Peter Handke
Η αγωνία του τερματο­φύλακα πριν από το πέναλτι
Μετάφραση Αλέξανδρος Ισαρης
Εκδόσεις Gutenberg (Aldina), 2017
σελ. 177, τιμή 13 ευρώ
Οι συγγραφείς, ακόμη κι οι πιο σημαντικοί, δεν είναι αθώες περιστερές. Τα τελευταία χρόνια, εν τούτοις, υπάρχει μια τάση να ψάχνουν πολλοί να βρουν «σκελετό στην ντουλάπα τους». Τα παραδείγματα αφθονούν: από τον Καπισίνσκι, που του καταλόγισαν ότι ήταν πράκτορας των κομμουνιστικού καθεστώτος της Πολωνίας, ως τον Κούντερα, που τον κατηγόρησαν πως ήταν καταδότης. Και ο καλοπροαίρετος αναγνώστης αναρωτιέται: υπάρχει λόγος να διαβάζει κανείς το έργο ανθρώπων που κάποιοι τους προσάπτουν τέτοιες κατηγορίες; Εχουμε όμως και μια κατηγορία συγγραφέων που έχουν κάνει ό,τι μπορούν για να στρέψουν την κοινή γνώμη εναντίον τους και να δώσουν την καλύτερη αφορμή να αμαυρωθεί το έργο τους. Σε αυτούς ανήκει και ο αυστριακός συγγραφέας Πέτερ Χάντκε, που ακόμη και ο πλέον κακόπιστος δεν μπορεί να αρνηθεί πως ανήκει στα μεγαλύτερα ταλέντα της μεταπολεμικής γερμανόφωνης λογοτεχνίας.
Η κοινή γνώμη είχε σοκαριστεί όταν ο συγγραφέας αυτός, με πατέρα Γερμανό και μητέρα Σλοβένα, παρέστη το 2006 στην κηδεία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς (από τον οποίο είχε τιμηθεί παλαιότερα) και μάλιστα έβγαλε και λόγο μπροστά σε 20.000 άτομα.
Αλλά ο Χάντκε είναι σπουδαίος συγγραφέας που αξίζει να τον διαβάζει κανείς. Είναι πολύ καλύτερος από την Ελφρίντε Γέλινεκ και έδωσε έργα πρώτης γραμμής σε όλα τα είδη που υπηρέτησε: στο μυθιστόρημα, στο θέατρο με δύο από τα αιχμηρότερα έργα, το Βρίζοντας το κοινό και το Κάσπαρ, αλλά και στον κινηματογράφο και στην ποίηση: ποιος έχει δει λ.χ. τα Φτερά του έρωτα και δεν αισθάνθηκε να τον διαπερνά η απαράμιλλη ποιητικότητα του σεναρίου, που το έγραψε μαζί με τον σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς;
Ο Χάντκε αγαπήθηκε στη χώρα μας και πολλά έργα του μεταφράστηκαν ή μεταφέρθηκαν στη σκηνή. Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον των αναγνωστών περιορίστηκε αισθητά σε μεγάλο βαθμό λόγω της πολιτικής του στάσης. Το μυθιστόρημά του Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1990, παρέμεινε για πολλά χρόνια εκτός αγοράς. Εντάσσεται τώρα στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg στην παλιά εξαίρετη μετάφραση του Αλέξανδρου Ισαρη, ο οποίος την έχει βελτιώσει συνοδεύοντάς τη με μια πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή.

Ο Κάφκα και ο Καμί

Οι αναγνώστες θα διαπιστώσουν από τις πρώτες ακόμη σελίδες πως ο Χάντκε βγαίνει από τη μεγάλη παράδοση του Κάφκα. Ακόμη, πως ο ήρωάς του παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες ως χαρακτήρας με τον Μερσί στον Ξένο του Καμί. Το καφκικό (δεν θα έλεγα και φροϊδικό) Angst (που ο Ισαρης το μεταφράζει ως «αγωνία») χαρακτηρίζει τον ήρωα του Χάντκε.
Πρωταγωνιστής είναι ένας πρώην διάσημος τερματοφύλακας ονόματι Γιόζεφ Μπλοχ. Είναι το μόνο κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου. Τα υπόλοιπα, ενώ εντάσσονται αριστοτεχνικά στην αφήγηση, μοιάζουν παρείσακτα. Θα μπορούσε να είναι κάποια άλλα και πάντως λειτουργούν ως προφάσεις για τα όσα σκέφτεται και πράττει ο Μπλοχ.
Το τέχνασμα είναι καφκικό. Ο Χάντκε παρακολουθεί τον ήρωά του λεπτό προς λεπτό. Στον κινηματογράφο, στα γήπεδα όπου παρακολουθεί ποδοσφαιρικούς αγώνες, στους περιπάτους του, στα δωμάτια των ξενοδοχείων όπου μένει, στις αγωνιώδεις του προσπάθειες να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με γνωστούς του, στο πώς βλέπει το καθετί. Μολονότι τα πρόσωπα τα οποία συναντά δεν τα είχε ξαναδεί, αναφέρεται σε αυτά σαν να τα γνωρίζει από καιρό, αλλά όσα νομίζει ότι γνωρίζει στην ουσία δεν τα ξέρει. Εκείνο που ξέρει είναι η αγωνία του τερματοφύλακα κάτω από τα γκολπόστ τη στιγμή του πέναλτι.
Το πέναλτι αυτό έχει επίσης καφκικό περιεχόμενο. Είναι η ποινή. Ο πρώην τερματοφύλακας έχει όνομα, όμως τα υπόλοιπα πρόσωπα που συναντά και συναναστρέφεται δεν έχουν, εκτός από μια ταβερνιάρισσα και την ταμία του κινηματογράφου που λίγο πριν από τη δολοφονία της λέει «με λένε Γκέρτα». Αλλά ούτε τα ονόματα ενδιαφέρουν τον Μπλοχ. Τα πρόσωπα παρουσιάζονται με την ιδιότητά τους. Δεν είναι ωστόσο σκιές, αλλά παρουσιάζονται με ψυχρό ρεαλισμό που σε συνδυασμό με το άγχος του Μπλοχ δημιουργούν ένα πεδίο αδράνειας στο οποίο βυθίζεται από την αρχή ακόμη ο αναγνώστης.

Σαν αστυνομικό και σαν ταινία

Ο Χάντκε χρησιμοποιεί την τεχνική τού αστυνομικού μυθιστορήματος αλλά το βιβλίο του κάθε άλλο παρά αστυνομική λογοτεχνία θα το θεωρούσαμε, αφού ξέρουμε από την αρχή τον δολοφόνο. Χρησιμοποιεί επίσης – αριστοτεχνικά – την τεχνική του κινηματογραφικού μοντάζ.

Τι εικόνα σχηματίζουμε για τον Χανς Μπλοχ; Δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο. Και πουθενά δεν έχουμε την αίσθηση ότι ο Μπλοχ ψάχνει να βρει ποιος είναι. Μας λέει απλώς – και συνεχώς – τι τον ενοχλεί. Και ενώ όλα συμβαίνουν στο παρόν, εμείς διακρίνουμε έναν άνθρωπο που υπάρχει επειδή υπήρξε. Είναι επομένως ένα μαύρο πρόβατο, ένας «ξένος», τόσο για τον ίδιον όσο και για τους άλλους. Και αυτό διαχέεται στην ατμόσφαιρα, όπου σε μια φονική ουδετερότητα ό,τι υπάρχει χάνει τη σημασία του.
Οπως και ο Μερσό στον Ξένο, ο Μπλοχ γίνεται δολοφόνος από άγχος – που τον ακολουθεί και μετά τη δολοφονία. Σε αντίθεση όμως με το μυθιστόρημα του Καμί, εδώ δεν μαθαίνουμε αν συλλαμβάνεται. Ούτε μας διαφωτίζει η τελευταία σκηνή όπου χτυπιέται το πέναλτι και η μπάλα δεν πάει στα δίχτυα αλλά στα χέρια του τερματοφύλακα. Αυτό που ξέρουμε, και που επαναλαμβάνεται συνεχώς, είναι ότι τον ήρωα τον ενοχλούν τα πάντα, για τούτο και προσπαθεί να μην τα προσέχει. Ο Μπλοχ παραμένει «τερματοφύλακας», μολονότι εδώ και πολύ καιρό έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Και όπως κάθε τερματοφύλακας, πρέπει να είναι προσηλωμένος σε ένα πράγμα: στην μπάλα (οτιδήποτε και αν σημαίνει αυτό).
Το ψυχρό πάθος που αναδύεται από την αφήγηση και πιάνει τον αναγνώστη από τον λαιμό εκφράζεται με μια γλώσσα μοναδικής λιτότητας και έναν ρυθμό ο οποίος τον παρασύρει σε ένα σκοτεινό και ανερμήνευτο βάθος. Μεταφορικά μιλώντας, θα λέγαμε ότι το βιβλίο αυτό του Χάντκε είναι μια πρόωρη και μοναδική καταβύθιση στον κόσμο της απειλής και τον τρόμο της ύπαρξης που πέφτει σαν βαριά σκιά πάνω στην κοινωνία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ