Φίλιπ Ροθ
Why Write? Collected Nonfiction 1960 – 2013
Library of America
σελ. 465. τιμή 35 δολάρια
Ο Φίλιπ Ροθ είναι σήμερα 84 ετών. Εδώ και μερικά χρόνια έχει αποσυρθεί επισήμως από το λογοτεχνικό προσκήνιο. Η απόφασή του, πάντως, δεν απέπνεε κάτι το δραματικό. Ηταν απολύτως συνειδητή. Αλλωστε, δεν είχε φθάσει μονάχα η καριέρα του συγγραφέα στο απόγειό της –ακόμη και χωρίς το Βραβείο Νομπέλ –αλλά και η κόπωση του ανθρώπου ύστερα από μισό αιώνα καθημερινής τριβής με την πεζογραφία. «Κάθε μέρα που ξημέρωνε, για πενήντα ολόκληρα χρόνια, ερχόμουν αντιμέτωπος με την επόμενη σελίδα, νιώθοντας απροστάτευτος και απροετοίμαστος. Η γραφή υπήρξε για μένα ένας άθλος αυτοσυντήρησης» αναφέρει ο ίδιος σε μια συνέντευξη που περιλαμβάνεται στο Why Write? Collected Nonfiction 1960 – 2013 που μόλις κυκλοφόρησε από τη Library of America (LOA).
Με αυτόν τον τόμο –με τη συγκέντρωση διαφορετικών κειμένων που δεν ανήκουν στο μυθοπλαστικό corpus αλλά τo φωτίζουν και το συμπληρώνουν –ολοκληρώνεται η συνολική έκδοση των έργων του Φίλιπ Ροθ από την περίφημη Βιβλιοθήκη της Αμερικής, ένα εγχείρημα που είχε ξεκινήσει το 2005 και αποτελεί ξεχωριστή τιμή για έναν συγγραφέα που βρίσκεται ακόμη εν ζωή –η είσοδός του δηλαδή στο πάνθεον της αμερικανικής λογοτεχνίας. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι οι έλληνες αναγνώστες έχουν ήδη καλυφθεί στον μέγιστο βαθμό ως προς τα ανωτέρω, καθώς από τις εκδόσεις Πόλις έχουν κυκλοφορήσει τόσο οι Κουβέντες του σιναφιού όσο και το Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους.


Philip Roth
Τα γεγονότα – Η αυτοβιογραφία ενός μυθιστοριογράφου
Μετάφραση Κατερίνα Σχινά.
Εκδόσεις Πόλις, 2017
σελ. 288, τιμή 16 ευρώ
Ανάκληση του παρελθόντος
Το πλέον πρόσφατο έργο του Φίλιπ Ροθ στη γλώσσα μας είναι Τα γεγονότα –Η αυτοβιογραφία ενός μυθιστοριογράφου, ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1988. Προηγήθηκε δηλαδή της συγκλονιστικής Πατρικής κληρονομιάς και εκδόθηκε μετά την Αντιζωή, σε μια περίοδο που το δημοφιλέστερο alter ego του αμερικανοεβραίου συγγραφέα, ο ομότεχνός του Νέιθαν Ζούκερμαν, είχε πλέον εδραιωθεί. Ο Φίλιπ Ροθ έγραψε Τα γεγονότα σε ηλικία 55 ετών, μέσα σε ένα «ξέσπασμα νοσταλγίας για τους γονείς» του, έχοντας χάσει τη μητέρα του και συντροφεύοντας τον γηραιό και ασθενή πατέρα του στην τελευταία φάση της ζωής του. Αφορμή στάθηκε ο νευρικός κλονισμός που βίωσε ο ίδιος ο συγγραφέας την άνοιξη του 1987 –μια συναισθηματική και πνευματική κατάρρευση –που προέκυψε από μια «ασήμαντη εγχείριση» η οποία μετεξελίχθηκε «σε μια παρατεταμένη σωματική δοκιμασία». Σε μια προσπάθεια, λοιπόν, όχι μόνο να ανακτήσει την ίδια του τη ζωή αλλά και να τη συνεχίσει, αποφάσισε να επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου χαρτογράφησή της: να ανακαλέσει το παρελθόν του ως μια ιστορία «πολλαπλών απαρχών» και να παρουσιάσει τον εαυτό του «αμεταμφίεστο», αφήνοντας κατά μέρος την περίτεχνη «συγκάλυψη» και τις εκλεπτυσμένες «μεταμορφώσεις» που του επέτρεπε η τέχνη της μυθοπλασίας.
«Αυτό εδώ το χειρόγραφο», εξομολογείται ο μυθιστοριογράφος Φίλιπ Ροθ στον φανταστικό ήρωά του, τον γενειοφόρο Ζούκερμαν που κατοικεί πλέον στο Λονδίνο με τη σύζυγό του, «είναι ο απογυμνωμένος σκελετός, η δομή μιας ζωής στερημένης από μυθοπλασία». Ο δημιουργός, απευθυνόμενος στην κορυφαία του επινόηση, εκθέτει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί προβληματική τη δημοσίευση μιας τέτοιας προσωπικής κατάθεσης και καλεί το δημιούργημά του να απαντήσει στο ερώτημα: να το εκδώσει ή όχι; Προτού διαβάσουμε, στο τέλος του βιβλίου, τη μακροσκελέστατη απαντητική επιστολή του Ζούκερμαν –έναν εντυπωσιακό κόλαφο με τον οποίο στηλιτεύει τις αποσιωπήσεις που χτίζουν μια δομική ανειλικρίνεια –γινόμαστε μάρτυρες μιας διαδικασίας που ο Φίλιπ Ροθ περιγράφει ως μύηση «στον συγγραφέα που είμαι».
Το αποτέλεσμα είναι αξιανάγνωστο επειδή ακριβώς, όχι μόνο δημιουργεί την ατμόσφαιρα μιας μυθιστορηματικής αφήγησης –από το συμβατικό campus novel λ.χ. ως το εξεζητημένο ψυχόδραμα ή τη μαύρη κωμωδία –αλλά αναδεικνύει, συγχρόνως, τη σύνθετη παθολογία της δημιουργικής φαντασίας και τη σχέση της με την πραγματικότητα της ζωής, δηλαδή με τα γεγονότα που είναι λιγότερο άκαμπτα από όσο πιστεύουμε και περισσότερο εύπλαστα.
Τα παιδικά χρόνια
Η παιδική ηλικία του Φίλιπ Ροθ, στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, ήταν «ασφαλής και προστατευμένη». Μεγάλωσε ως τυπικός Αμερικανός της εποχής του μέσα σε μια εβραϊκή οικογένεια της κατώτερης μεσαίας τάξης. Η γειτονιά του και το σπίτι του βρίσκονταν στο Νιούαρκ, στο Νιου Τζέρσεϊ της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας του εργαζόταν ως ασφαλιστής στην εταιρεία Μετροπόλιταν Λάιφ που έδρευε στο Μανχάταν και, παρά το «μειονέκτημα της καταγωγής» του, κατάφερε να γίνει διευθυντικό στέλεχος, αντιπροσωπεύοντας στα μάτια του γιου του «έναν πραγματικό θρίαμβο της ατομικής βούλησης επί των θεσμικών προκαταλήψεων». Με τη σάρκα της μητέρας του λ.χ. διατηρούσε έναν κολοσσιαίο δεσμό: η μεταμορφωμένη ενσάρκωση της ιδίας ήταν «ένα στιλπνό παλτό από γούνα φώκιας» που τον ζέσταινε όταν ήταν νήπιο.
Αγαπούσε το μπέιζμπολ αλλά στα δώδεκά του αποφάσισε να γίνει «δικηγόρος των ταπεινών και καταφρονεμένων», μιας και είχε το «χάρισμα της πάρλας», το ασυνείδητο πρόπλασμα, θα έλεγε κανείς, του ασυμβίβαστου ταλέντου του που άρχισε να αναδύεται στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και δοκίμασε γρήγορα τις αντοχές του εβραϊκού κατεστημένου (κατηγορήθηκε για «αυτοαπέχθεια» και «αντισημιτισμό» και, το 1962, στο Πανεπιστήμιο της Γεσίβα, σε μια στρογγυλή τράπεζα με τα χαρακτηριστικά ενέδρας, τον υπερασπίστηκε ο Ραλφ Ελισον, ένας εμβληματικός συγγραφέας της Μαύρης Αμερικής).
Η ολέθρια ηθική αφέλεια
Τη σοβαρή λογοτεχνία την είχε ανακαλύψει στην εφηβεία –ο Τόμας Γουλφ ήταν ο δικός του τιτάνας –από τα βιβλία τσέπης του μεγαλύτερου αδερφού του Σάντι, ο οποίος σπούδαζε Καλές Τέχνες στο Ινστιτούτο Πρατ.
Αργότερα, η ένθερμη ενασχόλησή του με την αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπακνέλ –στη συντηρητική Πενσιλβάνια –έδειχνε ότι επρόκειτο να διαπρέψει ως καθηγητής Λογοτεχνίας αλλά η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία σταμάτησε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Τα παράτησε, στην πραγματικότητα, επειδή σαρώθηκε, όπως γράφει τουλάχιστον, από την ολέθρια ηθική του αφέλεια. Η γνωριμία του και η πολυετής εμπλοκή του με την Τζόζι (η σχετική ενότητα τιτλοφορείται ειρωνικά «Το κορίτσι των ονείρων μου») αποδείχθηκε μάλλον καθοριστική για τη σταδιοδρομία του, μολονότι λίγο έλειψε να τον εκτροχιάσει μια και καλή από το πεπρωμένο του άντρα που πάσχιζε να γίνει, ανεξάρτητος και ελεύθερος. Με αυτή τη γυναίκα, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του, χωρισμένη μητέρα δύο παιδιών, συνήψε έναν φρικτό γάμο –η επιτομή της αρρωστημένης σχέσης! –που δεν τερματίστηκε στα δικαστήρια αλλά με τον βίαιο θάνατο της εν διαστάσει συζύγου.
«Πώς μπορούσε να είναι νεκρή, αφού δεν την είχα σκοτώσει εγώ;» διερωτάται ο Φίλιπ Ροθ και ξαπλώνει στο γρασίδι του Σέντραλ Παρκ για να απολαύσει τον ήλιο την ημέρα που απαλλάχτηκε απρόσμενα από τον ζωντανό εφιάλτη του, από εκείνη τη «μαστόρισσα της σκευωρίας», η οποία μπορεί μεν να τον υποδούλωσε στη συνεχή θυματοποίησή της, αλλά αποδείχθηκε και η καλύτερη δασκάλα του στην «εξτρεμιστική μυθοπλασία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ