Νταβίντ Φοενκινός
Σαρλότ

Μετάφραση Οντέτ Βαρών – Βασάρ
Εκδόσεις Εστία, 2018
σελ. 264, τιμή 19 ευρώ

Την ανακάλυψε στο Παρίσι, εντελώς τυχαία. Γευμάτιζε με μια φίλη του που εργαζόταν σ’ ένα μουσείο και αυτή τον προέτρεψε να πάει να δει εκείνη τη μικρή έκθεση. «Δεν ήξερα ούτε ποια ήταν ούτε τι πήγαινα να δω». Ωσπου κάποια στιγμή βρέθηκε ολομόναχος μέσα στην αίθουσα. Και βίωσε κάτι πρωτόγνωρο, κάτι σαν αποκάλυψη, ένα είδος «ακαριαίας συνενοχής», επειδή όλα όσα ήδη αγαπούσε ο Νταβίντ Φοενκινός τα αντίκρισε εκεί συγκεντρωμένα, «μέσα σ’ ένα θραύσμα έντονων χρωμάτων», στο έργο της Σαρλότ Σαλομόν (1917-1943).

Ο 43χρονος γάλλος συγγραφέας επισκέφθηκε πρόσφατα την Αθήνα και παρουσίασε το μυθιστόρημά του «Σαρλότ» που είχε τιμηθεί με το Βραβείο Ρενοντό το 2014. Συναντήθηκε με το «Βήμα» και μίλησε για μια προσωπικότητα που έγινε εμμονή του και, εσχάτως, μέρος της δικής του ζωής. Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο ακριβώς από τον βίο της γερμανοεβραίας ζωγράφου η οποία δολοφονήθηκε στο Αουσβιτς. Ηταν τότε είκοσι έξι ετών και έγκυος. Η ιστορία της είναι συγκινητική και τραγική. Το ενδιαφέρον είναι ότι φαντάζει συγχρόνως και προβλέψιμη και απίστευτη. Η βασική πηγή του Νταβίντ Φοενκινός είναι το αυτοβιογραφικό της έργο με τίτλο «Ζωή ή θέατρο;» που ο ίδιος χαρακτηρίζει έναν «διάλογο των αισθήσεων». Εκείνη ζωγράφισε τις αναμνήσεις της σαν μυθιστόρημα, συνοδεύοντας τα σχέδιά της με μεγάλα κείμενα, τα οποία ο γάλλος συγγραφέας θεωρεί εξαιρετικά.

Δουλειά δέκα ετών

Η πρώτη ερώτηση αφορούσε εκείνη τη σκοτεινή «επωδό των θανάτων», τις απανωτές αυτοκτονίες στην οικογένεια της Σαρλότ, τις αυτοχειρίες της μητέρας της, της γιαγιάς της, της συνονόματης θείας της. «Ολα τα περιστατικά, όλα τα γεγονότα είναι απολύτως πραγματικά. Χαρακτήρισα το βιβλίο «μυθιστόρημα» επειδή είναι αδύνατον να υποκαταστήσεις τις σκέψεις κάποιου άλλου με τις δικές σου. Προσπάθησα όμως να είμαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στις σκέψεις της και στα αισθήματά της. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή είναι η αλήθεια, λέω απλώς ότι στο βιβλίο δεν υπάρχει κάτι ψεύτικο. Δούλεψα περίπου 10 χρόνια πάνω σε αυτό, ξέρω πλέον τα πάντα για τη Σαρλότ, έχω επισκεφθεί τα μέρη όπου έζησε και δημιούργησε, τόσο στο Βερολίνο όσο και στη Νίκαια, στον Νότο της Γαλλίας, νιώθω πάρα πολύ κοντά της, νιώθω σαν να την έχω συναντήσει» τόνισε ο Νταβίντ Φοενκινός.
«Είναι μάλιστα η πρώτη φορά που εμφανίζομαι ο ίδιος σε ένα δικό μου έργο, σαν χαρακτήρας που ερευνά. Και μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι αυτή δεν είναι μονάχα η ιστορία της Σαρλότ, αλλά και μια ιστορία δική μου, πολύ προσωπική. Ουσιαστικά πρόκειται για μια συναισθηματική βιογραφία: δεν μιλώ μόνο για τη Σαρλότ αλλά και για το τι νιώθω εγώ για τη Σαρλότ, πόσο παθιασμένος είμαι μαζί της και πόσο λυπημένος που ξεχάστηκε μια τόσο σπουδαία καλλιτέχνιδα του προηγούμενου αιώνα. Για μένα, ήταν μια ιδιοφυΐα. Εκπληκτικά μοντέρνα, σε τόσο νεαρή ηλικία, σε μια δύσκολη περίοδο. Ο μόνος πριν από αυτήν που έκανε κάτι παρόμοιο ήταν ο Σαγκάλ. Ξέρετε, το βασικό μου κίνητρο ήταν να γράψω γι’ αυτό ακριβώς, για μια ξεχωριστή γυναίκα και τις αγωνίες της και τη σημασία της ζωγραφικής της. Δεν ήθελα να γράψω αναγκαστικά ούτε για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε για το Ολοκαύτωμα» έσπευσε να ξεκαθαρίσει ο συγγραφέας.

Στη Γερμανία του 1930

Του επισημάναμε, βέβαια, ότι η συγκεκριμένη θεματολογία είναι σήμερα δημοφιλής μεταξύ των συναδέλφων του στη χώρα του, μια διακριτή τάση της σύγχρονης γαλλικής πεζογραφίας. «Εχετε δίκιο. Πολλοί τα τελευταία χρόνια λένε –χαριτολογώντας –πως αν θέλεις να βραβευτείς πρέπει να γράψεις τέτοιες ιστορίες. Το σημαντικό είναι, ωστόσο, ότι σε πολλές περιπτώσεις μιλάμε και για καλογραμμένα βιβλία. Ομως η περίπτωση της Σαρλότ είναι διαφορετική, κατά τη γνώμη μου, γιατί σχετίζεται περισσότερο με τη Γερμανία της δεκαετίας του 1930, την οποία αγαπώ, τότε υπήρξε μια εντυπωσιακή άνθηση των ιδεών –επιστημονική, πνευματική, καλλιτεχνική –που εμένα ανέκαθεν με συνάρπαζε».
Το κυριότερο ερώτημα όμως παραμένει: γιατί η Σαρλότ Σαλομόν συνάρπασε τον ίδιο; «Θα μπορούσα να μιλάω για ώρες. Αν έπρεπε όμως να σταθώ σε ένα πράγμα, που έχω την αίσθηση ότι είναι και η καρδιά του ζητήματος, θα το περιέγραφα ως εξής: Μια νεαρή γυναίκα, ταλαντούχα, αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή ότι όλα γύρω της είναι ψεύτικα, στον περίγυρό της και στην κοινωνία της. Συνειδητοποιεί ότι για χρόνια υποφέρει επειδή «η παράνοια είναι οικογενειακή ιστορία», επειδή το δυσοίωνο μοτίβο της αυτοκτονίας απειλεί και την ίδια. Ομως η ίδια δεν επιλέγει τον θάνατο, αλλά την τέχνη. Και ζωγραφίζοντας τη ζωή της, με ζωτικότητα αλλά και χιούμορ, κατορθώνει να δημιουργήσει μια καινούργια ζωή για τον εαυτό της. Είναι ένα παράξενο πεπρωμένο αυτό, να δραπετεύεις από την ίδια σου τη ζωή μέσα από την τέχνη. Το πλέον θλιβερό στην περίπτωση της Σαρλότ είναι ότι, πράγματι, κατάφερε να ξεφύγει, ερωτεύτηκε έναν άνδρα, ολοκλήρωσε το έργο της, βρήκε έναν άλλο άνδρα και παντρεύτηκε, έμεινε έγκυος, κατόρθωσε να αποσχιστεί από τη μοίρα της οικογένειάς της. Και τότε, δυστυχώς, η Ιστορία αποφάσισε να τη θανατώσει. Μια νεαρή γυναίκα, καλλιτέχνιδα, που προσπαθεί να βρει τη θέση της στον κόσμο, είναι σε κάποια φάση ολομόναχη και αποκλεισμένη και τότε ακριβώς καταδύεται στον εαυτό της και δημιουργεί κάτι για να επιβιώσει, κάτι όμορφο, πανέμορφο. Προσωπικά αυτό το θεωρώ εξόχως ποιητικό, με όλη τη σημασία της λέξης» εξήγησε ο Νταβίντ Φοενκινός.

«Δεν με άφηνε να ησυχάσω»

Ο τρόπος με τον οποίο έγραψε εν τέλει το βιβλίο του είναι ιδιότυπος, μοιάζει με ένα εκτεταμένο πεζόμορφο ποίημα. «Προσπαθούσα επί έξι ολόκληρα χρόνια να γράψω το μυθιστόρημα, αλλά δεν μπορούσα, ήταν πολύ δύσκολο για μένα, δεν ήξερα πώς να το γράψω. Μερικές φορές είναι αδύνατον να εκφράσεις αυτό που έχεις μέσα σου, όχι μόνο ως συγγραφέας αλλά και ως ανθρώπινο ον. Λοιπόν, το σταμάτησα πολλές φορές, εξέδωσα μάλιστα άλλα βιβλία. Εν τω μεταξύ, η Σαρλότ επέστρεφε συνεχώς, δεν με άφηνε να ησυχάσω. Ωσπου μια μέρα ασυναίσθητα άρχισα να γράφω μια μικρή πρόταση και την ολοκλήρωσα στην επόμενη αράδα, είχα αλλάξει γραμμή. Πήρα τότε μια ανάσα και σκέφτηκα ότι και η ανάγνωση πολλές φορές είναι ζήτημα αναπνοής. Και τότε κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να το κάνω. Ο εκδότης μου είχε τις αμφιβολίες του, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Θέλησα, από την άλλη μεριά, να μην επιβαρύνω τους αναγνώστες με ένα αποπνικτικό ύφος σε μια, ούτως ή άλλως, δραματική ιστορία. Πολλοί μου είπαν ότι το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα, ότι δεν μπορούσαν να το αφήσουν εύκολα, χρειάστηκαν δύο μέρες –το πολύ. Και μόνο τότε αναλογίστηκα ότι, πράγματι, είναι μια τόσο γρήγορη και σύντομη ζωή… Και η ανάγνωσή της έτσι θα έπρεπε να είναι, να μοιάζει με μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ