Θανάσης Χειμωνάς
Παραφροσύνη

Εκδόσεις Πατάκη
σελ. 222, τιμή 14,40 ευρώ

Ενα «εγώ» σε ριζική, όχι όμως και κραυγαλέα, σύγκρουση με τον κόσμο κυριαρχεί ευθύς εξαρχής στην πεζογραφία του Θανάση Χειμωνά. Κινούμενοι στο εσωτερικό μιας ελλειπτικής και εσκεμμένα χαλαρής πλοκής, οι ήρωές του δεν καταφέρνουν να διακρίνουν, ακόμη και υπό τις πιο ευνοϊκές περιστάσεις, κανένα νόημα στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον εαυτό τους, ξεκόβοντας γρήγορα από τον οικογενειακό και τον κοινωνικό τους περίγυρο. Εκείνο που τους σημαδεύει είναι η μοναξιά και η υπαρξιακή απροσδιοριστία. Στο μεταξύ αναλόγως πάσχει και το συλλογικό τους περιβάλλον, παραμένοντας ανίκανο να διεκδικήσει κάποια ταυτότητα ή να αποκτήσει έστω και στοιχειωδώς μια δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού.

Με το καινούργιο μυθιστόρημά του, ο Χειμωνάς επιχειρεί να μετακινηθεί προς μια πιο εξωστρεφή περιοχή, που δεν είναι άλλη από τη σφαίρα της πολιτικής. Ο κεντρικός ήρωας φιλοδοξεί να αναρριχηθεί σε ένα κόμμα το οποίο μεσουράνησε επί τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα, αλλά συρρικνώθηκε δραματικά κατά την περίοδο της κρίσης (ηλίου φαεινότερον ότι μιλάμε για το ΠαΣοΚ). Ο Ανδρέας πιστεύει πως μπορεί να ανανεώσει εκ βάθρων τον πολιτικό λόγο του κομματικού κατεστημένου, ενώ την ίδια ώρα σπεύδει να συνδεθεί ερωτικά με δύο εντυπωσιακά γοητευτικές γυναίκες: μια διάσημη ηθοποιό, τη Βανέσσα, και μια νεαρή που σπουδάζει στην Ολλανδία και ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο, τη Μυρτώ.
Σκοπός του Χειμωνά είναι από τη μια μεριά να δείξει το πέλαγος αναξιοπιστίας που κατάπιε όλες τις πολιτικές δυνάμεις από το 2010 και εντεύθεν, χωρίς την παραμικρή προοπτική για το μέλλον (οι πάντες βλάπτουν τη Συρία το ίδιο), προβάλλοντας από την άλλη πλευρά σε αυτό το δυσοίωνο τοπίο τις ελπίδες ή τα αδιέξοδα των πρωταγωνιστών του, που εμπλέκονται εκόντες άκοντες στα γρανάζια μιας κοινωνίας έτοιμης να συντρίψει στους κόλπους της οποιονδήποτε επιδιώκει να διαγράψει μια διαφορετική πορεία. Είναι μια εξωστρέφεια που διακρίνουμε και σε ένα παλαιότερο μυθιστόρημα του Χειμωνά, το Ζούμε τις τελευταίες μας μέρες (2013). Οπως όμως εκεί, έτσι και στην Παραφροσύνη ο συγγραφέας δυσκολεύεται να συντονίσει ή να διαπλέξει το ατομικό με το συλλογικό, επιτρέποντας στα δύο επίπεδα της δράσης να διατρέξουν το καθένα τη δική του άσχετη διαδρομή.
Και δεν πρόκειται μόνο για το ότι οι πρωταγωνιστές μοιάζουν με σπασμωδικές ατομικές φιγούρες κεντημένες πάνω σε ένα πολιτικό σκηνικό το οποίο αδυνατεί να συσχετιστεί δραματουργικά με την καθημερινότητά τους –για τις σχεδόν παιδαριώδεις πολιτικές αντιδράσεις του Ανδρέα, που μόνο ως εκσυγχρονιστής πολιτικός δεν αντιμετωπίζει τους κομματικούς δεινοσαύρους, ή για το απλοϊκό κοινωνικό και ψυχολογικό περίγραμμα της Βανέσσας, που δεν υπερβαίνει τα όρια της προσχηματικής φιγούρας (από αυτή την άποψη ο μόνος χαρακτήρας που διαθέτει κάποια επεξεργασία, έχοντας τη δύναμη να υπερασπιστεί τις αντιφάσεις του, είναι ο χαρακτήρας της Μυρτώς). Το σοβαρότερο πρόβλημα του βιβλίου είναι άλλο: η μανιχαϊκή απεικόνιση (σαν να παρακολουθούμε τηλεοπτικό πάνελ) του ίδιου του πολιτικού πεδίου, η αδυναμία της αφήγησης να προσεγγίσει και να αποκαλύψει οτιδήποτε είναι πιθανόν να κρύβεται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων.
Ακατανόητη επιπροσθέτως δείχνει η προσπάθεια του Χειμωνά να εισαγάγει ένα μεταφυσικό στοιχείο στην πλοκή, αφού δεν είμαστε ποτέ σε θέση να καταλάβουμε αν οι φαντασιώσεις των ηρώων συνδέονται αιτιωδώς μεταξύ τους, αποσκοπώντας στο να συγκροτήσουν ένα αλληγορικό νόημα, ή περιορίζονται (χωρίς καμιά άλλη αναγωγή) στο να λειτουργήσουν ως συμπτώματα ατομικής ψυχοπαθολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ