Γιώργος Kόκκινος – Bασίλης Mπογιατζής
Αναζητώντας «ιερό καταφύγιο». Ο Αλέξανδρος Δελμούζος και η σύγχρονή του ελληνική διανόηση

Εκδόσεις Ταξιδευτής, 2017
σελ. 176, τιμή 15 ευρώ

Κοιτάζοντας κανείς το τοπίο της διανοητικής ιστορίας του ελληνικού 20ού αιώνα αντιλαμβάνεται ότι σημαντικό τμήμα της μένει ακόμη να γραφεί. Εξαιρετικά άρθρα απαντώνται σε πολλούς συλλογικούς τόμους, η «Γενιά του ’30» έχει μελετηθεί διεξοδικά, η συμβολή διανοουμένων σε κρίσιμες πολιτικές στιγμές (βενιζελική περίοδος, μεταξική δικτατορία, εμφύλιος πόλεμος) έχει εντοπιστεί, εξακολουθούν ωστόσο κατά κανόνα να λείπουν οι προσεγγίσεις εκπροσώπων των θετικών επιστημών, η συστηματική διερεύνηση των μικρότερων ονομάτων, ακόμα και μεγάλες συνθέσεις που να εντάσσουν οργανικά την εξέλιξη του στοχασμού και των πολιτικών ή ιδεολογικών παρεμβάσεων των διανοουμένων στο περικείμενο της εποχής.

Πρόκειται για ζήτημα ευρύ που σχετίζεται με την επίδραση των ευρωπαϊκών ιστορικών ρευμάτων, τις προτεραιότητες και τις συγκυρίες της ιστοριογραφίας εντός της ελληνικής κοινωνίας και το οποίο υπερβαίνει τα όρια του συγκεκριμένου κειμένου. Μέρος ωστόσο του προβλήματος αποτελεί οπωσδήποτε η αποτελεσματική χαρτογράφηση της προέλευσης, της υποδοχής και της χρήσης των ιδεών που συγκρότησαν τον ορίζοντα της ελληνικής διανόησης. Μια τέτοια ταύτιση επιχειρούν οι Γιώργος Κόκκινος, καθηγητής Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, και Βασίλης Μπογιατζής, ιστορικός και μέλος ΣΕΠ του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, στο «Αναζητώντας «ιερό καταφύγιο»» με άξονα τη σκέψη του Αλέξανδρου Δελμούζου (1880-1956), ηγετικής φυσιογνωμίας του εκπαιδευτικού δημοτικισμού.

Ο συντηρητικός Δελμούζος

Στόχος των συγγραφέων είναι μια ανατοποθέτηση του Δελμούζου στο διανοητικό τοπίο του κινήματος προκειμένου να ερμηνευθεί η ιδεολογική μεταστροφή του έπειτα από τα «Μαρασλειακά» και τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1925-1927), καθώς και να αποσαφηνιστεί το ιδεολογικό του πρόσημο συνολικά. Σε αντίθεση με τη συνήθη αποδοχή της ιδεολογικής του ταυτότητας ως σοσιαλιστικής (μαρξίζοντος, μεταρρυθμιστικού ή ηθικολογικού χαρακτήρα), οι ίδιοι προτείνουν τη συμπερίληψή του στους εθνικιστές δημοτικιστές. Τόσο η πρώιμη όσο και η ώριμη σκέψη του Δελμούζου επηρεάζονται από την επικοινωνία του με τη γερμανική παιδεία (μεταπτυχιακές σπουδές στη Λειψία, στην Ιένα και στο Μόναχο το 1905-1907 και το 1921-1922), αντλώντας από την παράδοση του γερμανικού συντηρητισμού.

Οι πεποιθήσεις του Δελμούζου, επισημαίνουν, διακρίνονται πολύ περισσότερο από τα χαρακτηριστικά του γερμανικού «από καθέδρας σοσιαλισμού» («Kathedersozialismus»), «διανοητικό ρεύμα το οποίο δεν ανήκει στη σοσιαλιστική, αλλά στη συντηρητική πολιτική παράδοση, παρά την ώσμωσή του με τη σοσιαλδημοκρατία». Πρόκειται για προσέγγιση που αμφισβήτησε τον μαρξισμό και τον άκρατο φιλελευθερισμό επιδιώκοντας τη «μεσότητα», πλησιάζοντας σύμφωνα με πρόσφατες επαναξιολογήσεις αυτό που πολιτικά ορίζεται ως «δεξιά» σοσιαλδημοκρατία.

Ο κλονισμός, επομένως, που υπέστη η σκέψη του Δελμούζου από την ανάγνωση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» και την επιρροή του πρωτοπόρου έλληνα μαρξιστή Γεώργιου Σκληρού εγκιβωτίστηκε ουσιαστικά στη «βαθεία δομή» του στοχασμού του, στο «συντηρητικό κοσμοθεωρητικό του πλαίσιο αναφοράς». Στο έργο του «εθνικισμός», «σοσιαλισμός» και «κοινοτικό ιδανικό» συνιστούν έννοιες που διακρίνονται από «αλληλοεπικάλυψη και εναλλακτικότητα», ενδεικτικές ενός συγκροτημένου, εκλεκτικιστικού αλλά και ελαστικού συστήματος σκέψης του οποίου το βασικότερο γνώρισμα υπήρξε «η διακριτική –τις περισσότερες φορές –αμφιρρέπεια προς τις άλλοτε αντίθετες και άλλοτε συμπληρωματικές διανοητικές παραδόσεις του συντηρητισμού και του φιλελευθερισμού».

Ωστόσο, και παρά το φιλελεύθερο ήθος του, το οποίο για τους συγγραφείς τεκμαίρεται από την παρουσία του ως μάρτυρα υπεράσπισης του Ιωάννη Κακριδή στη «δίκη των τόνων» κατά τη διάρκεια της Κατοχής, «η διανοητική συγκρότηση του Δελμούζου δεν είχε ως πεδίο αναφοράς την ιδεολογική παράδοση του φιλελευθερισμού, αλλά, απεναντίας, την παράδοση του γερμανικού ειδικότερα συντηρητισμού». Η ύστερη αντιολοκληρωτική στάση του Δελμούζου, η ταυτόχρονη απόρριψη φασισμού και κομμουνισμού, δεν παύει να επιβεβαιώνει την ανισότητα ως στοιχείο της ανθρώπινης φύσης («η φυσική διαφορά στις ικανότητες και τη δυναμικότητα των ατόμων θάχη πάντα για συνέπεια και την οικονομική ανισότητα ανάμεσά τους») και έρχεται περισσότερο ως συνέχεια παρά ως ρήξη με τη σύλληψη του έθνους ως οργανικής κοινότητας στο εσωτερικό της οποίας μπορεί μόνο να «βρη τον εαυτό του» το άτομο, την πεποίθησή του ότι ο εκσυγχρονισμός του κράτους είναι θέμα βολονταρισμού («φτάνει μόνο να το θέλουν αληθινά φωτισμένα άτομα και ομάδες οργανωμένες»), την πρόσληψη του δημοτικισμού ως επιστροφής στις πολιτισμικές ρίζες («να ξαναγυρίση το έθνος στην ψυχή του, στη δική του ζωή, και να στηριχτή σ’ αυτή»).

Νεωτερικότητα και καταφύγιο

Κράμα τελικά συντηρητισμού, φιλελευθερισμού και «από καθέδρας σοσιαλισμού», η συνολική οπτική του Αλέξανδρου Δελμούζου εγγράφεται στον ιδεολογικό ορίζοντα μεγάλου μέρους της ελληνικής διανόησης από τα τέλη του 19ου ως τα μέσα του 20ού αιώνα, η οποία χαρακτηρίζεται από την «εκλεκτική συνύπαρξη και αλληλοδιείσδυση διαθλασμένων τις περισσότερες φορές εκδοχών του συντηρητισμού και του φιλελευθερισμού». Με τη σειρά της, μια τέτοια προσέγγιση ανάγεται στην πρόσληψη της νεωτερικότητας ως διαδικασίας περισσότερο αποσπασματικής από όσο τη θέλει ένα γραμμικό ιστορικό αφήγημα και ταυτόχρονα υποδεικνύει τις ρίζες εκ πρώτης όψεως αντιφατικών ατομικών επιλογών.

Το σημείο αυτό οφείλει να τονιστεί, μια και συχνά η έννοια της νεωτερικότητας διολισθαίνει στις διαστάσεις βεμπεριανού ιδεοτύπου, αποβαίνοντας εργαλείο αναλυτικό αλλά αφηρημένο και αποστασιοποιημένο από τα ιστορικά δεδομένα, με ταυτόσημη και γενική ισχύ σε κάθε κοινωνία ως φορέας μιας ποιοτικής διαφοράς παντελώς ασύμβατης με προνεωτερικές πρακτικές, «άθικτ[ης] από τη δυναμική σχέσεων και διαδικασιών στις οποίες ενεργά εμπλέκ[εται]».

Ωστόσο, όπως υποδεικνύουν με προσοχή οι συγγραφείς, στα απτά ιστορικά συμφραζόμενα απαντάται ποικιλία νεωτερικοτήτων στο αντίστοιχό τους πολιτισμικό πλαίσιο, νεωτερικές εκφάνσεις μπορούν να συμβαδίζουν ή να συνδυάζονται με αρχαϊκά στοιχεία, ενώ το συνολικό «νεωτερικό σχέδιο» διακρίνεται από αμφιρρέπεια και αμφιταλάντευση.

Αν τα παραπάνω προσδίδουν τελικά ξεχωριστή σημασία στο βιβλίο, αυτό συμβαίνει γιατί η περίπτωση του Αλέξανδρου Δελμούζου γίνεται ενδεικτική του κλίματος και των επιλογών της ελληνικής διανόησης από το γύρισμα του 20ού αιώνα ως τα τέλη του Μεσοπολέμου. Τόσο ο Δελμούζος όσο και ο συνεργάτης και μετέπειτα ιδεολογικός του αντίπαλος Δημήτρης Γληνός, αλλά και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Γιώργος Θεοτοκάς και άλλοι, των οποίων οι θέσεις επίσης απαντώνται στο βιβλίο, διαμορφώνονται διανοητικά και παρεμβαίνουν σε ένα περιβάλλον «κρίσης της νεωτερικότητας», μοντερνιστικής εξέγερσης και κατάρρευσης των πολιτικών και κοινωνικών βεβαιοτήτων μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οπως και οι σύγχρονοί τους ευρωπαίοι στοχαστές οδηγούνται τελικά στην αναζήτηση αυτού που ο βρετανός ιστορικός Ρότζερ Γκρίφιν (ακολουθώντας τον αυστρο-αμερικανό κοινωνιολόγο Πέτερ Μπέργκερ) ονομάζει «ιερό καταφύγιο» (sacred canopy) –την εύρεση νοήματος και συνοχής σε σχέδια συνολικής αναγέννησης. Τα ονόματά τους είναι γνωστά: φυλή, κοινωνική τάξη, έθνος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ