Ζωντάνεψαν πάλι οι δρόμοι. Οι βιτρίνες γεμάτες απομιμήσεις ουρανού, αποσπάσματα ουρανού: Αστράκια, αγγελάκια, Μεσσίες, άστρον λαμπρόν, κι’ ανάμεσα σ’ αυτά πολλή γη: Ελκηθρα, μάγοι, χιόνια, ποιμένες, δέντρα, δώρα, και πάλι μάγοι. Και πολλοί άνθρωποι, που τριγυρνάνε για να αγοράσουν τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους, για τους ίδιους ή για τους άλλους. Πολύ χαρούμενοι οι άνθρωποι που ψωνίζουν. Λες και κάποιος τους είπε πως μπορούν να τ’ αγοράσουν όλα, μα όλα ανεξαιρέτως. Ακόμα κι’ αυτά που δεν υπάρχουν. Και που βέβαια, –είναι, ομολογώ, και για μένα άξιον απορίας,- πώς, αφού δεν υπάρχουν, πώς, από πού έγιναν και γίνονται τα ομοιώματά τους, τα όνειρα; Δεν ξέρω, είπα. Είναι και για μένα άξιον απορίας.
Ετσι λοιπόν. Πως μπορούν να τ’ αγοράσουν όλα, σα να τους είπε κάποιος κι’ αυτοί να το πίστεψαν. Τόσο χαρούμενοι. Αφού κι’ εγώ, που κάθομαι τώρα και κάνω τη σπουδαία, δηλαδή την κατασταλαγμένη, φαίνεται πως έχω παρασυρθεί.
Καθώς ελέγχω τα πράγματα που έχω σημειώσει στο μυαλό μου ν’ αγοράσω, διαβάζω: Κολόνιες, αναπτήρες, ένα ευρύχωρο καινούργιο χέρι, κεριά χρωματιστά, καμπάνες, έναν ερχομό, κούκλες, βιβλία, μια λήθη, χαρτοπετσέτες, ένα καταφύγιο, δίσκους με τραγούδια ή ποιήματα, μια ηρεμία, ένα άλμπουμ για φωτογραφίες, έναν υπάκουο χρόνο, ένα τραινάκι, μια άλλη χώρα, ένα άλλο τραινάκι, βροχή για το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μια αληθινή βροχή να ξεπλύνει όσα έφταιξαν, κι’ αν έφταιξα μόνο εγώ ας ξεπλύνει εμένα.
Τρελές αγορές. Κλείνω τον κατάλογο. Και βαδίζω προσεκτικά μην πέσει κάτω και σπάσει τίποτε απ’ αυτά τα ευκτέα.
Ο καιρός, έτσι μουντός που είναι, μ’ αρέσει από τη μια, και από την άλλη με γεμίζει τύψεις. Δεν ξέρω καλά να τον περιγράψω. Μα έχω διαρκώς την εντύπωση πως τριγυρνάει και κάνει ένα έργο ποιήσεως. Εγώ τον αποφεύγω. Δεν έχω τίποτα να του πω. Ούτε ένα στίχο. Και όμως υπάρχουν τόσα ποιήματα. Ολόκληρα θαυμάσια ποιήματα. Που κάποιος θα τα γράψει.
Αποφεύγω τον καιρό. Κι’ ενώ τον αποφεύγω, βγάζω ένα καθρεφτάκι και ρίχνω μέσα το πρόσωπό μου. Χαζεύω με το πώς επιπλέουν οι φθορές κόντρα στο νόμο της βαρύτητος. Το κρύβω γρήγορα-γρήγορα, πάω να πιω έναν καφέ.
Διαβάζω το ωροσκόπιό μου: Προσπαθήστε να έλθετε σ’ επαφή με άνθρωπο του Ταύρου…
Κάθομαι τώρα και σπάζω το κεφάλι μου να βρω ποιος άραγε από τους ανθρώπους που γνωρίζω ανήκει σ’ αυτό το σωτήρα αστερισμό. Μα εγκαταλείπω γρήγορα την προσπάθεια. Και αν το βρω, πώς «να έλθω σ’ επαφή»;
Ανοίγω τον κατάλογο των αγορών μου και προσθέτω: έναν άνθρωπο.
Το σημειώνω μ’ ένα κόκκινο τραγουδιστό μολύβι που μούχουν χαρίσει, και τόχω μονάχα για να γράφω όνειρα και ποιήματα.
Αγοράζω ένα λαχείο. Κι ένα μπαλόνι. Για τ’ άλλα βλέπουμε.

*Ενα χριστουγεννιάτικο διήγημα από το 1965