Zίγκφριντ Kρακάουερ
Η γραφομηχανούλα. Nietzsche ex machina
Mετάφραση Νικήτας Σινιόσογλου
Eκδόσεις Κίχλη, 2017
σελ. 75, τιμή 9,80 ευρώ
Η τεχνολογία της γραφής είχε ανέκαθεν στενή σχέση με την ίδια τη γραφή και καθόριζε τη διαδικασία της. Η χάραξη σε πέτρα, μέταλλο ή περγαμηνή, το φτερό της χήνας, η πένα και το μελανοδοχείο, το πέρασμα στη γουτεμβέργεια δημοκρατία και η γοητεία του έντυπου κειμένου συνδηλώνουν ολόκληρους κόσμους και νοοτροπίες. Ο γράφων (ο απλός γραφιάς ή ο συγγραφέας περιωπής) δημιουργεί μια σχέση στοργής, τρυφερότητας, ακόμη και εξάρτησης, που εγγίζει τα όρια του φετιχισμού με το εργαλείο που υλοποιεί τις ιδέες του, τις κάνει γραπτό, γεγονός οπτικό και απτικό.
Πόσοι, ακόμη και σήμερα, επιμένουν να γράφουν με μολύβι και να σβήνουν με γομολάστιχα ή να χρησιμοποιούν στιλό μελάνης, αρνούμενοι να χρησιμοποιήσουν γραφομηχανή ή υπολογιστή, φοβούμενοι ότι η αλλαγή θα μπορούσε να αποβεί βλαπτική στη γραφή τους, να ανακόψει τον ρυθμό τους. Και πόσοι άλλοι υιοθετούν την οιαδήποτε τεχνολογική ευκολία ή καινοτομία προκειμένου να πειραματιστούν με το «καινούργιο», να δουν πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει τη γραφή τους, να επιταχύνει τη ροή και την τάξη των σκέψεών τους. Η σημερινή εξάπλωση της οθονικής γραφής με τη χρήση του υπολογιστή, σχετικά πρόσφατο κεκτημένο, μας κάνει να λησμονούμε πόσο επαναστατικό και ρηξικέλευθο εργαλείο υπήρξε άλλοτε η χειροκίνητη γραφομηχανή.
Tην πρωτόγνωρη αυτή αίσθηση αποδίδουν καλά τα δύο κείμενα που συστεγάζονται στο παρόν τομίδιο. Ο Siegfried Kracauer (1889-1966), γνωστός ως θεωρητικός του (γερμανικού μεσοπολεμικού ιδιαίτερα) κινηματογράφου και ανατόμος της αστικής καθημερινότητας, ανήκει στη χορεία των μαθητών του Georg Simmel που όξυνε το ερευνητικό βλέμμα πάνω στην «τοπογραφία του κοινωνικού χώρου». Η ανεστιότητα, η αλλοτρίωση, η περιπλάνηση στις μεγάλες μητροπόλεις (flânerie), η ζωή μέσα στην ανωνυμία του πλήθους, στην ένταση και στον παλμό των δρόμων είναι μια θεματική που ο Κρακάουερ μοιράζεται ως συνοδοιπόρος (μολονότι σταθερά αουτσάιντερ) των εκπροσώπων της «κριτικής θεωρίας» (της λεγόμενης Σχολής της Φρανκφούρτης): διατηρεί στενούς, φιλικούς δεσμούς, λόγου χάριν, με τον Αντόρνο και τον Μπένγιαμιν, αναγκασμένος και ο ίδιος, λόγω εβραϊκής καταγωγής, να εγκαταλείψει τη χιτλερική Γερμανία, εγκαθιστάμενος αρχικά στο Παρίσι (1933-1941) και κατόπιν, ισοβίως, στις ΗΠΑ: δεν θέλησε να επιστρέψει στη μεταπολεμική Ευρώπη. Η Γραφομηχανούλα είναι κείμενο γραμμένο προπολεμικά για τη «Frankfurter Zeitung» (1927) και θα ενταχθεί αργότερα στον τόμο Δρόμοι στο Βερολίνο και αλλού, όπου ο Κρακάουερ ξεδιπλώνει την ποιητική του άστεως.

Σαν τα πόδια των φλαμίνγκο

Σύμβολο μιας μαζικοποιημένης νεωτερικότητας, η μικρή, κομψή γραφομηχανή μπαίνει μια μέρα στη ζωή του και αλλάζει τους ρυθμούς και τις συνήθειές του. Περιορίζει τις εξόδους του, απομονώνεται σταδιακά από τους φίλους του, καταγοητευμένος, ερωτευμένος με τη «γραφομηχανούλα» του: «Το σύστημα των στοιχειοφόρων ράβδων είναι λεπτεπίλεπτο σαν τα πόδια των φλαμίνγκο». Χτυπά συνεχώς τα πλήκτρα της ακόμη κι έτσι, χωρίς πρόγραμμα και ειρμό, γράφοντας σκόρπιους αριθμούς και γράμματα, στοιβάζοντας φύλλα χαρτιού στο δωμάτιο μόνο και μόνο για να ακούει το χαρούμενο κουδούνισμά της, σαν τρυφερή ανταπόκριση στη δική του λατρεία. Το τάκου-τάκου του πληκτρολογίου, σαν αργαλειός που υφαίνει το γλωσσικό πανί (text), του δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας τεχνικής παντοδυναμίας: τυπώνει κατά βούληση, παίζει, πειραματίζεται, στήνει ένα μικρό ατομικό τυπογραφείο στην κάμαρά του.
Εως ότου η γραφομηχανούλα αρρώστησε: ένα πλήκτρο της έπαθε εμπλοκή και έμεινε όρθιο στον αέρα. Ο τεχνικός που καλείται να γιατρέψει το αγκυλωμένο ποδαράκι του φλαμίνγκο αντιμετωπίζεται ως εισβολέας στον ιδιωτικό χώρο της μηχανούλας και του γράφοντος, ως άξεστος αντεραστής που ανασηκώνει ψηλά την παθούσα, επιθεωρεί ανενδοίαστα τα κατώτερα μέρη της και βγάζει τα κατσαβίδια και τις τανάλιες του για να σκαλίσει τα σπλάχνα της. Σοκαρισμένος ο αφηγητής από την απρέπεια, εύχεται τελικά να καταστραφεί η μηχανούλα, αφού υπέκυψε στη βία του ξένου άνδρα: όλη η τρυφερότητα και η λατρεία που της είχε εξανεμίζονται. Εφεξής δεν είναι παρά μία ανάμεσα στις τόσες και τόσες της μαζικής παραγωγής, εύκολα αντικαταστατή, εναλλάξιμη. Ο χειριστής της, απελευθερωμένος από το πάθος του, ξαναβρίσκει τους φίλους του, την εξωστρέφειά του, τις ηδονικές απολαύσεις της καθημερινότητας: χρησιμοποιεί σαν αντικείμενο τη γραφομηχανούλα, διεκπεραιώνοντας λογαριασμούς και τυπική αλληλογραφία και το δωμάτιο είναι πλέον πάντα συγυρισμένο. Η μαγεία και η απομάγευση, η απομύθευση της σύγχρονης τεχνολογίας συμπυκνωμένες σε ένα μικρό εφημεριδογράφημα.

Πειραματισμοί στη γραφόσφαιρα

Πολλά χρόνια νωρίτερα, γύρω στο 1882, όταν ο Νίτσε είχε αρχίσει να χάνει την όρασή του και να δυσκολεύεται στο γράψιμο, η αδελφή του τον εφοδιάζει με μια από τις πρώτες γραφομηχανές στην Ιστορία, σχεδιασμένη από τον Malling Hansen και αποκαλούμενη «γραφόσφαιρα». Σε απαντητικές επιστολές στην αδελφή του αλλά και στην αλληλογραφία του με άλλους φίλους εντοπίζεται ο ενθουσιασμός του φιλοσόφου για αυτό το καινοτόμο εργαλείο γραφής: «Η γραφομηχανή με συναρπάζει περισσότερο απ’ όλα τα γραπτά». Επισημαίνεται και εδώ μια τάση ανθρωποποίησης της μηχανής («Από προχθές η γραφομηχανή μου αρνείται τις υπηρεσίες της. Τι αίνιγμα!») και ταύτισης μαζί της, όπως δηλώνει ένα μικρό δακτυλόγραφο ποίημα: «Η γραφόσφαιρα είναι ένα πράγμα σαν κι εμένα από ατσάλι / κι ωστόσο εύκολα στραπατσάρεται κυρίως στα ταξίδια / Υπομονή και τακτ οφείλει να διαθέτει κανείς μπόλικα / και δαχτυλάκια λεπτεπίλεπτα, για να μας χειριστεί».
Σε αυτή τη γραφομηχανή ο Νίτσε σχεδιάζει να σκαρώσει μια ποιητική συλλογή (Πεντακόσιες σημειώσεις για τραπέζι και τοίχο: Για τρελό από χέρι τρελού): τα σωζόμενα δακτυλόγραφα πιστοποιούν πειραματισμούς κάθε λογής –προφανώς η συνέργεια με το νέο μέσον ωθούσε προς νέες απόπειρες. Στο τέλος τού παρόντος τομιδίου παρατίθενται δείγματα της δακτυλόγραφης νιτσεϊκής αλληλογραφίας και των μικρών αυτών ποιητικών σχεδιασμάτων του (τα πάντα πληκτρολογημένα με κεφαλαιογράμματη γραφή). Είναι επίσης ενδεικτικό της ανθρωποποιημένης μηχανής το γεγονός ότι αυτή παρακολουθεί τη δική του δυσθυμία: «Η γραφομηχανή αχρηστεύθηκε· διότι ο καιρός είναι θολός και νεφελώδης, άρα υγρός: οπότε, κάθε φορά η μελανοταινία γίνεται κι αυτή υγρή και κολλώδης, με αποτέλεσμα κάθε γράμμα να μένει ξεκρέμαστο και το κείμενο να μη διακρίνεται καθόλου».
Η εισαγωγή τού (και μεταφραστή) Νικήτα Σινιόσογλου βοηθάει τον έλληνα αναγνώστη να εντάξει τα παρόντα κείμενα στα πολιτισμικά και ιστορικά τους συμφραζόμενα. Αψογα τεχνουργημένα με την τυποεκδοτική φροντίδα της Κίχλης και φιλοξενούμενα στη σειρά Τα Αστεγα, είναι κείμενα που αναδεικνύουν μοναδικά ένα Γραφομηχανής εγκώμιον, καμωμένο στις απαρχές και στην ακμή του νεωτερικού αυτού εργαλείου γραφής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ