Σοφία Νικολαΐδου
Στο τέλος νικάω εγώ
Εκδόσεις Μεταίχμιο
σελ. 301, τιμή 15,50 ευρώ
Με τα μυθιστορήματά της Απόψε δεν έχουμε φίλους (2010) και Χορεύουν οι ελέφαντες (2012), η Σοφία Νικολαΐδου μένει μισή στη σύγχρονη πραγματικότητα και μισή στα ιστορικά της προανακρούσματα, στρώνοντας τον δρόμο για ένα αντικαθρέφτισμα των δύο πόλων, που θα έχει ως κυρίαρχο στοιχείο του τον έντονο σκεπτικισμό και την πικρή αίσθηση της διαχρονικής ματαίωσης –μιας πανηγυρικής διάψευσης του παρόντος και του παρελθόντος η οποία είναι έτοιμη να εισβάλει παντοιοτρόπως και στο μέλλον. Αν η ιστορική έρευνα έρχεται να αποκαλύψει στο πρώτο μυθιστόρημα τη διαγραφή της δημόσιας μνήμης, φανερώνοντας εκ παραλλήλου την πολιτική και επιστημονική αναξιοπιστία του ελληνικού πανεπιστημίου (τότε και σήμερα), σε παρόμοια γραμμή θα κινηθεί και το επόμενο: η κοινωνία που έσπευσε κάποτε να ενταφιάσει το μυστήριο μιας ανεξιχνίαστης δολοφονίας (υπόθεση Πολκ) βιάζεται στη νεότερη εκδοχή της να κρύψει κάτω από το χαλί την οδυνηρή της καθημερινότητα: από την ακρισία που διδάσκει στα παιδιά η μέση εκπαίδευση (ως προάγγελος της πανεπιστημιακής παιδείας) μέχρι τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται κάθε τόσο οι οικογενειακές σχέσεις.
Το καινούργιο μυθιστόρημα της Νικολαΐδου εκτυλίσσεται εκ νέου στη Θεσσαλονίκη και επανεντάσσει στη δράση πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στα δύο προηγούμενα βιβλία της (ανάμεσά τους ο Σουκιούρογλου, η Φανή, ο Τσάκας, ο Μηνάς, η Εβελίνα και ο καθηγητής Αστερίου), ολοκληρώνοντας μιαν άτυπη τριλογία για την ελληνική εκπαίδευση. Με το Στο τέλος νικάω εγώ, η συγγραφέας ξεκινάει από τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για να φτάσει μέχρι το δημοψήφισμα του 2015 και τα πολλαπλά προβλήματα με τα οποία βρίσκεται στις ημέρες μας αντιμέτωπη η νέα γενιά: μια γενιά που εγκαταλείπει εκούσα άκουσα την Ελλάδα, αναζητώντας την τύχη της σε χώρες οι οποίες είναι σε θέση να αξιοποιήσουν την κατάρτιση και τα μορφωτικά της προσόντα (αν και κανείς δεν ξέρει με ποιαν ακριβώς κατάληξη). Και εδώ δεν πρόκειται μόνο για τα ζητήματα της εκπαίδευσης (ιδεολογικές επιβαρύνσεις και οικονομική διαφθορά) αλλά και για την τροφοδότησή τους από την κρίση.
Με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά η Νικολαΐδου θα δώσει μιαν ιδιότυπα αισιόδοξη προοπτική στη μοίρα των ηρώων της, που θέλουν να τα καταφέρουν πάση θυσία, πολεμώντας με όλες τις δυνάμεις τους την οποιαδήποτε αντιξοότητα.
Οι ιστορίες που εκτυλίσσονται στα δύο διαφορετικά χρονικά επίπεδα του μυθιστορήματος διαθέτουν στέρεη αφηγηματική συνοχή και ενότητα. Η ιστορία μάλιστα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα αποδώσει και τρεις προσεκτικά κτισμένους χαρακτήρες, όπως ο κουτσός ζαχαροπλάστης Γιωργάκης, ο γάλλος γιατρός Ντελαρισί ή ο πελοποννήσιος χωροφύλακας Μαθιός. Η σύγκλιση παρ’ όλα αυτά των δύο επιπέδων πάσχει: η πόλωση και η σύγκρουση βενιζελικών και κωνσταντινικών κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού δυσκολεύεται να κουμπώσει με τον διχασμένο κόσμο τής τρέχουσας κρίσης, όχι γιατί δεν γίνεται να εντοπιστούν κάποιες πραγματικές αναλογίες, αλλά γιατί οι δυο ιστορίες της Νικολαΐδου υπακούουν σε διαφορετική δραματουργική λογική, πολλώ δε μάλλον αν στην αντίστιξή τους πρέπει να χωρέσει και η εκπαίδευση. Μιαν επιπλέον δυσκολία που αντιμετωπίζει το βιβλίο είναι ο χαρακτήρας του Σουκιούρογλου ο οποίος ηθικολογεί ακατάσχετα και χωρίς τον παραμικρό περιορισμό. Εχουμε να κάνουμε με ένα πρόσωπο το οποίο δυσλειτουργεί και στα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας (κυρίως στο Απόψε δεν έχουμε φίλους), εκείνο όμως το οποίο ενοχλεί εδώ περισσότερο είναι το ότι την ηθικολογία του σπεύδει να αβαντάρει σχεδόν απροσχημάτιστα η τριτοπρόσωπη, αντικειμενική αφήγηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ