Robert Seethaler
Μια ολόκληρη ζωή

Μετάφραση Γιάννης Καλιφατίδης
Εκδόσεις Utopia, 2017, σελ. 166, τιμή 14 ευρώ
Ολα αρχίζουν με μια επίπονη σκηνή, μια φλεβαριάτικη ημέρα του 1933, σε κάποια απομακρυσμένη γωνιά των Αυστριακών Αλπεων, εκεί όπου «η αιώνια παγωνιά ροκανίζει τα πάντα». Το χιόνι πέφτει πυκνό και επιβλητικό, το κρύο είναι τσουχτερό. Και ο «κουτσοπόδαρος» Αντρέας Εγκερ προσπαθεί –με ένα ξύλινο σαμάρι και γνήσια αυταπάρνηση –να διασώσει έναν σκελετωμένο και κάτωχρο σαν φάντασμα γιδοβοσκό, τον Γιοχάνες Καλίσκα, ο οποίος έχει όρεξη –εκείνη τη δύσκολη ώρα! –για βαθυστόχαστες κουβέντες περί του νοήματος της ζωής και του θανάτου· τον τελευταίο μάλιστα τον ταυτίζει με την Κυρά των Πάγων.

Η ζωή ενός απλού ανθρώπου


Ακολουθεί το γοτθικό της πορτρέτο: «Περιπλανιέται στο βουνό και σέρνεται αθόρυβα στην κοιλάδα. Εμφανίζεται όποτε της κάνει κέφι και αρπάζει ό,τι χρειάζεται. Δεν έχει ούτε πρόσωπο ούτε φωνή. Η Κυρά των Πάγων έρχεται, αρπάζει και φεύγει. Αυτό είναι όλο. Στο διάβα της σε αδράχνει, σε παίρνει μαζί της και σε ρίχνει σε μια βαθιά τρύπα. Και στο τελευταίο μπάλωμα του ουρανού που αντικρίζεις, προτού σε σκεπάσει μια για πάντα το χώμα, η αφεντιά της εμφανίζεται για στερνή φορά και σβήνει από μέσα σου τη ζωή με το παγερό χνότο της. Και το μόνο που σου απομένει είναι το σκοτάδι. Και η παγωνιά». Και ενώ ο άλλος, φοβισμένος και λαχανιασμένος, αγωνιά μη και του πεθάνει στα χέρια, ο ανήμπορος «Τραγοχάνες» βρίσκει την ευκαιρία και εξαφανίζεται με εντυπωσιακή σβελτάδα, δεν αφήνει τον καλό Σαμαρείτη να ολοκληρώσει τη γενναιόδωρη πράξη του. Εκτοτε οι πάντες θα αγνοούν την τύχη του. Ωσπου κάποια στιγμή, πάμπολλα χρόνια αργότερα δηλαδή, ο Αντρέας, έχοντας πλέον πατήσει για τα καλά τα εβδομήντα του, θα παρακολουθήσει τη μεταφορά ενός παράξενου φορτίου. Θα δει έναν άντρα σε φορείο, έναν νεκρό με το κορμί του σκεβρωμένο. «Το κουφάρι του είχε συντηρηθεί δεκαετίες ολόκληρες στον πάγο». Ενα πόδι τού έλειπε μονάχα.
Ο Εγκερ πάντως συγκλονίζεται, γιατί ανάμεσα στη φυγή τού «Τραγοχάνες» και στη μακάβρια επανεμφάνισή του είχε μεσολαβήσει σχεδόν μια ολόκληρη ζωή, η δική του, η ζωή ενός απλού ανθρώπου. Αυτήν ακριβώς εξιστορεί, με απέριττο και ευθύβολο ύφος, στο σύντομο αλλά υπέρκομψο μυθιστόρημά του ο Αυστριακός Ρόμπερτ Ζέεταλερ. Το βιβλίο του «Μια ολόκληρη ζωή» (Ein ganzes Leben) σημείωσε μεγάλη επιτυχία στον γερμανόφωνο κόσμο και το 2016 (μεταφρασμένο στα αγγλικά) διεκδίκησε το Διεθνές Βραβείο Booker, φτάνοντας μέχρι τη βραχεία λίστα.
Ο πρωταγωνιστής Αντρέας Εγκερ είχε μάθει από πολύ νωρίς στη σιωπή των βουνών και στον κάματο. Στην κοιλάδα –την όμορφη και επικίνδυνη επικράτεια όπου κινείται, η οποία είναι και το σταθερό σκηνικό της αφήγησης –είχε φτάσει το καλοκαίρι του 1902, μικρό παιδί ακόμα κι ορφανό, πάνω σε ένα ιππήλατο κάρο. Οι αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία είναι αποσπασματικές και ξεθωριασμένες. Αλλωστε η αίσθηση που έχει για τον χρόνο –καθώς μεγαλώνει και ανατρέχει στις σημαντικές στιγμές του παρελθόντος του –είναι συγκεχυμένη, και τέτοια θα παραμείνει ως την τελευταία του πνοή.
Με τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να ξεχάσει λ.χ. τη μορφή του αγρότη Χούμπερτ Κραντζστόκερ, του βάναυσου συγγενούς από την πλευρά της μητέρας του, ο οποίος τον περιμάζεψε μόνο και μόνο για το περιεχόμενο του δερμάτινου πουγκιού –κάμποσα χαρτονομίσματα –που είχε περασμένο στον λαιμό του. «Ηταν ένα πλάσμα καταδικασμένο να μοχθεί, να προσεύχεται και να τουρλώνει τον πισινό του στη βίτσα» ο Αντρέας Εγκερ, διότι ο θείος του τον τιμωρούσε με την πρώτη ευκαιρία, ώσπου «μες στο κορμάκι του αγοριού ακούστηκε ένας ξερός ήχος σαν κλαδί που σπάζει». Κάπως έτσι σακατεύτηκε το δεξί του πόδι. Και παρ’ όλο που ένας χειροπράκτης επανέφερε στη θέση του το μηριαίο οστό, εκείνος θα κούτσαινε για το υπόλοιπο του βίου του. Ωστόσο «ήταν λες και η φύση έκανε το παν για να επανορθώσει το κουσούρι του», ήταν λες και η μοίρα του έδωσε ένα αντίδωρο. Ο ίδιος περπατούσε αργά, μιλούσε αργά, σκεφτόταν αργά. Ηταν όμως δυνατός σαν λιοντάρι. Και αξιοπρεπής. Αναλάμβανε κάθε λογής εργασία και την έφερνε εις πέρας με ευσυνειδησία και χωρίς γκρίνια. Δεν ήταν αγρότης, ούτε και θέλησε να γίνει. Δεν ήταν ούτε τεχνίτης, ξυλοκόπος ή γελαδάρης. Στην πραγματικότητα, έβγαζε το ψωμί του με χαμαλοδουλειές, ως ανειδίκευτος εργάτης για όλες τις εποχές και τις περιστάσεις. Και σε αυτό το πλαίσιο τον προσέλαβε ο προσωπάρχης της Εταιρείας Μπίτερμαν & Υιοί, η οποία είχε αναλάβει να κατασκευάσει το πρώτο τελεφερίκ στον τόπο του. «Ενιωθε σαν ένα μικρό αλλά διόλου ασήμαντο γρανάζι μιας γιγαντιαίας μηχανής με το όνομα Πρόοδος» σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Ζέεταλερ για τον ήρωά του, έναν άνθρωπο που «υπέμενε όλες τις αλλαγές με σιωπηλή απορία».
Ο Αντρέας Εγκερ βίωσε τραυματικά τον έρωτα. Μια χιονοστιβάδα σάρωσε σαν γιγαντιαία γροθιά την καλύβα του και κατέθαψε την αγαπημένη και εγκυμονούσα γυναίκα του, τη Μαρί, της οποίας το χαμόγελο –και εκείνη την τοξωτή κατακόκκινη ουλή στον αυχένα που έμοιαζε με μισοφέγγαρο –δεν λησμόνησε ποτέ. Βίωσε όμως και τον πόλεμο, ως κληρωτός στις τάξεις της Βέρμαχτ. Συνολικά έμεινε για περισσότερα από οκτώ χρόνια στη Ρωσία, δύο μήνες στο μέτωπο και το υπόλοιπο διάστημα σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, κάπου στην αχανή στέπα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Το γράμμα που σκαρώνει προς τη μακαρίτισσα, υπό εξευτελιστικές συνθήκες, ανήκει στις πλέον συγκινητικές εξάρσεις ενός κειμένου που, κατά τα λοιπά, απελευθερώνει τη λανθάνουσα δύναμή του στις περιγραφές, είτε ο Ζέεταλερ περιγράφει τα χέρια του πρωταγωνιστή με φαινομενολογικό ενθουσιασμό (σελ. 118-119) είτε καταπιάνεται, λ.χ., με τις δροσοσταλίδες «που κρέμονταν από τα λογχωτά φύλλα και έκαναν ολόκληρο το λιβάδι να λαμπυρίζει, σαν να ήταν κατάσπαρτο με γυάλινες χάντρες».

Ενα επικό εγχείρημα

Η συνάντηση του Αντρέας Εγκερ με δύο «γεροντάκια» που έχουν πάρει τα βουνά θα τον οδηγήσει κατόπιν και σε μια νέα ασχολία, αυτή του ξεναγού, του «οδηγού βουνού». Θα εμπλακεί δηλαδή και αυτός αναπόφευκτα, υπό μία έννοια, στην επεκτατική τουριστική ανάπτυξη προτού αποσυρθεί οριστικά σε μια εγκαταλελειμμένη «στάνη που ήταν σκαμμένη σαν σπηλιά» σε κάποια πλαγιά. Ο Ρόμπερτ Ζέεταλερ (ο συγγραφέας είναι και ηθοποιός, έπαιξε έναν ρόλο στη «Νιότη» του Πάολο Σορεντίνο) έπλασε έναν χαρακτήρα που δεν αποζητεί παρά μόνο την ησυχία του. Και αυτό δεν είναι καθόλου απλό. Αντιθέτως, ιδίως στους αστόχαστα πολύβουους και ταχύτατους καιρούς μας, φαντάζει ένα επικό εγχείρημα. Η μετάφραση του Γιάννη Καλλιφατίδη από τα γερμανικά είναι υψηλού επιπέδου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ