Τony Judt με τον Timothy Snyder
Σκέψεις για τον εικοστό αιώνα
Μετάφραση Ελένη Αστερίου Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2017
σελ. 390, τιμή 25,44 ευρώ
«Είμαστε όλοι προϊόντα χαρτών, πραγματικών και μεταφορικών» διαπιστώνει ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ (1948-2010) στον επίλογο του «Σκέψεις για τον εικοστό αιώνα». Πρόκειται για διεισδυτική παρατήρηση που από πολλές απόψεις συνοψίζει το νόημα αυτού του ιδιαίτερου βιβλίου. Καρπός διαλόγου με τον αμερικανό ιστορικό του Πανεπιστημίου του Γέιλ Τίμοθι Σνάιντερ, μπορεί σύμφωνα με τον τελευταίο να αποτελεί ταυτόχρονα «ιστορία, βιογραφία και πραγματεία ηθικής», η βαθύτερη ουσία του όμως βρίσκεται στον συνδυασμό των σταθμών της ζωής ενός ιστορικού με την εξέλιξη της σκέψης του –των γεωγραφικών χαρτών δηλαδή με τους διανοητικούς που όρισαν τον βίο και την πολιτεία του.
Η συνεργασία των δύο ιστορικών έχει την αφετηρία της στη διάγνωση του Τζαντ με πλάγια αμυοτροφική σκλήρυνση το 2008. Καθώς η υγεία του εξασθενούσε, τροποποίησε την πρόθεσή του να γράψει μια διανοητική ιστορία της κοινωνικής σκέψης του 20ού αιώνα υιοθετώντας την πρόταση του Σνάιντερ να πραγματευθούν το θέμα σε διαλογική μορφή. Απέχοντας λόγω της παραλυτικής φύσης της ασθένειας από τα καθήκοντά του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ο Τζαντ υποδεχόταν στο σπίτι του τον Σνάιντερ μία φορά την εβδομάδα για όλο σχεδόν το 2009, ολοκληρώνοντας το βιβλίο στην οριστική του μορφή έναν μήνα περίπου πριν από τον θάνατό του, τον Αύγουστο του 2010. Η προφορική φύση του κειμένου μπορεί έτσι να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη σχετικά χαλαρή του δομή όσο και για τον εξαιρετικό του πλούτο ιδεών.
Πολλαπλές ταυτότητες
Πρωτίστως το βιβλίο του Τζαντ αποτελεί μια διανοητική βιογραφία. Αφηγούμενος την πνευματική του πορεία από το Λονδίνο των παιδικών του χρόνων ως τη Νέα Υόρκη της ώριμης ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας ο συγγραφέας εγγράφει τον εαυτό του στο πλαίσιο της εκάστοτε εποχής, συνδέει βιωματικές εμπειρίες και επιστημονικές αναζητήσεις, καταγράφει την προσωπική του εμπλοκή στην πολιτική (μαρξισμός, σιωνισμός, ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία), εξηγεί τις μεταβολές των ιδεών του. Ετσι, ο «εβραίος σκεπτικιστής» των εφηβικών του χρόνων δίνει τη θέση του στον «σιωνιστή του Καίμπριτζ» που σπεύδει το 1967 να συμμετάσχει σε βοηθητικό ρόλο στον Πόλεμο των Εξι Ημερών, βγαίνει εκεί από την πλάνη του για το Ισραήλ ως κοινωνία εβραϊκής σοσιαλδημοκρατικής ουτοπίας και επιστρέφει για να αναδειχθεί σε μελετητή της διανοητικής ιστορίας στη Γαλλία και στην Ανατολική Ευρώπη. Οι ερευνητικές απορίες του για την πολιτική στάση των διανοουμένων στα χρόνια του Μεσοπολέμου και του Ψυχρού Πολέμου τον ωθούν στην ανάγκη μιας συνολικότερης θέασης των πραγμάτων της Γηραιάς Ηπείρου, απαλλαγμένης από τις τετριμμένες οπτικές γωνίες, η οποία γίνεται σαφής στο αριστούργημά του «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» (εκδ. Αλεξάνδρεια) και τον καθιστά τελικά «ευρωπαίο ιστορικό». Το προσωπικό ταξίδι στις ταυτότητές του, γοητευτικό ως έργο αυτοβιογραφικής μαρτυρίας, ολοκληρώνεται διόλου τυχαία με τις ιδιότητες του «αμερικανού ηθικιστή» και του «σοσιαλδημοκράτη».
Ωστόσο, η ποικιλομορφία του βιβλίου αναδεικνύεται με τις καίριες παρεμβάσεις του Σνάιντερ που προεκτείνουν διαρκώς τον στοχασμό του Τζαντ προς αναμενόμενες και αναπάντεχες κατευθύνσεις. Μια σειρά παρεκβάσεων, για παράδειγμα, αναφέρεται στην ευθύνη του ιστορικού έναντι του περιεχομένου της ιστορίας, στην αβεβαιότητα του ιστορικού επαγγέλματος στην εποχή της απώλειας των «μεγάλων αφηγήσεων». Μια άλλη σειρά σκέψεων εστιάζει στο διττό, κατά τον Τζαντ, έργο του ιστορικού: «Να καθιστά σαφές πως ένα συγκεκριμένο γεγονός συνέβη.
Ωστόσο, έχουμε και μια δεύτερη ευθύνη. Δεν είμαστε απλώς ιστορικοί, είμαστε, επίσης, και πάντα, πολίτες με ευθύνη να χρησιμοποιούμε τις δεξιότητές μας για το κοινό συμφέρον». Σκέψη που τον οδηγεί αμέσως παρακάτω σε μια καίρια επισήμανση για τη χρήση και την κατάχρηση της ιστορίας. Ως προσιτή σε όλους, η ιστορία αποβαίνει έκθετη στην «πολιτική καταχρηστική ιδιοποίησή της»: ως προς αυτό «πράγματι είμαστε ίσως ο πιο εκτεθειμένος επιστημονικός κλάδος», επισημαίνει, και γι’ αυτό όσοι τον υπηρετούν οφείλουν να ανασκευάζουν παρερμηνείες των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων τους –εξού και ο ίδιος αναμείχθηκε σε μια τεράστια διαμάχη το 2002, όταν τόλμησε να υποστηρίξει τη λύση ενός, όχι δύο κρατών για το παλαιστινιακό ζήτημα. Eνα άλλο μεγάλο νήμα συνομιλιών αφορά την ηθική. Τόσο ο Σνάιντερ όσο και ο Τζαντ είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στο ζήτημα του χρέους των διανοουμένων ως κριτικών της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας: ο πρώτος θέτει το ζήτημα του πολέμου στο Ιράκ και των ανύπαρκτων όπλων μαζικής καταστροφής, ο τελευταίος επισημαίνει ότι έγινε δημόσιος διανοούμενος στη Νέα Υόρκη μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν «σε μια εποχή αυτολογοκρισίας και συμμόρφωσης» θεωρούσε ζωτικής σημασίας την πολιτική παρέμβαση στη δημόσια σφαίρα.
Κριτική και αμφισβήτηση
Αμφισβητίας των βεβαιοτήτων, ο Τόνι Τζαντ υπονόμευε τη σκέψη του μένοντας προσηλωμένος στα γεγονότα («όταν αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζω κι εγώ» συνήθιζε να λέει, χαρακτηριστική φράση που οι εκδότες του έδωσαν σε μεταθανάτια έκδοση δοκιμίων), κάτι που επέτρεψε στις ιδέες του να μην εκπέσουν σε ιδεοληψίες. Διέφυγε έτσι από την τροχιά του μαρξισμού και του σιωνισμού της νεότητάς του, απέφυγε στην ωριμότητά του τη στείρα ηθικολογία που μαστίζει πολλούς διανοουμένους στις ΗΠΑ, στάθηκε κριτικά έναντι της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας την οποία ασπαζόταν.
Πολλά δείγματα της ικανότητάς του στις αιχμηρές επικρίσεις εμφανίζονται διάσπαρτα στο κείμενο εμπλουτίζοντάς το με θεματικές που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε κεφάλαια ολόκληρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι θέσεις του για το πρόβλημα αριστείας και εξισωτισμού στην εκπαίδευση: για τον ίδιο το αγγλικό σύστημα του 1944 που άνοιγε μέσω εξετάσεων δημόσια σχολεία προορισμένα για την ελίτ σε αριστούχους της μεσαίας και κατώτερης τάξης ήταν προτιμότερο από εκείνο της καλοπροαίρετης αλλά αποτυχημένης μεταρρύθμισης των Εργατικών στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η οποία καθιέρωσε την υποχρεωτική Παιδεία: «Ετσι, η Βρετανία έκανε βήματα προς τα πίσω από ένα σύστημα κοινωνικής και πνευματικής αξιοκρατίας […] σε ένα οπισθοδρομικό και επιλεκτικό με κοινωνικά κριτήρια σύστημα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο οποίο οι πλούσιοι μπορούσαν να πληρώσουν για σχολεία που δεν ήταν επ’ ουδενί διαθέσιμα για τους φτωχούς». Ενδεικτικός επίσης ο επιγραμματικός και επίκαιρος τρόπος με τον οποίο σχολιάζει την ευρωπαϊκή κατάσταση ήδη από το 1996: «Η Ευρώπη κινδυνεύει να αποσταθεροποιηθεί εξαιτίας ενός μείγματος υπερβολικών φιλοδοξιών και πολιτικής μυωπίας». Και αυτό στο πλαίσιο ενός «αιώνα αυξανόμενης ανασφάλειας» στον οποίο το κύριο καθήκον των διανοουμένων δεν θα είναι «να φανταζόμαστε καλύτερους κόσμους, αλλά μάλλον να σκεφτόμαστε πώς θα εμποδίσουμε τους χειρότερους».
Διορατικές διαπιστώσεις
Ας σημειωθεί, τέλος, η διορατικότητα του Τζαντ για εξελίξεις οι οποίες την εποχή που το βιβλίο αποκτά μορφή βρίσκονται σχεδόν μία δεκαετία στο μέλλον. Κάνοντας λόγο για την τρομοκρατία σε μια στιγμή που η εξέγερση στο Ιράκ είχε λήξει και η δράση της Αλ Κάιντα ήταν σε ύφεση επισημαίνει ότι για λόγους γεωγραφίας τόσο οι μουσουλμάνοι της Ευρώπης όσο και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι θα βίωναν άμεσα τις επιπτώσεις μιας απότομης μεταβολής στις ισορροπίες. «Με άλλα λόγια, αν άρχιζε πόλεμος ανάμεσα στις αξίες της Δύσης και στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, με τον τρόπο που είναι τόσο οικείος και αυτονόητος για τους αμερικανούς σχολιαστές, αυτός ο πόλεμος δεν θα περιοριζόταν βολικά στη Βαγδάτη, θα αναπαραγόταν τριάντα χιλιόμετρα από τον Πύργο του Αϊφελ».
Αν εξαιρέσει κανείς τη Βαγδάτη, πρόκειται για ακριβέστατη προσέγγιση των συνεπειών της εμφάνισης του Ισλαμικού Κράτους για τη Δυτική Ευρώπη. Δύο σελίδες πιο κάτω η συζήτηση στρέφεται στον αμερικανικό εθνικισμό. Εδώ ο Τζαντ μιλάει για την αμερικανική γεωγραφία, οι γιγάντιες αποστάσεις της οποίας ευνοούν την ανάπτυξη αισθημάτων αποξένωσης από τις ελίτ, ταυτόχρονα όμως αποτρέπουν την εμφάνιση πολιτικών δημαγωγών εξανεμίζοντας τη συνοχή και την οργανωτική ενέργεια που απαιτούνται για να ευδοκιμήσουν αυτοί. Θα πει κανείς ότι τον διαψεύδει το φαινόμενο Τραμπ, αμέσως μετά όμως προσθέτει μια παρατήρηση που δείχνει ότι κατανοούσε το πραγματικό βάθος του ζητήματος πέρα από πρόσωπα: «Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό το αίσθημα [ξενοφοβίας ή εθνικισμού] εκρήγνυται και […] εκφράζεται με τη μορφή του Νιουτ Γκίνγκριτς ή του Ντικ Τσένι, του Γκλεν Μπεκ, […] του μακαρθισμού και άλλων, καταφέρνοντας να κάνει αρκετή ζημιά ώστε να απειλήσει την ποιότητα της δημοκρατίας, αλλά όχι αρκετή ζημιά ώστε να φανεί τι είναι πραγματικά: εγχώριος αμερικανικός φασισμός». Στον απόηχο των καλοκαιρινών γεγονότων της Σάρλοτσβιλ και των φιλορατσιστικών σχολίων του 45ου προέδρου ο βρετανός ιστορικός οπωσδήποτε θα αναγνώριζε ότι πλέον αυτή η τελευταία διάσταση του ακραίου αμερικανικού εθνικισμού κατέστη για πρώτη φορά σαφής.
Εβραίος στο Ηνωμένο Βασίλειο, βρετανός ιστορικός που μελέτησε διεξοδικά γάλλους διανοουμένους, Ευρωπαίος στη Νέα Υόρκη, ο Τόνι Τζαντ βρέθηκε για μεγάλο μέρος του βίου του στην πλευρά της μειοψηφίας. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί αν αποτελεί ενσάρκωση των παρατηρήσεων του Εντουαρντ Σαΐντ στο «Representations of the Intellectual» (εκδ. Vintage) για την ιδιαίτερη εκείνη ματιά που αποκτά ο διανοούμενος ως outsider ή εκπατρισμένος. Ωστόσο, ο Τζαντ ενσωματώνεται με ευχέρεια σε ποικίλες κοινότητες: μαθαίνει τσέχικα όταν πρόκειται να αφιερωθεί στην ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης επιθυμώντας να εμβαθύνει στην κουλτούρα της, επιλέγει το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης ακριβώς επειδή δεν το θεωρεί απομονωμένο από την πόλη όπως το Καίμπριτζ ή το Μπέρκλεϊ.
Το εξόχως ελκυστικό αυτό βιβλίο του είτε διαβαστεί ως ιδιότυπη αυτοβιογραφία είτε ως κρυφή ματιά στο εργαστήρι του ιστορικού συνιστά μια σπάνιας ενάργειας εικόνα ενός ατόμου που αναστοχάζεται έναν ταραχώδη αιώνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ