Ανθολογία ποίησης – Μέτρα λιτότητας
Εισαγωγή – ανθολόγηση – επιμέλεια Karen Van Dyck
Εκδόσεις Αγρα, 2017
σελ. 284, τιμή 15,50 ευρώ
Η Κάρεν Βαν Ντάικ, καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη, τούτη την περίοδο είναι σε εκπαιδευτική άδεια. Λίγες ώρες προτού επιβιβαστεί στο αεροπλάνο για τη Θεσσαλονίκη, βρεθήκαμε στους ατμοσφαιρικούς χώρους της Γενναδείου Βιβλιοθήκης και στη συνέχεια ήπιαμε έναν καφέ στο Κολωνάκι. Αφορμή για τη συνομιλία της με «Το Βήμα» στάθηκε η κυκλοφορία στην Ελλάδα των «Μέτρων λιτότητας», της πολυσυζητημένης ανθολογίας που συνέταξε σε μια προσπάθεια να χαρτογραφήσει το αχανές τοπίο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, το οποίο αναπόφευκτα εγγράφεται και στο ευρύτερο πλαίσιο μιας κρίσης εν εξελίξει, οικονομικής και κοινωνικής.
Η Κάρεν Βαν Ντάικ, όμως, πιστεύει ότι η κρίση δεν είναι και καλλιτεχνική. Αντιθέτως, φαίνεται να διακρίνει μια ποιητική άνθηση στην αυγή της νέας χιλιετίας και το βαθύτερο κίνητρό της ήταν να την καταγράψει και να την αναδείξει σε όλη της την έκταση και την ποικιλία. Στην πρώτη της έκδοση, από τον κολοσσό Penguin στη Βρετανία το 2016, η ανθολογία αυτή ήταν δίγλωσση και παρουσίαζε 49 ποιητές μεταφρασμένους στα αγγλικά. Τον Μάρτιο του 2017 ακολούθησε η αμερικανική στην αντίστοιχη σειρά των ποιοτικών εκδόσεων New York Review of Books. Το όλο εγχείρημα «ξεκίνησε δηλαδή ως μια συνάντηση με μια άλλη γλώσσα», όπως γράφει η ίδια στο σημείωμα της πιο πρόσφατης ελληνικής έκδοσης. «Αν και τα ποιήματα που κρατάτε στα χέρια σας είναι στα ελληνικά, η αίσθηση ότι έρχονται από αλλού είναι αναπόφευκτη. Σαν μέλος-φάντασμα, η μετάφραση που λείπει επηρεάζει την ανάγνωσή μας».

Το Διαδίκτυο, η μετανάστευση και η ελληνική γλώσσα

Για την Κάρεν Βαν Ντάικ πάντως η ελληνική έκδοση «είναι κάτι άλλο», σε κάθε περίπτωση. Και ευελπιστεί ότι θα προκαλέσει έναν απροκατάληπτο διάλογο, όπου δεν είναι απαραίτητο να υπάρξει πλήρης συμφωνία. «Θα ήθελα όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά να διαβάσουν την ανθολογία από την αρχή ως το τέλος. Συνιστά, αν θέλετε, ένα επιχείρημα το βιβλίο, προσπαθεί να περιγράψει πώς αντιδρά και πώς επιλέγει να εκφραστεί η λογοτεχνία μιας συγκεκριμένης εποχής, είναι μια κριτική παρέμβαση. Θα ήθελα να το διαβάσουν όχι μόνο για να δουν τι λέω εγώ ως επιμελήτρια, αλλά να δουν και πώς έχει οργανωθεί όλο αυτό το υλικό».
Τα «Μέτρα λιτότητας» χωρίζονται σε έξι επιμέρους ενότητες οι οποίες λειτουργούν ως ομόκεντροι κύκλοι που ανοίγουν και διευρύνουν τον χώρο της ποίησης, κύκλοι που θα μπορούσαν να συνεχίσουν κι άλλο, όπως εκτιμά η ίδια. «Είναι η πρώτη ελληνική ανθολογία που καταγράφει την ποίηση του Διαδικτύου και συγχρόνως την ποίηση που μεταναστεύει. Υπάρχουν πλέον εδώ άνθρωποι άλλων εθνοτήτων και γλωσσών που μιλούν και γράφουν στην ελληνική γλώσσα. Οι αρχαίοι έλεγαν ότι Ελληνας είναι όποιος μετέχει της ελληνικής παιδείας. Το φαινόμενο αυτό για πρώτη φορά αποτυπώνεται και εκδοτικά σε μια ανθολογία ελληνικής ποίησης» τόνισε η Κάρεν Βαν Ντάικ, η οποία μεταφράζει από τα δεκαέξι της χρόνια. Είχε μάλιστα ξεκινήσει με τον Γιάννη Ρίτσο και τα ποιήματα που είχε γράψει εκείνος την περίοδο της δικτατορίας.
Ακολούθησαν η Ρέα Γαλανάκη, η Μαρία Λαϊνά, η Τζένη Μαστοράκη. «Για αρκετά χρόνια, ωστόσο, δεν εντόπιζα κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε την ελληνική ποίηση. Τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια όμως η κατάσταση άλλαξε θεαματικά, έβλεπα ότι κάτι διαφορετικό και σημαντικό είχε αρχίσει να συντελείται. Η ποίηση, από τα λογοτεχνικά περιοδικά ως το Διαδίκτυο, άρχισε να πληθαίνει, να πληθαίνει αισθητά. Καινούργια ποίηση άρχισε να εμφανίζεται παντού –να, αυτό με ενδιαφέρει πάρα πολύ, το πού εμφανίζεται η ποίηση και ποιοι τη δημιουργούν –και αποδεικνύεται τόσο πλατύ και ποικιλόμορφο το σώμα αυτής της γραφής, που δεν μπορεί ούτε να κατηγοριοποιηθεί εύκολα ούτε να περιοριστεί από ιδεολογικές παραμέτρους».

«Η ανθολογία δεν είναι μανιφέστο»

Ιδεολογία, πολιτική, κρίση. Πολλοί εξέφρασαν αμφιβολίες ή αμφισβήτησαν ευθέως τα κίνητρα της Κάρεν Βαν Ντάικ. «Μου δίνετε την ευκαιρία να πω ότι αυτό δεν είναι ένα βιβλίο που αφορά ευθέως την ελληνική κρίση. Περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Στην ουσία αποτυπώνει τις επιπτώσεις που έχουν αυτές οι συνθήκες στη συνείδηση των ποιητών και στον τρόπο που εκφράζονται. Η συγκεκριμένη ανθολογία δεν είναι ένα μανιφέστο. Δεν είναι για την κρίση, όπως υποστηρίζουν κάποιοι που κατηγορούν γενικώς την έκδοση, εξαιτίας ενός μότο του πρώην υπουργού Γιάνη Βαρουφάκη που μπήκε στην πρώτη έκδοση. Υπάρχουν άλλες δύο εκδόσεις χωρίς το μότο. Και είναι άδικο μια στρατηγική μάρκετινγκ που επιλέχθηκε στην αρχή να βαραίνει το εγχείρημα, επικαλύπτοντας την ουσία του.
Επιπροσθέτως, φαίνεται ότι δεν έγινε κατανοητό και το λογοπαίγνιο του τίτλου, η πολυσημία του, αν προτιμάτε. Η ουσία της ποίησης συμπυκνώνεται στο να κάνεις περισσότερα έχοντας λιγότερα, να διαχειρίζεσαι τους περιορισμούς σαν πλούτο, όπως ακριβώς μας δείχνει το ποιητικό μέτρο. Αρα δεν μιλάμε μόνο για μια απάντηση στα οικονομικά μέτρα λιτότητας. Μιλάμε για ένα εξίσου δραστικό είδος λιτότητας που αφορά την ίδια την ποίηση. Τι συνέβη όμως με όλες αυτές τις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν; Οσοι δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο νομίζουν ότι πρόκειται απλώς για μια στρατευμένη ποίηση, με την πολύ στενή έννοια του όρου. Και όμως, δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει τον τόμο για να διαπιστώσει ότι δεν ισχύει αυτό. Οι σχέσεις αυτών των ποιητών με την ιστορία και τα σύγχρονα γεγονότα είναι πολύμορφες, άλλοτε δηλώνονται απροκάλυπτα πράγματι και άλλοτε υπαινικτικά, πάντοτε όμως ωθούν τη γλώσσα στα όριά της, ζητώντας της να συμπεριλάβει περισσότερα, να είναι πιο ανοιχτή. Διότι η γλώσσα δεν έχει σύνορα».

Κοσμοπολίτες και Λωτοφάγοι

Τότε η Κάρεν Βαν Ντάικ διάβασε κάτι που γράφτηκε στο αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker», ένα σχόλιο για το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανθολογίας: την άρνησή της να οριστικοποιήσει ποια γραφή είναι ή δεν είναι πολιτική. «Μου αρέσει αυτή η προσέγγιση. Αλλωστε η ποίηση δεν ανήκει ποτέ σε μια χώρα. Κινείται, περνάει σύνορα, ακολουθεί μια δική της «διασπορά». Αυτό είναι το μάθημα που αποκόμισα απ’ όλο αυτό, η ποίηση δεν περιορίζεται από τα πολιτικά γεγονότα, αλλά είναι η ίδια πολιτικός λόγος. Η ποιητική παραγωγή αψηφά όχι μόνο την οικονομική κρίση, αλλά και τη διαίρεση των ανθρώπων σε έθνη, κοινωνικές τάξεις και φύλα». Η ίδια υποστηρίζει ότι οι ποιητές της περιόδου της δικτατορίας (η γενιά του ’70) έχουν τη μερίδα του λέοντος στην επιρροή της νέας γενιάς ποιητών. Πώς τεκμηριώνεται αυτό; «Από το γεγονός ότι οι νεότεροι διαβάζουν πολύ λ.χ. την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ή την Τζένη Μαστοράκη. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο και τι κυκλοφορεί π.χ. στα προσωπικά τους ιστολόγια. Αλλά και αυτές διαβάζουν πολύ τους νεότερους. Τεκμηριώνεται επίσης από το ότι οι νεότεροι μεταφράζουν πολύ, όπως και αυτές, που είναι κάτι σαν «μάνες» τους. Εκείνη η γενιά είχε ίσως καταλάβει ότι δεν μπορούσε να βγει έξω από τα σύνορα, όπως της έπρεπε, λόγω των συνθηκών. Ετσι το βλέπω εγώ: τα σημερινά παιδιά είναι σαν να κάνουν και να λένε, κατά μία αποφασιστική έννοια, αυτό που θα ήθελαν πολύ να κάνουν και να πουν εκείνες τότε. Μοιράζονται μια κοσμοπολίτικη αντίληψη για τα πράγματα. Σήμερα αυτό μπορεί να ξεδιπλωθεί καθαρά, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι ετερογενής μ’ έναν τρόπο που τότε δεν θα μπορούσε να είναι με τίποτα».
Κοσμοπολίτες και μεταφραστές όμως υπήρξαν και παλαιότερα, της επισημάναμε, οι ποιητές και οι λογοτέχνες της γενιάς του ’30. «Ασφαλώς. Η γενιά του ’30 ήταν σπουδαία και είχε μεγαλύτερη σχέση με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία παρά με τον εθνοκεντρισμό με τον οποίο επιφορτίστηκε αργότερα. Δεν ήταν μόνο η ιδέα της ελληνικότητας σημαντική σε εκείνη τη γενιά. Αλλά το κλίμα εδώ ήταν εσωστρεφές. Δεν αφορούσε όμως τους ίδιους τους δημιουργούς. Ούτε, βεβαίως, τον ίδιο τον Καβάφη παλαιότερα. Σε κάθε περίπτωση, μετά τη γενιά του ’30 κάτι έκλεισε, κάτι αναδιπλώθηκε. Και, ξέρετε κάτι, η σημερινή ποίηση μου λέει ότι η Ελλάδα ξανοίγεται ξανά στον κόσμο» τόνισε η Κάρεν Βαν Ντάικ. «Οι νέοι ποιητές και οι νέες ποιήτριες αντιδρούν, κάνουν κάτι δημιουργικό, μετουσιώνοντας τις δυσχερείς συνθήκες, φαντάζονται πραγματικότητες ριζικά διαφορετικές. Το ενδιαφέρον είναι λ.χ. ότι δεν ασχολούνται και πολύ με τη μυθολογία, με τον Οδυσσέα ή την Πηνελόπη, και αν το κάνουν θα ασχοληθούν με τους Λωτοφάγους. Κάτι λέει αυτό.
Απουσιάζει ο προβληματισμός για την εθνική ταυτότητα και οι αρχετυπικές εικόνες του φωτός και της θάλασσας όπως τις γνωρίζουμε από τους δύο νομπελίστες ποιητές της Ελλάδας. Δεν καταπιάνονται με υπερβατικά σχήματα, είναι προσηλωμένοι στη γη οι νέοι ποιητές και οι νέες ποιήτριες, στο ανθρώπινο μέτρο. Και, εν γένει, δεν ασχολούνται πολύ με το παρελθόν. Οι ποιητές αυτοί έχουν εν τέλει περισσότερη σχέση με το παρόν. Θα σας έλεγα και με το μέλλον. Οπως γράφει η Ελληνοκούρδισσα ποιήτρια Χίβα Παναχί: «Τα όνειρα έρχονται από μακρινά μέρη / Η πέτρα, τα πουλιά και εγώ παίρνουμε νέα μορφή ζωής». Βλέπω μέσα από αυτό που κάνουν πώς θα είναι η Ελλάδα σε κάποια χρόνια από σήμερα».

Ενας αυτόνομος φορέας για τη μετάφραση

Και επεσήμανε, ως μεταφράστρια ακριβώς, κάτι θεμελιώδες προς το τέλος της κουβέντας μας η Κάρεν Βαν Ντάικ. «Υπάρχει σήμερα ένα μεγάλο θεσμικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει ένας φορέας αποκλειστικά για τη μετάφραση, που θα φροντίζει για την προώθηση όχι μόνο της ελληνικής λογοτεχνίας αλλά και της επιστήμης στο εξωτερικό. Το ΕΚΕΒΙ –που δεν υφίσταται πλέον –έκανε πολλά θετικά, κατά τη γνώμη μου. Ας δούμε όμως πώς λειτουργεί λ.χ. το Ινστιτούτο Ραμόν Λιουλ στην Καταλωνία. Ας το δούμε αυτόνομα, έναν φορέα σταθερό που θα υπερβαίνει ένα τμήμα, ένα πανεπιστήμιο, μια κυβέρνηση, ένα κόμμα. Δεν αρκούν μονάχα οι μεγάλοι οραματιστές, που ευτυχώς υπάρχουν ακόμα σε όλον τον κόσμο. Χρειάζεται σύστημα και πρόγραμμα. Ενα κέντρο μετάφρασης που θα λειτουργήσει ως σημείο συνεύρεσης και συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στον κόσμο. Είμαστε πολλοί αυτοί που θα συντρέξουμε».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ