Ο Χένρι Τζέιμς γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1843, έχοντας ιρλανδικές και σκωτσέζικες ρίζες. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Γενεύη. Από το 1866 έζησε για 20 περίπου χρόνια στην Ευρώπη και κυρίως στο Λονδίνο. «Η παλαιά ήπειρος είναι η μοναδική μου επιλογή και ανάγκη, είναι η ζωή μου» έγραψε σε ένα από τα γράμματά του.


Το 1915 πήρε τη βρετανική υπηκοότητα και τον επόμενο χρόνο πέθανε. Λίγα χρόνια προτού πεθάνει άρχισε να εκδίδεται στη Νέα Υόρκη η συγκεντρωτική έκδοση του μνημειώδους έργου του σε 24 τόμους. Την ίδια περίοδο βρισκόταν στην Αμερική και έδωσε μια διάλεξη για τον Μπαλζάκ. Η γόνιμη επίδραση της Ευρώπης πάνω στο έργο του είχε ήδη ολοκληρωθεί. Αλλωστε στο Παρίσι, συνδέθηκε φιλικά με τον Τουργκένιεφ, τον Ζολά, τον Φλομπέρ και τον Μοπασάν. Μεγάλη όμως ήταν η εκτίμησή του για την τελευταία των βικτωριανών συγγραφέων, την Τζορτζ Ελιοτ.


Η επίδραση του παλαιότερου πολιτισμού της Ευρώπης πάνω στην αμερικανική ζωή ήταν ένα θέμα που τον απασχόλησε στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Περιέγραψε εγγλέζικους χαρακτήρες με πρωτοφανή μαστοριά, ειδικά στα έργα του «What Maisie Knew» και «Awkward Age». Στα τρία τελευταία μεγάλα του μυθιστορήματα, «The Wings of the Dove», «The Ambassadors», «Golden Bowl», επιστρέφει στα κοσμοπολίτικα θέματα με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς χαρακτήρες.



Σε αντίθεση με τον Κάφκα, που στην «Αμερική» περιγράφει μια χώρα χωρίς να την έχει ποτέ επισκεφθεί, ο Τζέιμς μπήκε στον κόπο να ψάξει για τα καλά την Ευρώπη. Πηγαινοερχόταν με θαυμαστή άνεση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Αποτέλεσμα ήταν το μυθιστόρημά του να έχει διεθνικό, υπερατλαντικό χαρακτήρα. Και όλα αυτά τη στιγμή που ο 19ος αιώνας έφευγε και στο πέρασμά του συνέβαιναν τρομακτικές αλλαγές: βιομηχανικές και τεχνολογικές επαναστάσεις, αλλαγές στη σκέψη, στο πνεύμα της εποχής και στις κοινωνικές συνήθειες. Οι θεωρίες του Δαρβίνου, του Χάξλεϊ και του Χέρμπερτ Σπένσερ ανέτρεπαν τα δεδομένα. Τίποτε πια δεν ήταν όπως πριν.


Ο κοσμοπολίτης Τζέιμς δεν έμεινε αμέτοχος αυτών των εξελίξεων. Οσον αφορούσε τον χώρο της λογοτεχνίας έβλεπε ότι οι κορυφαίες μορφές του Ντίκενς, του Θάκερεϊ, των Μπροντέ, δηλαδή των εκπροσώπων του βικτωριανού μυθιστορήματος, έσβηναν παρασύροντας μαζί τους τον στερεότυπο και κάπως άκαμπτο κόσμο τους. Μόνον η Τζορτζ Ελιοτ (ψευδώνυμο της συγγραφέως Μάριαν Ιβανς) μεγαλουργούσε ακόμη και στο έργο της εμφανίζονταν στοιχεία που προμηνούσαν την έλευση του μοντέρνου. Ο Τζέιμς έφερε «βαρέως» την ύπαρξή της. Το μυθιστόρημά της «Middlemarch» αποτέλεσε την πρώτη ύλη πάνω στην οποία θα στήριζε τις δικές του προτάσεις για το μυθιστόρημα, αποσπώντας το από τη βικτωριανή παράδοση και ωθώντας το στο πνεύμα του μοντέρνου.


Πειραματίστηκε με τη μορφή και τις αφηγηματικές τεχνικές του μυθιστορήματος όσο κανείς άλλος, αψηφώντας ακόμη και τις αντιδράσεις του κοινού. Στα τελευταία του έργα ήξερε ότι ποτέ δεν θα γινόταν ένας δημοφιλής συγγραφέας αλλά ένας πρωτοπόρος «ερευνητής». Στήριξε το έργο του θεωρητικά (βλ. «Η τέχνη της μυθοπλασίας»), οι δε πρόλογοι στα μυθιστορήματά του είναι μοναδικά εργαλεία γραφής και ανάγνωσης.


Ο αιώνας του μοντέρνου αρχίζει. Κοντά στον Ματίς, τον Πικάσο και τον Μπρακ, δίπλα στον Στραβίνσκι και τον Σένμπεργκ, ο Τζέιμς επιφέρει τις αντίστοιχες μεταμορφώσεις στον χώρο του μυθιστορήματος. Φυσικά κουβαλάει ακόμη την Ελιοτ, τον Μπαλζάκ, τον Φλομπέρ. Εξερευνά όμως κάθε καινούργια προοπτική. Το Λονδίνο στα τέλη του αιώνα, με τις ραγδαίες αλλαγές, η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, γίνεται πηγή και θέμα της δουλειάς του. Η επιστροφή του συγγραφέα στην κοιτίδα του πολιτισμού μόνον καλούς καρπούς έχει να αποδώσει.


Οι συγκρούσεις στον καινούργιο αιώνα αποτελούν προϋποθέσεις δημιουργίας. Το παρόν με το παρελθόν, η εθνική συνείδηση με την παγκοσμιότητα, η πολιτική στασιμότητα με την επαναστατική αναθεώρηση, ο ρομαντισμός με τον ρεαλισμό, η ζωή ως «πραγματικότητα» και ως «αίσθηση». Το μάθημα του Τζέιμς θα το αφομοιώσουν στη συνέχεια και άλλοι: ο Κόνραντ, ο Φορντ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τζέιμς Τζόις.


Η«Πλατεία Ουάσιγκτον» ήταν η πιο κομψή πλατεία της Νέας Υόρκης, όπου ο Τζέιμς πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Το ομώνυμο μυθιστόρημα στηρίζεται σε προσωπικές του εμπειρίες. Είναι ένα μικρό μυθιστόρημα, ίσως το μικρότερο από τα μεγάλα του έργα. Γράφτηκε την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του και ήδη ξεχωρίζει για την τελειότητα του ύφους και της ανάπτυξης των χαρακτήρων. Η πλοκή με λίγα λόγια έχει ως εξής: Η Κάθριν Σλόπερ, μοναχοκόρη ενός πλούσιου γιατρού της Νέας Υόρκης, «οδυνηρά ντροπαλή» και ελάχιστα γοητευτική, πέφτει εύκολο θύμα της γοητευτικής προσωπικότητας ενός προικοθήρα. Ο πανέξυπνος αλλά δυνάστης πατέρας της προσπαθεί να αποτρέψει τα αισθήματα της κόρης του για τον υποψήφιο γαμπρό. Η αδιάλλακτη στάση του και ο παγερός σαρκασμός του θα έχουν αποτέλεσμα να βλάψουν την αγάπη της κόρης του απέναντί του. Μιας κόρης που «η πιο βαθιά της επιθυμία ήταν να τον ευχαριστήσει». Ανάμεσά τους κυκλοφορεί η θεία Πένιμαν, σε ρόλο ρομαντικής προξενήτρας με τραγικές συνέπειες για την τύχη της Κάθριν.


Ετσι στήνεται το έργο στην πλατεία Ουάσιγκτον. Με αυστηρή θεατρική σκηνοθεσία. Με ανεπαίσθητα περάσματα από τη μια σκηνή στην άλλη και εναλλαγές στην εστίαση της αφήγησης. Ο αναγνώστης/θεατής βρίσκεται σε διαρκή αγωνία για μια υπόθεση που εξωτερικά δεν δείχνει να έχει συνταρακτική εξέλιξη. Εκεί όμως που υφίσταται η αληθινή δράση είναι στον εσωτερικό ψυχισμό των ηρώων. Ποτέ ξανά δεν έχει δοθεί με τόση διεισδυτικότητα ο χαρακτήρας μιας γυναίκας. Ο Τζέιμς είναι από τους λίγους άνδρες συγγραφείς που μπορούν και εγκαθίστανται όχι μόνο στην ψυχή αλλά και στο σώμα της ηρωίδας τους. Είναι ο πιο «θηλυκός» συγγραφέας. Ταυτόχρονα όμως υπεισέρχεται και στη συνείδηση των άλλων ηρώων. Αντιπαραβάλλει τις σκέψεις τους και τα κίνητρα των πράξεών τους. Χρησιμοποιεί ζυγισμένους διαλόγους και λιτές περιγραφές.


Γράφει ο Αρης Μαραγκόπουλος, μεταφραστής του μυθιστορήματος, στην στην εισαγωγή της έκδοσης: «Με την αργή, βασανιστική διαδικασία ψυχρού εργαστηριακού πειράματος, «καθάρισε» την ιστορία από τα ψευδορομαντικά ή εφήμερα, του κοινωνικού συρμού, στοιχεία της, απαλλάσσοντάς την από το «θέμα» της και ανάγοντάς την στο δικό του: η επιστροφή στον απαγορευμένο καρπό της Γνώσης, αυτή η αντίστροφη διαδικασία που τόσο έξυπνα προτείνει ο Κλάιστ με τις μικρές ιστορίες του, αποτελεί κατ’ ουσίαν το δικό του θέμα».


Ο Μαραγκόπουλος γνωρίζει τι μεταφράζει. Αποδίδει με ακρίβεια και διαύγεια το κείμενο. Δεν προβαίνει σε αναπαλαίωση του γραπτού επειδή γράφτηκε πριν από 100 χρόνια. Γνωρίζει ότι δεν το χρειάζεται. Η λαμπερή και απολαυστική γλώσσα του Τζέιμς βρίσκει την αντίστοιχη σύγχρονη εκδοχή της. Ειδικά ο Χένρι Τζέιμς δεν σηκώνει περιστασιακούς μεταφραστές.


Και επιτέλους μια μετάφραση που δεν απηχεί αγγλικά «φροντιστηριακής επάρκειας», κάτι που σαν επιδημία εξαπλώνεται σε πολλές μεταφράσεις από την αγγλική γλώσσα ισοπεδώνοντας κλασικά και σύγχρονα κείμενα σε ένα «ελληνόμορφο εσπεράντο» (Γ. Σεφέρης).


Η «Πλατεία Ουάσιγκτον» παραμένει ένα κομψοτέχνημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ενας περίπατος αναγνωστών και συγγραφέων στην πλατεία θα τους τονώσει τη διάθεση και την ουσιαστική τους ανάγκη για τη γραφή και την ανάγνωση. Και ενδεχομένως θα βοηθήσει το ταλέντο τους.


Ο κ. Θόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας.