Χρήστος Οικονόμου
Οι κόρες του ηφαιστείου
Πόλις, 2017
σελ. 215, τιμή 12,00 ευρώ
Θαρρείς κι ένας θειαφισμένος αέρας, εκλυόμενος από ηφαίστειο, έχει ραντίσει τα πρόσωπα (γυναικεία, στην πλειοψηφία) αυτών των διηγημάτων και μεταφέρει την παράξενη αύρα τους από κείμενο σε κείμενο.
Πλάσματα «φευγάτα», άλλα καθημερινά και γειωμένα, και άλλα απόκοσμα και φανταστικά, πολλές φορές συγχρωτιζόμενα σε συνθήκες ενός «μυστικού ρεαλισμού»: ο επουράνιος Πέτρος με τη συμβία του παρέα με έναν σχιζοειδή φύλακα άγγελο· η μικρή Κάσσια, πλάι στη χτυπημένη, αναίσθητη μητέρα της, πλάθει ζυμαρένια δόντια για να της αντικαταστήσει τα σπασμένα· η Μαρίνα, δημοσιογράφος βάρδιας, μόνη κι έρημη ανάμεσα σε άδεια γραφεία, ρεβεγιονάρει με μια περίεργη επισκέπτρια που ισχυρίζεται ότι είναι εγγονή του Στάλιν και την καταδιώκουν οι άνθρωποι του Πούτιν· μια άλλη Μαρίνα (ίσως και η ίδια, σε άλλη χρονική φάση) παραστέκεται στον ετοιμοθάνατο πατέρα της στο νοσοκομείο και εφευρίσκει παραμύθια για να του απαλύνει τον πόνο (ο παραμυθένιος μικρός ήρωας με το ατροφικό πόδι πλάθει επίσης ζυμάρι και το προσθέτει στο ελαττωματικό μέλος, πιστεύοντας σε ένα θαύμα που μπορεί να τον γιατρέψει)· τρεις απολυμένες από την επιχείρηση του ορυχείου που έχει κλείσει, ξαναβρίσκονται στον «στοιχειωμένο» τόπο της παλιάς εργασίας τους και νιώθουν ότι τις παρακολουθεί που τον παρακολουθούν· ένα αυτιστικό κορίτσι μεγαλώνει με δυο μαμάδες, πιστεύοντας ότι η «φίλη» της φυσικής της μητέρας είναι στην πραγματικότητα ερωτικό της ταίρι· μια μαστόρισσα επιδιορθώνει το χαλασμένο ψυγείο στο νοσοκομείο Παίδων και συνάμα καταγράφει μικρές σκηνές καθημερινότητας και αναγκαστικής συμβίωσης ετερόκλητων ομάδων σε αυτόν τον «τράνζιτο» χώρο· ένα ζευγάρι «ρομποτοποιείται» σε ένα νησί, σαν άλλος Τάλως (ο γιγάντιος χάλκινος φρουρός-προστάτης της Κρήτης, το πρώτο ρομπότ της Ιστορίας), θωρακίζεται με αυτοσχέδιες πανοπλίες αναλαμβάνοντας τη φύλαξη των ευάλωτων παιδιών του τόπου· ένας άνεργος («μεταπολυμένος ή ποστάνεργος») στήνει και ξεστήνει φανταστικές ιστορίες προβάροντας ονόματα στους ιδιόρρυθμους ήρωές του –στις ανασφάλειές του, η γυναίκα του τον καθησυχάζει: «Κάτι θα γίνει, θα δεις».
Μια νυχτερινή στιχομυθία, δραματοποιημένος διάλογος ενός ζευγαριού σε διακοπές, ανοίγει κύκλους στα νερά της μνήμης και της επώδυνης αυτογνωσίας· μια Μιράντα ανασύρει από το βάθος τριαντάχρονης θύμησης την έντονη εικόνα των τελευταίων στιγμών ενός αλόγου ενώ παρακολουθεί από τις κερκίδες (τσίρκου;) δώδεκα άτια να εκτελούν άψογα τις πιρουέτες και τους ελιγμούς τους: η χορογραφία τους διακόπτεται καθώς το γέρικο άλογο της ομάδας χάνει τις δυνάμεις του και σφαδάζει στο χώμα –στο τρομαγμένο μάτι του η Μιράντα, παιδί και συνάμα ενήλικη, συμφύρει το τότε με το τώρα και απογειώνει τους συνειρμούς της. Στο επιλογικό διήγημα, ο γερο-ναυτικός και το ζευγάρι που ακούει τις απίθανες ιστορίες του ανεβαίνουν στο ταρατσάκι και στέλνουν φωτεινά σήματα μορς στους ουρανούς αναβοσβήνοντας τον παλιό προβολέα που υπάρχει εκεί: ανακαλούνται όλες οι προηγούμενες ιστορίες και τα πρόσωπά τους –σε αυτά τα παιδιά του Ηφαιστείου, γιους και κόρες, απευθύνονται τα μηνύματα για τούτη τη μυστική σύναξη στην άκρη της νύχτας.

Mικρά καθημερινά θαύματα

«Κάθε σπουδαία ιστορία είναι σαν εγχειρίδιο οδηγιών που σου δείχνει πώς να συναρμολογήσεις έναν διαλυμένο κόσμο». Aυτή η ρήση ακούγεται στο διήγημα με τον επίδοξο συγγραφέα σε αναζήτηση αφηγηματικών δράσεων και ρόλων («Μια φοβερή παρηγοριά»). Και στα δώδεκα αφηγήματα του βιβλίου η ιδέα αυτή (σε συνδυασμό με την αναφορά στο ηφαίστειο και στις κόρες του) επανέρχεται σαν λάιτ μοτίφ. Εχει κανείς την αίσθηση ότι, μετά την έκρηξη κάποιου ηφαιστείου που εκτίναξε ξαφνικά από μέσα του χθόνια κομμάτια και αποσπάσματα, ένας προσεκτικός περιπατητής προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά όλα αυτά τα φερτά υλικά, να τα νοηματοδοτήσει, κρατώντας ατόφια τα στιλπνά ή θαμπά, τεφρά χρώματά τους. Ενα διαλυμένο, ηφαιστειακό τοπίο, λοιπόν, υπό ανασυναρμολόγηση. Ενδιαφέρον πείραμα.
Στα αμέσως προηγούμενα βιβλία του (το βραβευμένο Κάτι θα γίνει, θα δεις, 2010 και Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα, 1014), ο Χρήστος Οικονόμου είχε επιλέξει το σκληρό φως ενός ανελέητου ρεαλισμού, μολονότι και εκεί, σχεδόν ανεπαισθήτως, μέσα από μικρές ρωγμές λαμπύριζε πότε-πότε ένα ανοίκειο, ανερμήνευτο ερωτηματικό, σαν απρόσμενο άνοιγμα στην εξόφθαλμη, περιρρέουσα δυστοπία. Οι ρεαλιστικοί δείκτες παραμένουν στιβαροί και σε τούτο το «ηφαιστειώδες» βιβλίο, αλλά συνδυάζονται αλλόκοτα και με ένα εξωπραγματικό, λυτρωτικό πέταγμα, μια εμψυχωτική δύναμη που ξεμπλοκάρει τις αντιφάσεις και φτερουγίζει προς μια δυνητική κοινοτοπία του καλού. Τα ανθρώπινα πάθη ροκανίζουν και πάλι τον καθημερινό βίο, η αμείλικτη πραγματικότητα γονατίζει τις αντοχές, ωστόσο σαν από θαύμα η χαμηλή πτήση δεν οδηγεί στον όλεθρο: την κόψη της ρεαλιστικής συνθήκης στομώνει η δύναμη της ελπίδας και της απροϋπόθετης αγάπης. Το απειροελάχιστο «άλφα που κάνει το θύμα θαύμα» μπορεί να μετακινήσει τα όρια, να φέρει την αύρα της μαγείας μέσα στον ασφυκτικό ζόφο, να οδηγήσει στην απρόβλεπτη πράξη, την αποφασιστική κίνηση που θα αλλάξει τα δεδομένα και θα αποκαλύψει τον άλλον εαυτό, ικανό για πολύ περισσότερα από όσα ο ίδιος πιστεύει ότι δύναται, ότι δικαιούται.
Στο μυητικό αυτό ταξίδι από τα ύψη του ουρανοδρόμου Πέτρου με τον πηδαλιούχο φύλακα-άγγελο έως το χαμηλό ταρατσάκι από όπου ο γερο-ναυτικός με τους ερασιτέχνες βοηθούς του στέλνει μυστικά σήματα μορς και συνενώνει σε έναν φαντασμαγορικό στρόβιλο όλα τα πλάσματα που έχουν στοιχειώσει σταδιακά τις σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης παρακολουθεί το ξεδίπλωμα της πίστης στο καλό: «Η αγάπη είναι το κλειδί που δίνει νόημα στην κλειδαριά» επαναλαμβάνουν με έμφαση τα αλαφροΐσκιωτα πρόσωπα των διηγημάτων. Με ανατρεπτικό χιούμορ και υπερρεαλιστικές εικόνες, πολλαπλές διακειμενικές αναφορές και αγκυροβόλια στους κόσμους του παραμυθιού και της παράδοσης, δίχως να χάνει διόλου την αίσθηση του παρόντος, δίχως να μπατάρει την αφήγηση σε ζαχαρωμένο ευαγγέλιο μιας αγαθής δύναμης που θα ανακόψει έξαφνα τη γύρω κακοδαιμονία, ο Οικονόμου αφήνει ελεύθερο το ηφαίστειο του νου του και της φαντασίας του και μας προσκαλεί σε μιαν εναλλακτική ανάγνωση της κρίσης –όχι ως καταστροφής. Σαν εκείνο το «κάτι θα γίνει, θα δεις» να μας κλείνει συνθηματικά το μάτι και να αφήνει χώρο στην ελπίδα, στην πίστη, στην αγάπη.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ