Αριστείδης Ε. Φουτρίδης
Το τιμιότερο πρόσφορο
Επιστολές του Αριστείδη Ε. Φουτρίδη προς τον Χρίστο Ν. Λαμπράκη, τον Σωκράτη Β. Κουγέα και συγγενικά του πρόσωπα

Επιμέλεια Σωκράτης Β. Κουγέας
Εκδόσεις Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2017
σελ. 345, τιμή 18 ευρώ

Παιδί φανατικό για γράμματα, ο Αριστείδης Φουτρίδης, γιος του καπετάνιου Ευάγγελου Φουτρίδη, γεννήθηκε το 1887 στην Ικαρία και κατέληξε καθηγητής Ελληνικών Σπουδών στο Χάρβαρντ. Ο αιώνας που μας χωρίζει από την αναχώρησή του από την Ελλάδα και τον πρόωρο θάνατό του – πέθανε από συγκοπή σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών το καλοκαίρι του 1923 – έχει εξασθενίσει την ακτινοβολία του στα καθ’ ημάς, παραμένει όμως φημισμένο τέκνο του ελληνισμού της Διασποράς στους κύκλους των αποδήμων και πρωτοπόρος νεοελληνιστής στους κύκλους των αμερικανών ελληνιστών. Σπούδασε κλασική και αγγλική φιλολογία στο Χάρβαρντ – συνεχίζοντας τις σπουδές που άφησε ανολοκλήρωτες στην Αθήνα λόγω εσπευσμένης αναχώρησης για την Αίγυπτο για λόγους οικονομικούς – όπου και δίδαξε αφήνοντας σημαντικό λογοτεχνικό, μεταφραστικό και κριτικό έργο. Μελέτησε τους αρχαίους τραγικούς, εκπόνησε διατριβή (1910) για τον Διγενή Ακρίτη, μετέφρασε σύγχρονούς του λογοτέχνες, ίδρυσε τον «Ελικώνα» (1911-1918), την πρώτη ελληνική φοιτητική Ενωση στις ΗΠΑ, και δημοσίευσε στα αγγλικά δοκίμια για τους έλληνες λογοτέχνες της εποχής του.

Το περιπετειώδες μυθιστόρημα της ζωής του αφηγείται ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο στις εκατόν οκτώ επιστολές που κυκλοφόρησαν στον τόμο Το τιμιότερο πρόσφορο (ΜΙΕΤ, 2017) προς τους φίλους του Χρίστο Ν. Λαμπράκη και Σωκράτη Κουγέα, την αδελφή του Δέσποινα, τον αδελφό του Νείλο και άλλα συγγενικά του πρόσωπα. Την έκδοση των επιστολών, οι οποίες απόκεινται στο Ελληνικό, Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), επιμελήθηκε ο φιλόλογος και ερευνητής Σωκράτης Β. Κουγέας, εγγονός του ιστορικού, πανεπιστημιακού καθηγητή και ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα (1877-1966) και μελετητής της ζωής και του έργου του ηπειρώτη παιδαγωγού Χρίστου Ν. Λαμπράκη (1882-1925). Η αναλυτική και κατατοπιστική εισαγωγή του στον τόμο καθώς και τα σοφά επιλεγμένα πραγματολογικά σχόλια που υπογράφει μαζί με την Κατερίνα Ευσταθίου πλαισιώνουν την προσωπική αποσπασματική αφήγηση του Φουτρίδη με όλα τα ιστορικά και φιλολογικά της συμφραζόμενα. Είναι τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, της όξυνσης του γλωσσικού ζητήματος, της συγκρότησης του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910), των μεγάλων βενιζελικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και των συνακόλουθων αναιρέσεών τους από τις αντίπαλες κυβερνήσεις. Είναι μια εποχή κινητικότητας και αισιοδοξίας για τις ελληνικές σπουδές. Στις επιστολές παρακολουθούμε από κοντά πώς οι τρεις φίλοι, συντασσόμενοι με τη βενιζελική παράταξη, τους δημοτικιστές και τον κύκλο του Νικόλαου Πολίτη, δίνουν ο καθένας από το δικό του μετερίζι αγώνα για την πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας. Ο Κουγέας ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέσα από άλλες δημόσιες θέσεις, ο Λαμπράκης ως συλλογέας δημοτικών τραγουδιών της πατρίδας του και θεμελιωτής των Νεοελληνικών Σπουδών στη Γενεύη με κληροδότημα που αφήνει μετά τον θάνατό του, και ο Φουτρίδης ως καταξιωμένος ελληνιστής σε ένα τα περιφημότερα πανεπιστήμια της αμερικανικής Ivy League, στη μνήμη του οποίου το Χάρβαρντ προσφέρει υποτροφία σε έλληνες φοιτητές.

Δάσκαλος του Κωνσταντίνου Τσάτσου
Φοιτητής στην Αθήνα, για να καλύψει τα έξοδα των σπουδών του, ο Φουτρίδης παραδίδει μαθήματα σε δύο παιδιά της οικογένειας Τσάτσου. Ο μικρότερος από τους μαθητές του, ο Κωστάκης, είναι ο μετέπειτα φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Παρότι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν μόλις έξι ετών το 1905 όταν ο Φουτρίδης έφυγε από την Αθήνα συστήνοντας στην οικογένεια Τσάτσου ως διάδοχό του τον φίλο του Χρίστο Λαμπράκη, αυτό το «χρυσό παιδάκι» είχε ήδη εντυπωσιάσει τον δάσκαλό του με τις μαθησιακές του ικανότητες. Γνωρίζει τα μέρη του λόγου, κλίνει ουσιαστικά και ρήματα, κάνει αριθμητικές πράξεις και απολαμβάνει τις αφηγήσεις επεισοδίων από την ελληνική Ιστορία. «Είνε ψυχή ευφάνταστη και ποιητική. Δίδε τροφήν με εθνικά παραμυθάκια, με την αρχαίαν μυθολογίαν. Προ παντός πρόσεχε να λαμβάνη ύφος εμπνευσμένου· θα τον βλέπεις σχεδόν δακρύοντα» γράφει ο Φουτρίδης στον Λαμπράκη στις 24 Οκτωβρίου 1905 από την Αίγυπτο, καταλήγοντας: «Tον Κωστάκην πολύ τον αγαπώ και σοι τον εμπιστεύομαι με όλην την θέρμην της απείρου στοργής ην προς αυτόν τρέφω». Δέκα χρόνια αργότερα, στην Αμερική πια, βραβευμένος μελετητής, δεν παύει να ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια του παλιού μαθητή του. Μέσω του Λαμπράκη στέλνει στον Κωστάκη μελετήματά του στα αγγλικά, την πραγματεία «The Literary Impulse of Modern Greece» και το άρθρο του για τον Ολυμπο που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο αμερικανικό περιοδικό Scribners’ Magazine.
Απόστολος του δημοτικισμού
Στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος οπωσδήποτε δεν θα συναντήσουμε το όνομα του Φουτρίδη μεταξύ των μαχόμενων δημοτικιστών. Αντιθέτως. Στην Αθήνα ζει από κοντά τις ταραχές των Ευαγγελικών (1901) και των Ορεστειακών (1903) και, φοιτητής της φιλολογίας, συμμετέχει με άλλους φοιτητές του αρχαϊστή καθηγητή Γεωργίου Μιστριώτη στον προπηλακισμό του «προδότη» Παλαμά. Λίγα χρόνια αργότερα, δάσκαλος στο Σιμπίν ελ Κομ στην Αίγυπτο –όταν στα πρώτα του μαθήματα, ύστερα από μια εισαγωγή στη γραμματική της αττικής διαλέκτου και μια διάλεξη περί του κάλλους της (αρχαίας) ελληνικής, οι μαθητές του τού μαρτυρούν ότι ο προηγούμενος δάσκαλός τους τη θεωρούσε βάρβαρη γλώσσα και «καλλίτερη αυτή που μιλούμε» –ο Φουτρίδης αποφαίνεται για τον «μαλλιαρό» προκάτοχό του: «Θα είνε τρελλός». Στις ΗΠΑ, μακριά από την επιρροή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Φουτρίδης διαβάζει τακτικά τον Νουμά, υιοθετεί στον λόγο του μια ήπια δημοτική και γίνεται σταδιακά ευαγγελιστής της δημοτικής γλώσσας και των δημοτικιστών συγγραφέων στον Νέο Κόσμο. Μάρτυρες της μεταστροφής αυτής, οι επιστολές που δημοσιεύονται στον τόμο, γραμμένες στην καθαρεύουσα, ακόμη κι εκείνες που απευθύνονται στα πιο οικεία του πρόσωπα, απεκδύονται βαθμιαία το καθαρευουσιάνικο λεξιλόγιο και τη μορφολογία και αποστέλλονται στην Ελλάδα σε μια ζεστή δημοτική. Ζητά συχνά στους φίλους του να του ταχυδρομήσουν ποιήματα του Παλαμά με τα οποία δηλώνει, τον Δεκέμβριο του 1914, πως «έχω ίσαμε τώρα γεμίση τους αμερικανούς και ελληνικούς μου φίλους της Βοστώνης». Την επόμενη χρονιά θα δώσει σχετική διάλεξη στα ελληνικά στο ελληνικό κοινό της Βοστώνης. «Εβάλαμε σωστή φωτιά», θα γράψει στον Λαμπράκη. «Το γλωσσικό ζήτημα άναψε με όλες τις φασαρίες του».
Μεταφραστής του Παλαμά
Στα τέλη του 1914 ο Φουτρίδης έχει μόλις επιστρέψει στις ΗΠΑ από πολύμηνη παραμονή στην Ελλάδα όπου συναντιέται και με τον Παλαμά. Είναι τώρα πεπεισμένος για την «επιστροφή της πνευματικής αριστοκρατίας στην ψυχή του λαού». Στο κίνημα αυτό ξεχωρίζει τον ποιητή Παλαμά και τον λαογράφο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νικόλαο Πολίτη. Κοινοποιεί τις απόψεις του στους αμερικανούς αναγνώστες στο άρθρο «The Literary Impulse of Modern Greece» που δημοσιεύεται στο πρωτοχρονιάτικο τεύχος του Poet Lore (1915). Οπως μεταφέρει ο ίδιος σε επιστολή του στον Λαμπράκη τον Απρίλιο του 1915, στο άρθρο υποστηρίζει ότι Πολίτης και Παλαμάς είναι «τέλειοι εργάτες εντελώς αφοσιωμένοι στην ψυχή του λαού». Ο Πολίτης χαρακτηρίζεται «πιστός συλλέχτης και σωτήρας κάθε λαϊκής δημιουργίας» και ο πάλαι ποτέ «προδότης» Παλαμάς «η μεγαλύτερη δημιουργική λογοτεχνική μεγαλοφυΐα που η Ελλάδα έχει γεννήσει μετά την αρχαία κλασσική εποχή». Αρχίζει να μεταφράζει Παλαμά. H δουλειά θα γίνει εξαιρετικά μεθοδικά. Για να αποφασίσει με ποιο κείμενο θα ξεκινήσει, ζητά να διαβάσει όλα τα έργα του Παλαμά, ζητά την άδειά του, ζητά και το copyright από την κεντρική κυβέρνηση στις ΗΠΑ. Μέσω Λαμπράκη μηνύει στον Παλαμά: «Τα έξοδα θα είναι όλα δικά μου και αν τυχόν και έχωμε κέρδη τότε θα είναι ελεύθερος ο ποιητής να τα διαθέσει όπως θέλει ο ίδιος». Τα επόμενα χρόνια θα μεταφράσει –και θα εκδοθούν –την Ασάλευτη ζωή (1919, 1921), τον «Θάνατο παλληκαριού» (1920) και την Τρισεύγενη (1923). Κατά διαστήματα γράφει στον Παλαμά, του ζητά βιογραφικά στοιχεία και βιβλία. Ο ποιητής αμελεί να απαντήσει. Εναν χρόνο μετά τον θάνατο του Φουτρίδη, θα του κάνει φιλολογικό μνημόσυνο στον Ελεύθερο Λόγο, κλείνοντας με την υπόσχεση να δημοσιεύσει κάποτε την τελευταία επιστολή που του έστειλε ο Φουτρίδης λίγο πριν πεθάνει, τον Μάρτιο του 1923, το «τιμιότερο πρόσφορο» στη μνήμη του.
Μια ανθολογία νεοελληνικού διηγήματος
Καθώς τα ενδιαφέροντα του Φουτρίδη στο Χάρβαρντ μετακινούνται σταδιακά από την αρχαία στη σύγχρονη γραμματεία, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της διάδοσης του νεοελληνικού πολιτισμού στην Αμερική και συνεργάζεται με την ελληνοαμερικανίδα λογοτέχνισσα Δήμητρα Βάκα στην έκδοση μιας ανθολογίας νεοελληνικού διηγήματος. Ο τόμος Modern Greek Stories (Duffield and Company, 1920) –ψηφιοποιημένος τώρα στο σύνολό του από τη Βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ και προσβάσιμος μέσω Διαδικτύου –περιλαμβάνει διηγήματα των Καρκαβίτσα, Βιζυηνού, Δροσίνη, Ξενόπουλου, Πολυλά, Εφταλιώτη, Παλαμά, Καστανάκη, Παπαδιαμάντη μεταφρασμένα από τον Φουτρίδη και τη Βάκα, η οποία υπογράφει το προλογικό σημείωμα. Η ιδέα είχε προταθεί στη Βάκα από τον νεοϋορκέζικο εκδοτικό οίκο, που ζητούσε δέκα διηγήματα «διαφόρων συγγραφέων εκφραστικών της ελληνικής ζωής». Μεθοδικός πάντα, άξιος μίμησης για ανάλογες εκδοτικές προσπάθειες και επί των ημερών μας, το 1919 ο Φουτρίδης γράφει στον Κουγέα: «Τρέξε σε παρακαλώ στον Δελμούζο, Χατζόπουλο, Δέλτα, Παλαμά κτλ. και μαζί κάμετε πρόχειρη λίστα δέκα καλλιτέρων νεωτέρων διηγηματογράφων… αν μου στείλεις και τίποτε δημοσιευμένες κριτικές διηγηματογραφίας νεοελληνικές θα σου φέρω ό,τι δώρο μου ζητήσεις από την Αμερική». Στην αλληλογραφία του σώζονται οι λίστες που του είχε αποστείλει ο Κουγέας, στις οποίες, μεταξύ άλλων, προτείνονται επίσης κείμενα του Χατζόπουλου, του Πασαγιάννη, του Θεοτόκη και του Κονδυλάκη.
Κριτικός της σύγχρονής του παραγωγής
Παρότι ζητά τη βοήθεια φίλων του στην Ελλάδα, ο Φουτρίδης παρακολουθεί από πρώτο χέρι την ελληνική λογοτεχνική κίνηση από την αλεξανδρινή Νέα Ζωή, τον Νουμά, τη Λαογραφία και άλλα έντυπα που ζητά να του στέλνουν από την Αθήνα, και εκφράζει με παρρησία τις απόψεις του. Τον Ιούνιο του 1910, με αφορμή τεύχος της Ηγησώς που του στέλνει ο Λαμπράκης, σχολιάζει: «Πες εις αυτούς τους ποιητάδες να παύσουν να γρινιάζουν και να γράφουν κάτι με σημασία και καθ’ αυτό ελληνικό. […] Η ζωή είναι ωραία, έρως, φύσις, γη, ουρανός, όλα εις την Ελλάδα είναι γλυκά. Μου φαίνεται σαν παρακμή να έχωμε να γρινιάζωμεν διά πόνους ανυπάρκτους και φαντασιοπληξίας εν ω έχομεν τόσο ωραίας παραδόσεις τόσω εμπνευστικά θέματα εις την γλώσσα μας. Επειτα η τεχνική των μου φαίνεται κάπως ακαταλόγιστος…». Με κριτική οξύνοια συλλαμβάνει την ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και θλίψης που επικρατεί στην ποίηση των νεαρών νεορομαντικών ποιητών της βραχύβιας Ηγησώς (1907-1908), με την οποία συνεργάζονται τακτικά ο Βάρναλης, ο Λαπαθιώτης και ο Φιλύρας –η οποία θα εκφραστεί εντονότερα την επόμενη δεκαετία από τους ίδιους και άλλους ποιητές της λεγόμενης «ποίησης της παρακμής».
«Η παιδεία πηγή της κακοδαιμονίας μας»
Η προοδευτική γλωσσική και ιδεολογική μεταστροφή του Φουτρίδη οφείλεται εν πολλοίς, όπως μαρτυρεί επιστολή του Δεκεμβρίου του 1908 από τη Μασαχουσέτη, στην επίδραση που ασκεί επάνω του η αμερικανική εκπαίδευση. Τα παιδευτικά οφέλη του Χάρβαρντ προκαλούν δύσθυμες σκέψεις για την ελληνική κοινωνία –με ισχύ. «Οσω περισσότερον απολαύω των αγαθών του ενταύθα κόσμου, τόσω βαθύτερον οίκτον αισθάνομαι διά την φοβεράν κατάραν του έθνους μας να έχει τόσο ελεεινήν παιδείαν. Εν τη παιδεία μας κείται νομίζω η πηγή της κακοδαιμονίας μας». Και συνεχίζει στην επιστολή του προς τον φίλτατο Χρίστο: «Οι χρυσοί μας αιώνες παρήλθον! Χρειαζόμαστε Νέαν Ζωήν, χρειαζόμεθα φως νέων πηγών. Η Ελλάς μας είναι νεκρόν άγαλμα. Χρειάζεται ο εραστής Πυγμαλίων ίνα τη δώση ζωήν διά του πυρός θείου έρωτος». Και προτρέπει τους φίλους του στην Ελλάδα να ακολουθήσουν το παράδειγμα άλλων εθνών: «…εάν θέλετε να κάμητε τίποτε εις εκείνον τον τόπον, να φροντίσητε με κάθε τρόπον να ζήσητε επί δύο τρία έτη εις κόσμους, όπου ζη ακόμη ελευθερία αληθής».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ