιππασία. Η Βερόνικα ερωτεύεται τον αξιωματικό (που την ερωτεύεται και εκείνος), εγκαταλείπει τον άντρα της, και όταν η σχέση τους γίνεται γνωστή και ξεσπά σκάνδαλο τον ακολουθεί σε μια μίζερη πόλη της Σερβίας.
Αλλά το εκεί καταθλιπτικό επαρχιακό περιβάλλον δεν της ταιριάζει. Επιστρέφει στον Λέο, που έχει στο μεταξύ αγοράσει έναν εντυπωσιακό πύργο κοντά στη Λιουμπλιάνα. Ομως τώρα, μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η χώρα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή. Στον πύργο η ζωή συνεχίζεται κανονικά και ανάμεσα στους επισκέπτες περιλαμβάνεται ένας γνωστός πιανίστας, ένας επίσης γνωστός ποιητής και ένας γερμανός στρατιωτικός γιατρός.
Στο μεταξύ έχει αναπτυχθεί αντάρτικο στα βουνά και στα δάση της χώρας, ακόμη και στο δάσος που περιβάλλει τον πύργο του ζευγαριού. Ο Λέο, χωρίς να συμμετέχει στην αντίσταση, βοηθά τους αντάρτες –εκείνοι ωστόσο δεν το γνωρίζουν. Ενας από αυτούς, ο νεαρός Γιέρανεκ, που εργάζεται στον πύργο, βλέπει μια μέρα τον γερμανό γιατρό να κρατά το χέρι της Βερόνικας. Πρόκειται για απλή σύμπτωση, αφού δεν έχει συμβεί τίποτε μεταξύ τους. Αρκεί ωστόσο για να πιστέψει πως η Βερόνικα προδίδει τον αγώνα τους, ότι είναι πόρνη των Γερμανών. Και επιπλέον, αγνοεί πως όταν τον ίδιο τον είχαν συλλάβει τα Ες Ες ως ύποπτο συμμετοχής στην αντίσταση, ο Λέο έπεισε τον γερμανό γιατρό να μεσολαβήσει στον αδίστακτο αρχηγό των Ες Ες, να εγγυηθεί προσωπικά για την αθωότητά του και να τον πείσει να τον ελευθερώσει.
Ομως η εντύπωση που έχουν στο αρχηγείο των ανταρτών της περιοχής είναι πως ο Λέο και η Βερόνικα Ζάρνικ είναι συνεργάτες των Γερμανών. Το 1944, ομάδα των ανταρτών ένα βράδυ μπαίνει στον πύργο, συλλαμβάνει το ζευγάρι, τους μεταφέρει στο δάσος και τους εκτελεί υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η τραγική παρεξήγηση θα αποκαλυφθεί μετά την απελευθέρωση.

Οι πέντε αφηγητές

Αυτός είναι σε γενικές γραµµές ο καµβάς της υπόθεσης.
Στο πρώτο μέρος ο γιουγκοσλάβος αξιωματικός Στέβαν Ραντοβάνοβιτς αφηγείται τη γνωριμία του με τη Βερόνικα, τον έρωτα και τον χωρισμό τους.
Στο δεύτερο μέρος αφηγητής είναι ο γερμανός στρατιωτικός γιατρός, ερωτευμένος με τη Βερόνικα, από τον οποίο μαθαίνουμε ότι τίποτε δεν είχε συμβεί ανάμεσά τους.
Τρίτος αφηγητής είναι η Γιοσιπίνα, μητέρα της ηρωίδας, η οποία μας αφηγείται τη ζωή της με τον σύζυγό της Πέτερ, που έχει πεθάνει, και τη σχέση της με την κόρη της που κάποια στιγμή τη χάνει και περιμένει ως το τέλος της ζωής της να την ξαναδεί χωρίς να μάθει ποτέ ότι η Βερόνικα έχει εκτελεστεί.
Τέταρτος αφηγητής είναι η Γιόζι, οικονόμος του πύργου, η οποία εξιστορεί τη βραδιά που οι αντάρτες μπήκαν στον πύργο, συνέλαβαν τον Λέο και τη Βερόνικα και τους μετέφεραν στο γειτονικό δάσος.
Το μυθιστόρημα κλείνει με την αφήγηση του Γιέρανεκ, που με παρέμβαση του Λέο ο γερμανός γιατρός κατάφερε να πείσει τον φοβερό τοπικό γκαουλάιτερ των Ες Ες να τον ελευθερώσει. Ο Γιέρανεκ θα οδηγήσει την ομάδα των ανταρτών στον πύργο για να συλλάβουν τη Βερόνικα και τον άντρα της.
Από τις τύψεις για τον θάνατό τους δεν θα απαλλαγεί σε όλη του τη ζωή. Είναι τώρα πια μεγάλος στην ηλικία, πολλοί από τους συντρόφους του έχουν πεθάνει και εκείνη η άγρια εποχή φαντάζει πλέον μακρινή. Αλλά πόσο μακρινή; Τα γεγονότα μπορεί να απομακρύνονται στο βάθος του χρόνου, όμως δεν παραγράφονται. Απλώς ο χρόνος «λειαίνει» τις σκληρές μνήμες, που και εκείνες αλλιώς εισπράττονται από όσους δεν είχαν προσωπικές εμπειρίες και θέλουν να αποποιηθούν αυτή την κακή κληρονομιά.

Υποβλητικές περιγραφές

Ο αναγνώστης θα συγκινηθεί, θα εκπλαγεί και θα αγανακτήσει ενδεχομένως, γιατί ο Γιάντσαρ υψώνει μπροστά του τον Μολώχ της Ιστορίας με τρόπο μοναδικό –και δίχως υπερβολές. Οι περιγραφές του είναι εξόχως υποβλητικές και οι χαρακτήρες του εντυπώνονται ανεξίτηλα στη μνήμη. Και όπως όλοι οι πεζογράφοι πρώτης γραμμής, διαθέτει την ικανότητα να «εισάγει» τον αναγνώστη στην καρδιά της αφήγησης. Η Βερόνικά του είναι πολύ αληθινή για να ανήκει σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να είναι ο εαυτός τους. Αυτή όμως ήταν, ερήμην των όσων την περιστοίχιζαν και των κινδύνων που συνεπάγονταν. Αν θέλαμε, επομένως, να ερμηνεύσουμε τον θάνατό της, θα λέγαμε πως είναι το τραύμα και η τύψη μιας ολόκληρης γενιάς που της άξιζε καλύτερη τύχη. Ενα θαυμάσιο μυθιστόρημα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ