Ραλφ Ρότμαν
Πεθαίνοντας την άνοιξη
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 208, τιμή 12,72 ευρώ
Ενα εξαίρετο μυθιστόρημα μας έρχεται από τη Γερμανία. Είναι το όγδοο του Ραλφ Ρότμαν και το πρώτο του που εκδίδεται στη γλώσσα μας. To έχει μεταφέρει θαυμάσια στα ελληνικά η Μαρία Αγγελίδου. Μεταφρασμένο ήδη σε 25 γλώσσες, το Πεθαίνοντας την άνοιξη γνώρισε μόνον ύμνους στον διεθνή Τύπο και ο έλληνας αναγνώστης δεν θα απογοητευθεί διαβάζοντας αυτό το πολύ γερμανικό αλλά και πολύ ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Σε αντίθεση με την τάση των τελευταίων ετών οι συγγραφείς (κυρίως όσοι προέρχονται από τις αγγλόφωνες χώρες) να γράφουν ογκώδη μυθιστορήματα, το βιβλίο αυτό μέσα σε διακόσιες περίπου σελίδες μάς δίνει την εικόνα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με λιτότητα, ακρίβεια, ιμπρεσιονιστικό πάθος και διακριτικό λυρισμό. Ενα μυθιστόρημα αντιπολεμικό που σε πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να το εντάξει κανείς σε αυτό το οποίο απεκλήθη «αίσθημα ενοχής», όπως αποτυπώνεται στα έργα των εξεχόντων μεταπολεμικών συγγραφέων της Γερμανίας (του Χάινριχ Μπελ και κατ’ εξοχήν του Γκίντερ Γκρας). Αλλά πηγαίνει πέρα: το ζήτημα δεν είναι κυρίως αυτό. Είναι ο αγώνας να περισώσει κανείς τον εαυτό του από το Κακό.
Η «μαύρη» ενηλικίωση
Βρισκόμαστε στη Νότια Γερμανία τον Φεβρουάριο του 1945, τελευταία χρονιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δύο νεαροί δεκαεπτά ετών, ο Βάλτερ Ούρμπαν και ο Φρίντριχ Καρόλι, στρατολογούνται –«εθελοντικά», κατά τον ανατριχιαστικό ευφημισμό. Ο Βάλτερ αναλαμβάνει οδηγός στη Μονάδα Ανεφοδιασμού των Waffen-SS αλλά ο Φρίντριχ στέλνεται στο μέτωπο (στην Ουγγαρία). Ο τελευταίος «δραπετεύει», συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Οι δύο φίλοι θα ξανασυναντηθούν υπό τραγικές συνθήκες (που δεν θα τις αναφέρω για να μην προκαταλάβω τον αναγνώστη) ενώ ο πόλεμος μεταφέρεται πλέον σε γερμανικό έδαφος και οι Σοβιετικοί έχουν αρχίσει να προελαύνουν με κατεύθυνση το Βερολίνο.
Μπορεί κανείς να φανταστεί την κατάσταση των δύο πρωταγωνιστούν που στο τέλος της εφηβείας τους περνούν από την ήρεμη επαρχιακή ζωή στα καταστροφικά και απάνθρωπα τοπία του πολέμου. Αυτή η «μαύρη» ενηλικίωση θα σημαδέψει ανεξίτηλα τον Βάλτερ, όπως βέβαια και όλους τους εφήβους οι οποίοι στρατολογήθηκαν βίαια στην ίδια ηλικία από το ναζιστικό καθεστώς να σκοτωθούν για μια υπόθεση που δεν την καταλάβαιναν.
Το άγραφο σημειωματάριο
Τα χρόνια έχουν περάσει. Ο Βάλτερ Ούρμπαν δεν έχει μιλήσει ποτέ στον γιο του για τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Αυτές θα αρχίσει να τις ανακαλύπτει και να τις συνθέτει ο γιος του. Δεν έχουμε όμως εδώ το εύκολο εύρημα του πώς βλέπει τον πόλεμο η επόμενη γενιά, η οποία δεν τον έζησε, αλλά του πώς η γενιά αυτή προσπαθεί να καλύψει το κενό που άφησαν οι προηγούμενοι, οι οποίοι δεν θέλουν ή πιο σωστά δεν αντέχουν να τον θυμούνται. Πώς η Γερμανία, που δεν είχε πια αρκετούς στρατιώτες, έστελνε στο μέτωπο εφήβους να πολεμήσουν μαζί με τους υπερηλίκους για μια χαμένη υπόθεση.
Ο γιος του Βάλτερ έδωσε στον πατέρα του ένα σημειωματάριο να γράψει εκεί τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Ο πατέρας, που εδώ και χρόνια δεν μιλά αλλά σχεδόν μόνο πίνει, δεν γράφει τίποτε.
Το άδειο σημειωματάριο θα το συμπληρώσει ο γιος, και αυτό είναι το θαυμάσιο εύρημα τούτου του μυθιστορήματος. Ο Ρότμαν σε κανένα σημείο δεν δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι οι περιγραφές του, ρεαλιστικές και σκληρές κατά κανόνα, είναι από δεύτερο χέρι. Ο πατέρας λοιπόν μιλά μέσω του γιου ενώ ο ίδιος παραμένει σιωπηλός ως το τέλος της ζωής του. Ετσι, η αφήγηση είναι μια σειρά από σκηνές απίστευτης σκληρότητας που διαδέχονται η μία την άλλη κατά ριπάς.
Είναι αναπόφευκτο, αφού ο πόλεμος έχει χαθεί, οι γερμανοί στρατιώτες να προσπαθούν να σωθούν, όταν η χώρα τους «πολιορκείται» και από τα ανατολικά και από τα δυτικά. Μετακινούμενοι βέβαια προς τα δυτικά προκειμένου να παραδοθούν στους Αγγλοαμερικανούς και όχι στους Σοβιετικούς.
Συλλογική ή ατομική ενοχή;
Από την άλλη πλευρά, κι εδώ, όπως και σε μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής γερμανικής πεζογραφίας, το ερώτημα περί ενοχής προβάλλει επίσης κυρίαρχο: ποιοι ευθύνονται στη Γερμανία για τον πόλεμο, για τα στρατόπεδα εξόντωσης εβραίων και ανταρτών, για τις ατελείωτες πορείες θανάτου των κρατουμένων; Ευθύνονται συλλογικά ο λαός και οι στρατιώτες ή λίγοι είναι εκείνοι που θα έπρεπε να πληρώσουν για τα χιτλερικά εγκλήματα, δηλαδή η πολιτική ηγεσία που τα διέταξε και τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού που τα διέπραξαν; Τι γίνεται όταν ένας άνθρωπος, έστω και σε μικρή ηλικία, περάσει το όριο και βρεθεί στην επικράτεια του Κακού;
Το μυθιστόρημα του Ρότμαν υποβάλλει και αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα χωρίς να δίνει απαντήσεις. Οταν κανείς έχει περάσει από την κόλαση, του είναι δύσκολο να μιλήσει, όχι μόνο για τους άλλους αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό του. Ο προβληματισμός αυτός εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τα κείμενα που γράφονται στη Γερμανία με θέμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη χιτλερική εποχή, είτε είναι ιστορικές και κοινωνικές αναλύσεις είτε έργα της δημιουργικής φαντασίας.
Οταν η διεθνής κριτική συγκρίνει ένα σύγχρονο έργο με αντίστοιχα που τα θεωρούμε κλασικά είναι μια σαφής ένδειξη της αξίας του. Το Πεθαίνοντας την άνοιξη το έχουν συγκρίνει με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο του Γκίντερ Γκρας και το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο του Ρεμάρκ. Αντιπολεμικά είναι και τα τρία, αλλά οι συγκρίσεις νομίζω ότι θα πρέπει να σταματούν εδώ.
Ο Ρότμαν γεννήθηκε το 1953, δεν είχε επομένως άμεσες εμπειρίες του πολέμου. Το σημαντικό είναι ότι ο συγγραφέας αυτός επιλέγοντας από το παρελθόν το πλέον καταστροφικό μέρος που αφορά τη χώρα του μας μιλά για εκείνο που εξακολουθεί να στοιχειώνει το παρόν της –κατά συνέπεια και το παρόν της Ευρώπης, είτε ευθέως είτε εξ αντανακλάσεως. Εγραψε ένα βιβλίο όπου δεν λείπει το πάθος δίπλα στον ρεαλισμό, απολύτως ακριβές από αφηγηματικής πλευράς, με μια γραφή που θυμίζει διαδοχή κινηματογραφικών σεκάνς, η οποία όμως δεν υποκαθιστά τα αφηγηματικά που έχει στη διάθεσή του αυτός ο ικανός πεζογράφος. Είμαι βέβαιος ότι το μυθιστόρημά του θα αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ