Jan Assmann
Η πολιτισμική μνήμη – Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς
Μετάφραση, επιστημονική επιμέλεια Διαμαντής Παναγιωτόπουλος.
Πρόλογος Αγγελος Χανιώτης.
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017
σελ. 500,τιμή 25 ευρώ
Για μια χώρα, έναν λαό και μια κοινωνία προσηλωμένη στο μακρινό παρελθόν της προκειμένου να διατηρεί μια πολιτισμικά ηγεμονική θέση –ή ψευδαίσθηση –στον κόσμο του παρόντος, μικρό ενδιαφέρον έχουμε δείξει για την περί μνήμης πλούσια θεωρητική βιβλιογραφία. Η παρατήρηση αυτή δεν αφορά τους ερευνητές αλλά τον εκδοτικό κόσμο και το ευρύ κοινό. Γιατί πώς αλλιώς να ερμηνευθεί το γεγονός ότι κλασικά έργα, όπως η μελέτη για την ατομική μνήμη και την ιστορία της μνημοτεχνικής της Φράνσις Α. Γέιτς (Η τέχνη της μνήμης, μτφ. Α. Μπερλής, ΜΙΕΤ, 2012) ή το μνημειώδες Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη (μτφ. Ξ. Κομνηνός, Ινδικτος, 2013) του Πολ Ρικέρ μόλις πρόσφατα μεταφράζονται στην Ελλάδα. Θα παραδεχθούμε βέβαια ότι και στην ανεπτυγμένη Δύση η ενασχόληση με τις θεωρίες της μνήμης αρχίζει να πυκνώνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν αρχίζουν να γερνούν εκείνοι που βίωσαν τις καταστροφικές αλλαγές των παγκόσμιων πολέμων και του Ολοκαυτώματος, και ανακύπτει το ζήτημα πώς θα μεταφερθεί η μνήμη των βιωμάτων αυτών στις επόμενες γενιές.
Η Μικρασιατική Καταστροφή, η Κατοχή και ο Εμφύλιος, και η δικτατορία των συνταγματαρχών αργότερα είναι τα δικά μας μεγάλα τραυματικά γεγονότα για τα οποία αναζητούμε νέους τρόπους καταγραφής και ανάκλησής τους στο παρόν. Ετσι, η μνήμη, η ιστορία και οι αναπαραστάσεις της ιστορίας απασχόλησαν μια γενιά ιστορικών που καλλιέργησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 την προφορική ιστορία, δημιουργώντας corpora προφορικών μαρτυριών και μελετώντας τις αφηγήσεις αυτές. Παρότι ο ευρωπαϊκός θεωρητικός λόγος περί μνήμης καθυστερεί να εκφραστεί στα ελληνικά, οι νέες έννοιες γίνονται γνωστές από άλλα κανάλια. Οταν πλέον μεταφράζονται στα ελληνικά η Συλλογική μνήμη (μτφ. Τ. Πλυτά, Παπαζήσης, 2013) και τα Κοινωνικά πλαίσια της μνήμης (μτφ. Ε. Ζέη, Νεφέλη, 2013) του γάλλου κοινωνιολόγου Μορίς Αλμπάκς –ο οποίος πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1945 -, η έννοια της συλλογικής μνήμης ως κοινωνικής κατασκευής δεν μας είναι άγνωστη. Γνωρίζουμε ότι η συλλογική μνήμη είναι προϊόν επιλογής, επεξεργασίας και ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων και ότι γίνεται αντικείμενο ιδεολογικής και πολιτικής εκμετάλλευσης.
Αντίστοιχη είναι η περίπτωση του γερμανού αιγυπτιολόγου Γιαν Ασμαν, του οποίου κυκλοφορεί τώρα στα ελληνικά η μελέτη Η πολιτισμική μνήμη: Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς (ΠΕΚ, 2017), μεταφρασμένη από τον αρχαιολόγο στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης Διαμαντή Παναγιωτόπουλο. Συνδιαλεγόμενος με τον Αλμπάκς και επεκτείνοντας τη σκέψη του, ο Ασμαν εισάγει την έννοια της «πολιτισμικής μνήμης». Η μελέτη, που πρωτοκυκλοφόρησε στα γερμανικά το 1992, είναι γνωστή στους αρχαιολόγους, στους μουσειολόγους και στους επιμελητές των εκθέσεων οι οποίες διοργανώνονται όλο και συχνότερα ως αντίδοτο στη λήθη. Εδώ ο Ασμαν πραγματεύεται τα θέματα της αναφοράς στο παρελθόν (μνήμη), του πολιτικού φαντασιακού (ταυτότητα) και της δημιουργίας της παράδοσης (πολιτισμική συνέχεια), και ερευνά πώς αυτά συντελούν στη συγκρότηση αυτού που ονομάζει «συνεκτική δομή», μιας δομής δηλαδή που συνδέει τα μέλη μιας κοινωνίας ενώνοντας αφενός το άτομο με τους συνανθρώπους του και αφετέρου το χθες με το σήμερα. Θεωρώντας την επανάληψη θεμελιώδη αρχή κάθε συνεκτικής δομής, εξετάζει πώς μέσω ενός σώματος επαναχρησιμοποιούμενων κειμένων, εικόνων και τελετουργιών τα ιστορικά συμβάντα μετατρέπονται σε σύμβολα στα οποία σταθεροποιείται και με τα οποία διαδίδεται η αυτοεικόνα μιας κοινωνίας.
Πολιτισμική μνήμη
Ο Ασμαν διακρίνει τη συλλογική μνήμη σε «επικοινωνιακή», η οποία σχετίζεται με την καθημερινότητα και περιλαμβάνει αναμνήσεις που αφορούν το πρόσφατο παρελθόν, και η οποία αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας ομάδας ενόσω ζουν ακόμη οι φορείς της μνήμης των γεγονότων, και σε «πολιτισμική», η οποία προσανατολίζεται σε σταθερές του παρελθόντος και μέσω της οποίας η ιστορία γίνεται μύθος. Εξηγεί ότι η πολιτισμική ανάμνηση προσαρτάται σε κάτι ιερό και η ανάκλησή της στο παρόν έχει εορταστικό χαρακτήρα (τελετουργικά δρώμενα, σκηνοθετημένα λόγια, επίσημες ομιλίες, παρελάσεις κ.τ.λ.). Είναι αυστηρά οριοθετημένη, μεταδίδεται με τη βοήθεια λεπτομερών οδηγιών και οι φορείς της πολιτισμικής μνήμης είναι εξειδικευμένοι φορείς της παράδοσης. Στη φαραωνική Αίγυπτο, για παράδειγμα, ήταν καθοριστικός ο ρόλος του ιερατείου στη διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο οι Αιγύπτιοι έβλεπαν το παρελθόν τους και ερμήνευαν την κοινωνία τους, ενώ οι ναοί της Υστερης Περιόδου κωδικοποιούν στον πλούσιο εικαστικό τους διάκοσμο τον κόσμο ολόκληρο.
Μνήμη και γραφή
Εκείνο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Ασμαν είναι το χρονικό σημείο που το στοιχείο της επανάληψης των τελετουργικών δρωμένων των προφορικών πολιτισμών ατονεί, όταν οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τη γραφή και φορέας νοήματος γίνεται πλέον το κείμενο. Παράδειγμα εδώ είναι η εβραϊκή κοινωνία, στην οποία, από το Δευτερονόμιο ως την Τορά και τη Βίβλο, η αδιάκοπη ερμηνεία και ο σχολιασμός των ιερών κειμένων τα κρατά ζωντανά προσαρμόζοντάς τα κάθε φορά στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του παρόντος. Η μνήμη από λειτουργία συγκράτησης πληροφοριών του νευρικού συστήματος αναδεικνύεται σε δύναμη που διαμορφώνει την πολιτισμική μας ταυτότητα επιτρέποντας στις κοινωνίες να ανταποκρίνονται δημιουργικά στις καθημερινές προκλήσεις και στις επώδυνες αλλαγές.
Λέγαμε στην αρχή ότι ο θεωρητικός λόγος περί μνήμης στην Ελλάδα είναι ακόμη αναιμικός. Ωστόσο, στο βιβλίο του ο Ασμαν επιφυλάσσει προνομιακή θέση για τους (αρχαίους) Ελληνες ως θεμελιωτές (και) της πολιτισμικής μνήμης του δυτικού κόσμου. «Η κωδικοποιημένη από τον Ομηρο ανάμνηση του μυκηναϊκού τρόπου ζωής στην Υστερη εποχή του Χαλκού γεφυρώνει το ρήγμα της παράδοσης, όντας ταυτόχρονα ιδρυτική και παροντική» σχολιάζει και εξηγεί ότι οι Ελληνες θεσμοποιούν αυτό που αποκαλεί «κριτική διακειμενικότητα»: δεν συγκροτούν την πολιτισμική μνήμη μιμητικά, μέσω αντικειμένων και έργων τέχνης ή μέσω της προφορικής παράδοσης, αλλά αναφέρονται σε προηγούμενα κείμενα και συνδιαλέγονται μαζί τους με τη βοήθεια του γραπτού λόγου, που παγιώνεται σε έναν τρόπο σκέψης ο οποίος θα ονομαστεί φιλοσοφία. Η ελληνική πνευματική και πολιτισμική υπεροχή, το αγαπημένο στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού μας, αναδεικνύεται εξαιρετικά από τον γερμανό μελετητή.
Την ελληνική έκδοση προλογίζει ο Αγγελος Χανιώτης, καθηγητής στη Σχολή Ιστορικών Μελετών του Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών του Πρίνστον, δίνοντας δύο ελληνικά παραδείγματα συγκρότησης πολιτισμικής μνήμης. Το ένα αφορά την τυραννοκτονία στην αρχαία Αθήνα –η οποία είχε κίνητρα προσωπικά, ερωτικά, αλλά ταυτίστηκε συμβολικά, μέσω αναπαραστάσεων και αφηγήσεων, στη συλλογική μνήμη με την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το δεύτερο είναι πρόσφατο: Παρότι δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από την πτώση της χούντας, ήδη έχουν ενεργοποιηθεί οι μηχανισμοί συγκρότησης πολιτισμικής μνήμης. Η κατάρρευσή της συνδέεται με την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο της Αθήνας –και όχι με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο –και εορτάζεται με σχολικές γιορτές και την καθιερωμένη διαδήλωση και πορεία προς την Αμερικανική Πρεσβεία «που προσφυώς υποκαθιστά τη στρατιωτική και σχολική παρέλαση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ