Πολύμνια Αθανασιάδη
Η άνοδος της μονοδοξίας στην ύστερη αρχαιότητα
Μετάφραση του αρχικού γαλλικού κειμένου Ειρήνη Μητούση
Εκδόσεις Εστίας. 2017
σελ. 260, τιμή 19 ευρώ
Μέχρι σχετικά πρόσφατα το ιστοριογραφικό τοπίο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όριζε ένα εξελικτικό μοντέλο ανόδου, ακμής, παρακμής και πτώσης κωδικοποιημένο στην κλασικότερη ίσως μορφή του στο έργο του μεγάλου βρετανού ιστορικού του 18ου αιώνα Εντουαρντ Γκίμπον. Προσέγγιση με πολλά χρέη στην αιτιοκρατική ερμηνεία της ιστορίας, υπήρξε ένα από τα «μεγάλα αφηγήματα» που αμφισβητήθηκαν και ξεπεράστηκαν στη δεκαετία του 1970, όταν μια νεότερη γενιά ιστορικών με προεξάρχοντα τον ιρλανδό καθηγητή του Πρίνστον Πίτερ Μπράουν πρόκρινε ως προσφορότερο ένα διαφορετικό πρότυπο ανάγνωσης: την κλασική ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα διαδεχόταν πλέον η «ύστερη αρχαιότητα», μια ενδιάμεση εποχή αναδιάρθρωσης ιδεών και πολιτισμικών ευαισθησιών η οποία θα απέληγε τελικά στους μέσους χρόνους μετά τον 8ο αιώνα.
«Η άνοδος της μονοδοξίας στην ύστερη αρχαιότητα» της Πολύμνιας Αθανασιάδη εντάσσεται σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ερμηνείας της «παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» προκειμένου να αναπτύξει ένα διττό επιχείρημα με ιστοριογραφικό όσο και ιστορικό χαρακτήρα. Κατά την Αθανασιάδη η πρόσληψη της ύστερης αρχαιότητας ως περιόδου «ήπιας βίας» οφείλεται περισσότερο στην υιοθέτηση ενός ορισμένου ιδεολογικού φόρτου παρά στο σώμα των ιστορικών τεκμηρίων. Αντίθετα, οι πρώτοι μεταχριστιανικοί αιώνες χαρακτηρίζονται από τη βαθμιαία επικράτηση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας που υπέθαλψε το αυτοκρατορικό πρόγραμμα συγκεντρωτισμού της εξουσίας και ταύτισής της αρχικά με τον παγανισμό και στη συνέχεια με τη χριστιανική πίστη προκειμένου να υποστυλωθεί η κλονιζόμενη δομή του ρωμαϊκού κράτους.

Η μετάβαση στον θεοκεντρικό πολιτισμό

Εχοντας ως αφετηρία της σκέψης της τη λεγόμενη «κρίση του 3ου αιώνα π.Χ.», περίοδο έντονης πολιτικής και στρατιωτικής αστάθειας που απέληξε σε μια πιο απολυταρχική μορφή του αυτοκρατορικού θεσμού, η Αθανασιάδη προτάσσει μια αλληλουχία αυτοκρατόρων που διατυπώνουν και ολοκληρώνουν ένα σχέδιο στήριξης του ύστερου ρωμαϊκού κράτους σε μία θρησκεία. Δέκιος, Κωνσταντίνος, Ιουλιανός, Θεοδόσιος και Ιουστινιανός αποκλείουν τις πρότερες ανεκτικές πρακτικές, συγκροτώντας τελικά μια κοινή πολιτική πορεία παρά τη μεταξύ τους φαινομενικά μείζονα διαιρετική τομή μεταξύ «εθνικών» και χριστιανών. Αυτή η μετάβαση από τον κλασικό κόσμο στον μετακλασικό, «από έναν ανθρωποκεντρικό σε έναν θεοκεντρικό πολιτισμό δεν συντελείται, όπως το θέλει ο Πίτερ Μπράουν, μέσα σε κλίμα «ήπιας βίας», αλλά σε μιαν ατμόσφαιρα σημαδεμένη από αγριότητα και αναλγησία». Κατεδαφίσεις εμβληματικών ναών, όπως του Βήλου στην Απάμεια, του Σεραπείου στην Αλεξάνδρεια ή του Μαρνείου στη Γάζα, πήραν τη μορφή επιδρομών, οι οποίες με τη σειρά τους συνάντησαν αντίσταση διόλου αμελητέα.
Η γλώσσα του εκκλησιαστικού ιστορικού Θεοδώρητου Κύρρου, ο οποίος γράφει τον 5ο μ.Χ. αιώνα για την καταστροφή του ναού του Βήλου το 389, είναι χαρακτηριστική: ο επίσκοπος Απάμειας Μάρκελλος ήταν ο πρώτος «όπλω τω νόμω χρησάμενος» για να εξαλείψει τους ειδωλολατρικούς ναούς της πόλης. Η θρησκεία αποβαίνει πλέον το καθοριστικό κριτήριο της προσωπικής ταυτότητας και η θεολογική αλήθεια που την ορίζει αποκτά αποκλειστικό χαρακτήρα. Απόρροια των παραπάνω, το κλίμα της διάχυτης μισαλλοδοξίας και η βία ως πράξη στις θρησκευτικές διαμάχες αποδεικνύουν, κατά την Αθανασιάδη, ότι η πρόσληψη της ύστερης αρχαιότητας με τον τρόπο του Πίτερ Μπράουν τελεί ως προς τη συγκεκριμένη όψη της δέσμια μιας μεταμοντέρνας θεώρησης η οποία «με τη φιλελεύθερη ματιά της ανακαλύπτει παντού τα ευεργετήματα της πολυπολιτισμικότητας».

Το παλίμψηστο της ύστερης αρχαιότητας

Η μερική ιστοριογραφική αναθεώρηση ωστόσο δεν σημαίνει την εγκατάλειψη της μακράς διάρκειας της ύστερης αρχαιότητας ως αναλυτικού εργαλείου. Αντίθετα, η διερεύνηση της μονοδοξίας απλώνεται σε εύρος τριών εκατονταετηρίδων, από τον 3ο ως τον 6ο μ.Χ. αιώνα, γεφυρώνοντας την «υστερορωμαϊκή» και την «πρωτοβυζαντινή» περίοδο. Κομβικής σημασίας θεωρείται εδώ το διάταγμα του Δέκιου το 250 μ.Χ. με το οποίο οι ρωμαίοι πολίτες καλούνται να παράσχουν θυσία στους παγανιστικούς θεούς. Τέσσερις δεκαετίες μετά το διάταγμα του Καρακάλλα που απέδιδε την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, η πρωτοβουλία του Δέκιου δεν εστιάζεται, για την Αθανασιάδη, στον διωγμό των χριστιανών, ως είθισται, αλλά στη μεταβολή των όρων της σχέσης κράτους και υπηκόου: «κηρύττοντας το αδιαίρετο του πολιτικού και θρησκευτικού χώρου, ανήγαγε τον ρωμαϊκό παγανισμό σε κρατική θρησκεία».
Στην ουσία η άνοδος της μονοδοξίας συμπίπτει με την πορεία της πολιτικής εξουσίας προς τον συγκεντρωτισμό –μοναδική πίστη και μονοκράτορας αποτελούν στο εξής μοντέλο διακυβέρνησης: «από τον Δέκιο ως τον Κωνσταντίνο και από τον Κωνστάντιο ως τον Ιουλιανό, παρακολουθήσαμε τη συγκρότηση ενός ολοένα και πιο θεοκρατικού καθεστώτος, υποστηριζόμενου από μιαν ισχυρή πολιτικο-θρησκευτική ιδεολογία. Η συγκεκριμένη ιδεολογία –και άνευ σημασίας στα παρόντα συμφραζόμενα αν αυτή είναι προϊόν χριστιανικής ή παγανιστικής προέλευσης –αναγνωρίζει σε έναν ελέω Θεού ηγεμόνα το δικαίωμα να διαχειρίζεται κατά βούληση τις υποθέσεις της επίγειας πολιτείας». Τερματικός σταθμός της διαδρομής αυτής της απόλυτης επιβολής της εξουσίας σε συνειδήσεις, ιδέες και εκκλησιαστικό δόγμα λογίζεται ο Ιουστινιανός.

Η ταυτότητα της συγγραφέως

Επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πρίνστον, στην Οξφόρδη, στη Μόσχα και στο Παρίσι, πρώην καθηγήτρια Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η Πολύμνια Αθανασιάδη δίνει σε αυτό το ευσύνοπτο αλλά πλούσιο θεματολογικά και πραγματολογικά βιβλίο (το οποίο πρωτοεμφανίστηκε ως σειρά διαλέξεων στο Collège de France το 2006 και εν συνεχεία εκδόθηκε με επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη μορφή στα γαλλικά το 2010) ένα ερμηνευτικό πλαίσιο βάθους για την επικράτηση της «ενιαίας σκέψης» στην ύστερη αρχαιότητα. Ο καμβάς της αλληλένδετης ανάδυσης μονοδοξίας και μονοκράτορα εμφανίζει ανάγλυφη τη μεταβολή των ευαισθησιών και των συνειδήσεων, την «αποκοσμίκευση της αστικής ζωής» και την επικράτηση της σφαίρας της θρησκείας ως διανοητικού επίκεντρου του καθημερινού βίου.
Ως αποτέλεσμα προκύπτει μια διακριτή προοπτική στην οποία πρόσωπα και ιστορικές εξελίξεις φωτίζονται από ασυνήθιστες οπτικές γωνίες: ο Ιουλιανός, για παράδειγμα, αποβαίνει λιγότερο «αποστάτης» και περισσότερο υπερασπιστής της Ρώμης, οι χριστιανικές αιρέσεις αναδεικνύονται στο φόντο ενός πολιτισμικού συνεχούς, όχι περιορισμένες στα πολιτικοθρησκευτικά τους συμφραζόμενα. Και κοιτάζοντας προσεκτικά τις αντανακλάσεις μιας εποχής αντιφάσεων και μεταβάσεων, υπαινίσσεται η Πολύμνια Αθανασιάδη, μπορούμε ενδεχομένως να συναντήσουμε όψεις, αποσπασματικές ή μη, της δικής μας περίπλοκης ιστορικής στιγμής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ