Αλέξης Πολίτης
Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος (1830-1880)

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017
σελ. 453, τιμή 22 ευρώ

Μνήμη Αρη Μπερλή
(1944-2018)

Ο Αλέξης Πολίτης έχει επανειλημμένα και με διάφορες αφορμές εντρυφήσει στον ελληνικό 19ο αιώνα επιχειρώντας να κατανοήσει, να εκλογικεύσει τον οίστρο του ρομαντισμού που διακατέχει αυτή την εποχή. Μεταξύ άλλων, στο παλαιότερο πυκνό μελέτημά του Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880 [1993] έδειχνε καλά τις προϋποθέσεις εμφάνισης και τη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού κρατιδίου, στενεμένου σε ασφυκτικά γεωγραφικά όρια: κληρονόμοι μιας επανάστασης και διαχειριστές των συνεπειών της, εν μέσω αντιφάσεων και διαψεύσεων, ανεδαφικών προσδοκιών και περιορισμένων οριζόντων, δύσκολων ισορροπιών και δεσμευτικών κινήσεων στη διεθνή σκακιέρα, οι Νεοέλληνες κρυσταλλώνουν εθνική και κοινωνική συνείδηση με κατάλοιπα ενός ιδιόμορφου (αλλά φθίνοντος) διαφωτισμού και αξιώσεις συμμετοχής στον θριαμβεύοντα ευρωπαϊκό ρομαντισμό –με τη διαφορά ότι στα καθ’ ημάς τούτο το ρεύμα, αποκαλούμενο και «νόσος του αιώνος» (mal du siècle), παροξύνεται ως εθνοπολιτισμική ενδοστρέφεια και εξαλλάσσεται στην οιδηματική «Μεγάλη Ιδέα».
Αντισταθμίζοντας χρόνιες ανεπάρκειες και υπερεκτιμώντας τις πραγματικές δυνατότητές τους, οι Ελληνες «έζων αεροβατούντες μάλλον διά της φαντασίας ή διά της θετικότητος», όπως το συνόψισε ψύχραιμα ο Ανδρέας Συγγρός.
Προπορεύεται το παλλόμενο θυμικό, υποχωρεί ο νηφάλιος νους. Αυτή την ταραγμένη πεντηκονταετία (1830-1880) επαναπροσεγγίζει αναλυτικότερα εδώ ο Α. Πολίτης, καταγράφοντας τα λογοτεχνικά πεπραγμένα της, καλό καθρέφτη μιας γενικότερης περιρρέουσας ασάφειας και διφυΐας που ταλανίζει και τον κόσμο των γραμμάτων («Ανατολή ή Δύσις;», «Αρχαία ή Νέα Ελλάδα;»).

Πρώτα οι συγγραφείς

Στο προοίμιο («Ξαναδιαβάζοντας τον ρομαντικό 19ο αιώνα») διευκρινίζονται οι όροι θέασης αυτού του λογοτεχνικού πανοράματος: το βλέμμα θα είναι στραμμένο στους συγγραφείς βέβαια, αλλά θα περιλαμβάνει, κατά το δυνατόν, στον οπτικό ορίζοντα και τους αναγνώστες –ενδιαφέρει δηλαδή, πλην της παραγωγής, και η πρόσληψη της εξεταζόμενης λογοτεχνίας (ποιοι και πόσοι διάβαζαν, πώς διαμορφωνόταν το αναγνωστικό κοινό, πώς τεκμαίρεται η απήχηση των λογοτεχνικών έργων). Η έρευνα αποτυπώνει την ελλαδική και όχι την εν γένει ελληνική λογοτεχνία της εποχής –αφήνει λοιπόν εκτός πεδίου τη συγκαιρινή επτανησιακή παραγωγή ή τον μικρό λογοτεχνικό αμητό της Διασποράς (Πόλη, Σμύρνη κ.λπ.)· το ευρύ κοινό έμενε αδιάφορο γι’ αυτά τα μεγέθη, εξ ου και άργησαν να ενσωματωθούν στην αθηναιοκεντρική επικαιρότητα, προσκρούοντας κυρίως στο γλωσσικό κριτήριο (η ιδεολογική χρήση της γλώσσας, η αντιπαλότητα δημοτικής/καθαρεύουσας δημιουργούσε χωριστούς κόσμους).

Το ζητούμενο λοιπόν είναι τι θεωρούν λογοτεχνία οι κάτοικοι του νεοσύστατου κράτους και τι λογοτεχνία θέλουν: ποίηση πρωτίστως, τόσο λυρική όσο και δραματική (θέατρο), αλλά και πολιτική, πατριωτική και υψήγορη –τονωτική του εθνικού φρονήματος. Η πεζογραφία (αθρόα εισαγόμενη, κυρίως μεταφρασμένη μυθιστοριογραφία) διεκδικεί από νωρίς μερίδιο στην αναγνωστική αγορά και, όσο προχωρούμε προς το όριο του 1880, υψώνει ανάστημα, αυξάνει το εκτόπισμά της. Ωστόσο, η αίγλη και το θεσμικό κύρος που διατηρεί η ποίηση καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της πεντηκονταετίας είναι γεγονός: λογοτέχνης λογίζεται κυρίως ο ποιητής. Το πιστοποιεί η μακροβιότητα των ποιητικών διαγωνισμών (1851-1877) υπό την αιγίδα του εθνικού Πανεπιστημίου που έδιναν τον κυρίαρχο τόνο στη λογοτεχνική ατμόσφαιρα και δημιουργούσαν αναγνωστικές εξάψεις δημοψηφικού χαρακτήρα.

Ιδεολογική φόρτιση

Παντελώς αποχρωματισμένη ιδεολογικά λογοτεχνία δεν υφίσταται, αλλά εν προκειμένω οι πέντε δεκαετίες που εξετάζονται εκ του σύνεγγυς παραέχουν μεγεθυσμένο το ιδεολογικό πρόσημο ώστε να μπορεί κανείς να το αγνοήσει. Οι τιτλολογικές επιλογές των πέντε ενοτήτων που αποτελούν τον βασικό κορμό του βιβλίου απηχούν το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λογοτεχνική παράμετρος: «Στους μονόδρομους του παράφορου ρομαντισμού» (πρώτη δεκαετία)· «Η χαλαρή στασιμότητα» (δεύτερη δεκαετία)· «Εθνικές κρίσεις και σκλήρυνση της ιδεολογίας» (τρίτη)· «Πολιτικές αδράνειες, ψυχικά άλγη και αύξηση του κοινού» (τέταρτη)· «Σε καινούρια τροχιά» (πέμπτη και τελευταία).
Tα κεντρικά μοτίβα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού (μοναξιά, μελαγχολία, ανέφικτοι, εξιδανικευμένοι έρωτες, δακρύβρεκτα οικογενειακά δράματα, πενθολαγνεία, ονειρικές διαφυγές, περιπαθείς και απίθανες περιπέτειες) κυριαρχούν και εδώ, με έντονο το βυρωνικό στοιχείο (άλλωστε «αιών βυρωνομανής» αποκλήθηκε αυτή η περίοδος του πλεονάζοντος συναισθήματος). Ωστόσο, η ρομαντική ηρωολατρεία γρήγορα εμπλέκεται με την πολιτική δράση και τα εθνικά οράματα: το ένδοξο εγγύς παρελθόν (μιας επαναστατημένης, χειραφετούμενης Ελλάδας που θρέφει γενναίους πατριώτες) λειτουργεί σαν υποσχετικό γραμμάτιο για έναν κόσμο ανάτασης και μεγαλείου, όπου η πατρίδα μπορεί να ανακτήσει το αρχαίο κλέος, να φανεί αντάξια της βαριάς κληρονομιάς της. Ναι, η ελλαδική ποίηση θέλει να ανήκει στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά όσο η ένταξη αυτή δεν μοιάζει και τόσο αυτονόητη και όσο η εθνική και πολιτική στέρηση βαραίνουν το κλίμα τόσο η απαίτηση για ύψος (γλωσσικό, ηθικό), για επιβολή μιας απόλυτης ελληνοπρέπειας και καθαρότητας οδηγούν σε αναδίπλωση: «Το όστρακο της νεοελληνικής διανόησης κλείνεται στον εαυτό του και θ’ αργήσει ν’ ανοίξει ξανά» σημειώνει ο Πολίτης. Στην ελλαδική εκδοχή του, ο ρομαντισμός είναι περίπου εξωτερικό περίβλημα· η αρχαιότροπη καθαρεύουσα γλώσσα του και το ασήκωτο εθνικό φορτίο που της αναθέτουν οδηγεί μάλλον προς έναν ρομαντικό νεοκλασικισμό.

Ποιες ζυμώσεις

Και βέβαια μέσα στις στιχοπλημμύρες των εθνορομαντικών Σούτσων, του Ραγκαβή, του Παράσχου, του Ζαλοκώστα, του Καρασούτσα, του Ορφανίδη, του Δ. Παπαρρηγόπουλου, του Βερναρδάκη και πολλών άλλων μπορεί να εντοπίσει κανείς ανάσες ποιητικής χάρης: «Το άνθος μαραίνεται, / το φύλλο ξεραίνεται, / ο κόσμος περνά· / και μόνος ο θάνατος / επλάσθηκ’ αθάνατος. / Αυτός δεν γερνά» (από τον σούτσειο Οδοιπόρο). Και βέβαια οι κωμωδίες, τα μυθιστορήματα και, αργότερα, προς τις τελευταίες δεκαετίες, τα διηγήματα ακολουθούν μια ρεαλιστικότερη διαβάθμιση, βρίσκονται εγγύτερα στην πραγματικότητα, σε μια απλότητα ξένη στην ποιητική απογείωση. Και βέβαια το τι και πώς μεταφράζεται (ή καταγγέλλεται) από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία παίζει ρόλο στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού γίγνεσθαι και σε εκτενείς προλόγους, εκδοτικά σημειώματα, κρίσεις των διαγωνισμών ή στην αρθρογραφία των περιοδικών μπορεί να σταθμίσει κανείς τις ζυμώσεις που συντελούνται.
Ο Α. Πολίτης, επιχειρώντας αυτή τη λεπτομερή χαρτογράφηση του ελλαδικού ρομαντισμού, προβαίνει κατά σημεία σε αντιστικτική αντιπαράθεση της αθηναϊκής με την επτανησιακή ρομαντική σχολή. Η διαφορά του γλωσσικού ενδύματος (δημοτική) είναι έκτυπη και η ποιητική π.χ. του Σολωμού διαθέτει κοιτάσματα που ακόμη μένουν τόποι ανεξερεύνητοι και παρέμεναν απροσπέλαστοι τόσο στο αθηναϊκό όσο και στο επτανησιακό κοινό. Ωστόσο η βασική κοίτη του ρομαντισμού (θεματική, στόμφος, πατριωτική έξαρση) τρέχει και εδώ: «Ο Βαλαωρίτης βιώνει το ίδιο κλίμα απελπισίας με τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, κι ας είναι τόσο διαφορετικοί οι εκφραστικοί όροι κι οι συγγραφικοί στόχοι» παρατηρεί ο συγγραφέας. Σήμερα, με ικανή απόσταση από τα δρώμενα της εποχής, μπορούμε να συνεξετάζουμε, να συγκρίνουμε και να διακρίνουμε την αξιολογική κλίμακα του άλλοτε και του τώρα. Το θέμα είναι να αποφύγουμε τον αναχρονισμό: να μεταθέσουμε δικά μας κριτήρια και προβλήματα σε εποχές που τα αγνοούσαν. Σε ένα πανόραμα της παιδείας, των ιδεών του ελληνικού 19ου αιώνα, μια ιστορία της ανάγνωσης, της πρόσληψης της λογοτεχνίας του παραμένει προκλητικά ανοιχτό πρόβλημα για τη σύγχρονη έρευνα. Η παρούσα μελέτη, με τη στιβαρή της δομή, το πλήθος των στοιχείων που κομίζει και την αυστηρή διαχείρισή τους, αποτελεί σημαντική συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ