Μπέρναρντ Μάλαμουντ
Ο Μάστορας
Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 416, τιμή 19,08 ευρώ
Στις 12 Μαρτίου 1911 (σύμφωνα με το ρωσικό –Ιουλιανό –ημερολόγιο), ένα δεκατριάχρονο αγόρι ονόματι Αντρέι Γιουσίνσκι εξαφανίστηκε στα περίχωρα του Κιέβου καθ’ οδόν προς το σχολείο του. Οκτώ μέρες αργότερα το πτώμα του βρέθηκε κατακρεουργημένο σε μια σπηλιά, κοντά σ’ ένα πλινθοποιείο. Κάποιος κατήγγειλε στις Αρχές ότι το παιδί το απήγαγαν Εβραίοι. Την επομένη συνελήφθη ένας Εβραίος της περιοχής ονόματι Μεναχέμ Μέντελ Μπεϊλίς με την κατηγορία ότι δολοφόνησε το αγόρι. Οι τοπικές δικαστικές Αρχές έστειλαν σχετική αναφορά στον τσάρο Νικόλαο Β’, αναφέροντας ότι ο Μπεϊλίς ήταν ο δολοφόνος.
Αποδείξεις δεν υπήρχαν, γι’ αυτό και οι τοπικές αρχές προσπάθησαν να αποσπάσουν μια ομολογία από τον Μπεϊλίς, ο οποίος είχε κατηγορηματικά αρνηθεί ότι ήταν ένοχος. Πρώτα με υποσχέσεις ότι θα έπαιρνε χάρη από τον τσάρο, δεδομένου ότι επέκειτο ο εορτασμός των τριακοσίων χρόνων που συμπλήρωσε στην εξουσία η δυναστεία των Ρομανόφ. Επειτα κατέφυγαν στους ξυλοδαρμούς και έβαλαν αλυσοδεμένο τον κατηγορούμενο στην απομόνωση, χωρίς να του επιτρέπουν επισκέψεις. Ο Μπεϊλίς πέρασε δύο χρόνια στη φυλακή ζητώντας επίμονα να δικαστεί. Στη διάρκεια των ανακρίσεων ρωτήθηκε πολλές φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και πάντοτε απαντούσε πως η πολιτική τον άφηνε αδιάφορο.
Οι ανακριτικές αρχές ωστόσο είχαν κι ένα επιπλέον πρόβλημα: ο Μπεϊλίς δεν ήταν θρησκευόμενος κι εργαζόταν ακόμη και τα Σάββατα και τις εβραϊκές γιορτές αν του πρόσφερε κάποιος δουλειά. Η υπόθεση όμως της δολοφονίας πυροδότησε στη Ρωσία κύμα αντισημιτισμού που συνοδευόταν από εμπρηστικά δημοσιεύματα στον Τύπο. Παρά ταύτα, σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Αλεξάντρ Μπλοκ, ο Μαξίμ Γκόρκι και ο Αλεξάντρ Κουπρίν υπερασπίστηκαν δημοσίως τον Μπεϊλίς.
Η πολύκροτη υπόθεση προκάλεσε τεράστιο διεθνές ενδιαφέρον και κάποιοι έφτασαν στο σημείο να την παραλληλίζουν με την υπόθεση Ντρέιφους. Ο Μπεϊλίς μετανάστευσε στην Παλαιστίνη (τμήμα τότε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκαν σε ένα αγρόκτημα που τους πρόσφερε ο βαρόνος Ρότσιλντ. Αλλά τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καλά και το 1921 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου και πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.

Από την Ιστορία στη μυθοπλασία

Φαίνεται ότι για έναν άνθρωπο που φυλακίστηκε άδικα για δύο χρόνια υπό απάνθρωπες συνθήκες δεν αρκούσε η αθώωσή του. Γι’ αυτό κι ο Μπεϊλίς δημοσίευσε το 1925, πρώτα στα γίντις και μετά στ’ αγγλικά, ένα βιβλίο με τίτλο The Story of my Sufferings, όπου εξιστορεί τα όσα υπέφερε. Αυτό υπήρξε η αφορμή για να γράψει το τέταρτο ως τότε μυθιστόρημά του Ο Μάστορας ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς στις ΗΠΑ, ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ.
Δεν είναι διόλου σπάνιο οι πεζογράφοι να δανείζονται θέματα από τον Τύπο που έχουν προκαλέσει το γενικότερο ενδιαφέρον. Πολλά μυθιστορήματα πρώτης γραμμής έχουν την αφετηρία τους στις εφημερίδες και στα περιοδικά. Κλασικό παράδειγμα, ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα: η Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ. Το βιβλίο του Μάλαμουντ προκάλεσε αντιδράσεις, ιδιαίτερα ανάμεσα στους απογόνους του Μπεϊλίς, όχι τόσο γιατί «αντιγράφει» το βιβλίο του Μπεϊλίς όσο γιατί, σύμφωνα με τους ίδιους, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος (ο, ας πούμε, «Μπεϊλίς» του Μάλαμουντ) δεν είναι όπως ο πραγματικός, δηλαδή ένας αξιοπρεπής και θεοσεβούμενος οικογενειάρχης με πέντε παιδιά που έχαιρε της εκτίμησης όσων τον ήξεραν, αλλά ένας εριστικός, βλάσφημος και άφιλος άνθρωπος.

Ο Μάστορας σημείωσε μεγάλη επιτυχία όταν εκδόθηκε το 1966. Αγαπήθηκε από το κοινό, υμνήθηκε από την κριτική και απέσπασε τα δύο σημαντικότερα βραβεία στις ΗΠΑ: το Εθνικό Βραβείο και το Πούλιτζερ.

Ο κόσμος που χάλασε

Ο μάστορας του Μάλαμουντ ονομάζεται Γιακόβ Μποκ. Μάστορας για όλες τις μικροδουλειές. Να διορθώσει μια πόρτα ή μια σκάλα που τρίζει, να αντικαταστήσει το σπασμένο τζάμι σ’ ένα παράθυρο κ.λπ. Οπως λέμε, «πιάνουν τα χέρια του». Κι αυτή η ικανότητά του γίνεται η «φιλοσοφία» του: όπως όλα διορθώνονται, έτσι μπορούμε να «διορθώσουμε» και τη ζωή μας. Αλλά το περιβάλλον και η εποχή είναι τέτοια που κάθε «απλή» κοσμοαντίληψη μοιάζει ασήμαντη. Βρισκόμαστε στο 1911, στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην επανάσταση του 1905 και την αποπομπή (και την εκτέλεση αργότερα από τους Μπολσεβίκους) του τελευταίου τσάρου των Ρομανόφ, Νικολάου Β’. Σε μια ταραγμένη σε σημείο παράνοιας εποχή άγριας επιθετικότητας, όπου το πογκρόμ εναντίον των Εβραίων, που άρχισε με τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β’ από τους Ναρόντνικους το 1881, βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Τι να διορθώσει κανείς όταν ο κόσμος έχει χαλάσει;
Οπως και στην περίπτωση του Μπεϊλίς, ο Γιακόβ Μποκ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για τη δολοφονία ενός αγοριού δώδεκα ετών (ο Μάλαμουντ του δίνει το όνομα Ζένια Γκόλοβ), χωρίς όμως να του αποδοθεί επισήμως κατηγορία στα δύο χρόνια που πέρασε στη φυλακή. Ο ίδιος πιο μπροστά είχε εγκαταλείψει το χωριό του αποκρύπτοντας την εβραϊκή του καταγωγή. Στον καινούργιο του τόπο, για τελείως συμπτωματικούς λόγους, ο πολυτεχνίτης αυτός πιάνει δουλειά σ’ ένα πλινθοποιείο. O ιδιοκτήτης του πλινθοποιείου είναι μέλος της αντισημιτικής οργάνωσης Μαύρες Εκατονταρχίες, αλλά προσλαμβάνει τον Γιακόβ Μποκ χωρίς να γνωρίζει ότι ο τελευταίος είναι Εβραίος.
Το πτώμα του αγοριού είναι σχεδόν διαμελισμένο –και αποστραγγισμένο. Οι αντισημίτες βρίσκουν μια καλή αφορμή να αποδώσουν το έγκλημα στους Εβραίους. Αυτοί θα πρέπει να δολοφόνησαν το παιδί προκειμένου να πάρουν το αίμα του και να το χρησιμοποιήσουν για τα άζυμα του εβραϊκού Πάσχα. Ο Γιακόβ Μποκ συλλαμβάνεται, αλλά δηλώνει πως είναι αθώος. Και ο μόνος τρόπος για να το αποδείξει είναι να δικαστεί, προκειμένου να αποκαταστήσει δημοσίως την τιμή και την υπόληψή του. Η άρνησή του επομένως να ομολογήσει είναι ύψιστη πολιτική πράξη για έναν άνθρωπο που δήλωσε στους ανακριτές του ότι η πολιτική δεν τον ενδιαφέρει.

Διεφθαρμένο σύστημα

Αλλά ποιο είναι το διοικητικό σύστημα της εποχής; Δεν είναι μόνο απίστευτα σκληρό και διεφθαρμένο, αλλά και αναποτελεσματικό. Πώς μπορεί να το πολεμήσει κανείς; Ο Γιακόβ συνειδητοποιεί μέσα στη φυλακή πως ένας τρόπος μόνο υπάρχει: να επιμείνει στην αθωότητά του και να επιτύχει να δικαστεί. Κι όταν στο τέλος τού αποδίδονται κατηγορίες, τότε μόνο μπορεί να δει τον δικηγόρο του, που του λέει πως ούτως ή άλλως για τον φόνο θα κατηγορούσαν έναν Εβραίο. Αν δεν ήταν ο Γιακόβ, θα ήταν κάποιος άλλος. Η φανταστική συνομιλία του Γιακόβ με τον τσάρο, όπου τον κατηγορεί πως είναι ο μονάρχης της πιο καθυστερημένης και καταπιεστικής χώρας της Ευρώπης, είναι εκπληκτικό εύρημα: ο Γιακόβ έχει πολιτικοποιηθεί. Και το λέει ξεκάθαρα ο συγγραφέας στο τελευταίο κεφάλαιο (σελ. 399):

«Ενα πράγμα έμαθα», σκέφτηκε, «δεν υπάρχει αυτό που λέμε «απολίτικος» άνθρωπος, ιδίως αν είναι Εβραίος. Δεν μπορείς να είσαι το ένα χωρίς να είσαι το άλλο, δεν μπορείς να είσαι Εβραίος χωρίς να είσαι πολιτικοποιημένος. Είναι σαφές».
Αυτό είναι το δεύτερο από τα δύο μυθιστορήματα του Μπέρναρντ Μάλαμουντ που κυκλοφορεί στα ελληνικά (το άλλο είναι η Τελευταία χάρη, που δεν ανήκει και στα καλύτερά του). Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχε κυκλοφορήσει και το επίσης σημαντικό του μυθιστόρημα Ο Βοηθός, αλλά εδώ και πολλά χρόνια έχει εξαντληθεί και είναι σχεδόν αδύνατον να το βρει κανείς στην αγορά των μεταχειρισμένων. Είναι κρίμα, γιατί πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους αμερικανούς πεζογράφους, τους λεγόμενους «συγγραφείς της Νέας Υόρκης», που δεν ήταν μόνο θαυμάσιος μυθιστοριογράφος αλλά και σπουδαίος διηγηματογράφος. Οσοι αναγνώστες τον γνώρισαν ως διηγηματογράφο σε τρεις ανθολογίες που κυκλοφορούν μπορούν τώρα να τον απολαύσουν και ως μυθιστοριογράφο σε ένα από τα καλύτερα βιβλία του, μεταφρασμένο εξαίρετα από την Κατερίνα Σχινά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ