Χρήστος Οικονόμου
Οι Κόρες του Ηφαιστείου
Εκδόσεις Πόλις, 2017
σελ. 224, τιμή 12 ευρώ
Στο καινούργιο βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου με τίτλο Οι Κόρες του Ηφαιστείου περιλαμβάνεται και η ιστορία «Γάντια για τα χείλια». Ανήκει στις συντομότερες (αλλά στις πλέον χαρακτηριστικές) της συλλογής. Μπορεί να μην υπερβαίνει τις έξι σελίδες, η έντασή της όμως είναι πυκνή και απτή. Παρακολουθούμε την προσπάθεια της μικρής Κάσσιας να φροντίσει την ταλαιπωρημένη μάνα της, τη βλέπουμε να κόβει λίγη ψίχα απ’ το ψωμί και να την πλάθει με τα δαχτυλάκια της. «Στερεώνει καλά το ψωμένιο δόντι κρατώντας την ανάσα της και γεμίζει φιλιά το παγωμένο πρόσωπο της γυναίκας, που εξακολουθεί να κοιμάται σαν ναρκωμένη».
«Τα θαύματα γίνονται με πράξεις»
Συναντήσαμε τον 47χρονο πεζογράφο στο κέντρο της Αθήνας και του ζητήσαμε να μας εξηγήσει γιατί «τα θαύματα γίνονται με πράξεις», όπως ο ίδιος σημειώνει. Οταν η συνομιλία μας έφτασε στην παραπάνω εικόνα –συγκεκριμένα –ο Χρήστος Οικονόμου είπε ότι «σχετίζεται άμεσα με την αρχική σύλληψη του βιβλίου, πώς δηλαδή μπορείς να φέρεις και να ενσωματώσεις το θαύμα στην πραγματικότητα των ανθρώπων, χωρίς αυτό να αποτελεί μια δύναμη εξωτερική. Η μαγεία εδώ, η διαστολή και η ανατροπή της πραγματικότητας, έρχεται από τα μέσα…». Και πράγματι, σε αυτές τις ιστορίες για «αλαφροΐσκιωτους ανθρώπους και διπολικές καταστάσεις», το θαύμα γειώνεται με ποικίλους τρόπους, προσαρμόζεται στην ανθρώπινη κλίμακα, εξανθρωπίζεται, θα λέγαμε, χωρίς ωστόσο να χάνει την αξία του.
Ο Χρήστος Οικονόμου έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2011 για το Κάτι θα γίνει, θα δεις (2010) ενώ με Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα (2014) εγκαινίασε μια τριλογία διηγημάτων για τους εμφυλίους που διεξάγονται σε ένα νησί του Αιγαίου. Ομως οι Κόρες του Ηφαιστείου, όπου κυριαρχούν οι γυναίκες, είναι ένα αυτόνομο βιβλίο. «Προσπαθώ κάθε φορά να κάνω κάτι διαφορετικό, να βάζω προκλήσεις στον εαυτό μου. Ειδικά το τελευταίο, στηρίζεται αρκετά στη συνθήκη της ειρωνείας, η οποία είναι μια παρεξηγημένη έννοια. Εγώ την ειρωνεία την εκλαμβάνω με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου –δεν είναι τόσο βαρύγδουπο όσο ακούγεται -, με την έννοια της αντίφασης δηλαδή. Η αντίφαση εδώ προκύπτει από δύο παράγοντες. Πρώτον, η αίσθηση που έχω είναι ότι ζούμε σε μια χώρα όπου, για να το πω απλά, έχεις μια κοινωνία, ένα σύνολο ανθρώπων που ούτε ξέρουν ποιοι είναι, ούτε ξέρουν τι θέλουν, ούτε ξέρουν τι κάνουν, ούτε και ξέρουν τι πιστεύουν, αν πιστεύουν σε κάτι. Ολα αυτά έρχονται σε απόλυτη αντίφαση με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις στο βιβλίο, διότι εκεί μέσα οι ανθρώπινοι χαρακτήρες τα κατέχουν αυτά τα τέσσερα ζητούμενα που προανέφερα. Δεύτερον, η όλη συζήτηση στην Ελλάδα –ειδικά τα τελευταία χρόνια –είναι αν μπορεί να αλλάξει κάτι σε συλλογικό επίπεδο, όμως στο βιβλίο όλα εκτυλίσσονται σε ένα επίπεδο διαπροσωπικό, ακόμη και τα «θαύματα»» υπογράμμισε ο Χρήστος Οικονόμου.
Αφαιρετική φαντασία
Στα προηγούμενα έργα του «οι ήρωες ήταν σε μια παραζάλη, ήξεραν ότι πρέπει να ξεφύγουν αλλά δεν ήξεραν πώς», εδώ ωστόσο «γίνεται το επόμενο βήμα, και προσπαθούν και κάνουν κάτι, υπάρχει αντίδραση και πράξη», δεν υφίστανται απλώς τον σκληρό και δυσοίωνο κόσμο τους. Επιπροσθέτως, το χιούμορ αυτή τη φορά αναφαίνεται περισσότερο. «Χιούμορ έχει ο άνθρωπος που έχει επίγνωση ότι η ζωή δεν δίνει δεκάρα για τις απόψεις του. Αυτό συμβαίνει και στο βιβλίο. Το χιούμορ δεν έχει σχέση με τον χαβαλέ. Εμένα δεν με ενδιαφέρει ούτε η διακωμώδηση, ούτε η παρωδία, ούτε ο σαρκασμός, ούτε ο κυνισμός, γενικότερα να προκαλείς το εύκολο γέλιο κάνοντας σκουπίδια τους χαρακτήρες σου. Το θεωρώ και φτηνό, σε τελική ανάλυση».
Παρ’ όλα αυτά, η μεγαλύτερη διαφορά που κομίζουν οι Κόρες του Ηφαιστείου στη διηγηματογραφία του Χρήστου Οικονόμου είναι η ζωηρή εμφάνιση μιας αφαιρετικής φαντασίας που δεν μπορεί παρά να συνιστά –του επισημάναμε –συνειδητή επιλογή. «Είμαι υπέρ του λογοτεχνικού ρίσκου, σε κάθε περίπτωση. Οι ιστορίες πάντως έχουν έναν ρεαλιστικό χαρακτήρα. Αυτό που με απασχολεί όταν γράφω είναι ότι υπάρχει πάντοτε μια πολύ σαφής διάκριση ανάμεσα στο τι είναι αληθινό και στο τι είναι πραγματικό. Κάτι που, για εμένα τουλάχιστον, βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη θεολογία. Εμένα δεν με ενδιαφέρουν καθόλου τα υπερφυσικά ή τα παραφυσικά στη λογοτεχνία».
Αρα, ο δικός του ρεαλισμός εδράζεται ακριβώς σε αυτή τη διάκριση; «Φυσικά. Και αυτό προσπαθώ να εξηγήσω χρησιμοποιώντας κάπου τον όρο «μυστικός ρεαλισμός». Αυτό δεν πρέπει κανείς να το δει ως αντιδιαστολή λ.χ. στον «μαγικό ρεαλισμό», ρεύμα που ουδέποτε με γοήτευσε. Για εμένα το στοιχείο αυτό της μυστικότητας αφορά τη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και το αληθινό, είναι μια διάκριση θεμελιώδης και δεν έχει μόνο θεολογική διάσταση. Εχει, μεταξύ άλλων, και μια πολιτική διάσταση, την οποία μάλιστα θεωρώ εξαιρετικά επίκαιρη». Δηλαδή; «Ενα από τα πεδία όπου φαίνεται ξεκάθαρα αυτή η διάκριση, η αντιπαλότητα ανάμεσα στο αληθινό και το πραγματικό, είναι στο πεδίο της πολιτικής. Δεν αναφέρομαι στην τρέχουσα μικροπολιτική επικαιρότητα, αλλά στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο που τους περιβάλλει ή τις δυνάμεις που τους υπερβαίνουν, και την προσπάθειά τους να αναζητούν συνεχώς διεξόδους που πολλές φορές μπορεί να είναι πραγματικές αλλά όχι αληθινές. Το έχουμε δει αυτό στη διάρκεια της κρίσης».


«Είμαστε εθνικά ανασφαλείς»
Ακολουθεί ένα παράδειγμα. «Η δυνατότητά μας (εντός ή εκτός εισαγωγικών) να δώσουμε μια μεγάλη κλωτσιά σε όλους τους καταπιεστές μας –Ευρωπαίους ή άλλους –και να ακολουθήσουμε τον περήφανο μοναχικό μας δρόμο. Αυτό είναι πραγματικό –με την έννοια ότι πολλοί το πίστεψαν και ακόμη το θέλουν –αλλά δεν είναι αληθινό».
Ο Χρήστος Οικονόμου συνέχισε προτού προλάβουμε να επέμβουμε. «Κάτι που παραπέμπει ευθέως σε αυτή την ισοπεδωτική περηφάνια που μας διακατέχει. Διότι αισθανόμαστε περηφάνια για πράγματα με τα οποία δεν έχουμε ζώσα επαφή (αρχαιοελληνικό παρελθόν) και, συγχρόνως, βλέπουμε τους εαυτούς μας ως τα θύματα μιας παγκόσμιας σκευωρίας. Αυτή η θυματοποίηση σε συνδυασμό με την επιδερμική περηφάνια μας συντείνει σε κάτι που νομίζω ότι εξηγεί –αν και όχι απολύτως –πολλά κακά. Ομως το βασικό πρόβλημα είναι ότι είμαστε εθνικά ανασφαλείς. Και αυτό τρέφει τα άκρα και τις θεωρίες συνωμοσίας. Το φαινόμενο, ασφαλώς, δεν είναι ελληνικό. Εδώ όμως είναι τεταμένο και αφορά πολύ κόσμο, τείνει να κυριαρχήσει και επηρεάζει στον μέγιστο βαθμό τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν εαυτούς και αλλήλους. Αυτό δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε έτσι εύκολα, να πούμε ότι δεν μας ενδιαφέρει, γιατί έχει συνέπειες».
Το μεγαλείο της λογοτεχνίας
Και η λογοτεχνία; Τι μπορεί να κάνει; «Η λογοτεχνία προσπαθεί να αποτρέψει τη συναισθηματική, ψυχική και πνευματική νέκρωση του ανθρώπου. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτό. Ανέκαθεν όμως πίστευα ότι μπορεί να σε κάνει περισσότερο άνθρωπο. Μέσα από τη λογοτεχνία καταλαβαίνουμε ότι έχει σημασία ο αγώνας να εξυψωθούμε πάνω από τη φύση μας που μας θέτει πολλούς περιορισμούς. Η λογοτεχνία, η μεγάλη λογοτεχνία, έχει ένα ηθικό υπόβαθρο –πώς ζούμε τη ζωή μας; –και ένα μεταφυσικό υπόβαθρο –υπάρχει κάτι με το οποίο εμείς οι πεπερασμένοι άνθρωποι μπορούμε να συνδεθούμε ουσιαστικά; Αυτό είναι το ήθος της, το διττό της μεγαλείο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ