Stanley Aronowitz
Ταξικές υποθέσεις. Εξουσία και κοινωνικό κίνημα

Μετάφραση. Ασπα Γολέμη
Eκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2017
σελ. 310, τιμή 32,32 ευρώ

Εχει νόημα η έννοια της κοινωνικής τάξης στον πρώιμο 21ο αιώνα; Εχει ισχύ ως εννοιολογικό εργαλείο; Μπορεί να νοηθεί ακόμη με τα βασικά δεδομένα με τα οποία τη διατύπωσε ο Καρλ Μαρξ πριν από 150 χρόνια, απαιτεί τροποποιήσεις, ριζική αναθεώρηση, απόρριψη; Πέρα από την αναλυτική της αξία, έχει αντίκρισμα στην κοινωνική πραγματικότητα; Στο φως του 1989 και στο μέτρο που η μαρξιστική κριτική του καπιταλισμού ενσαρκώθηκε μετά το 1917 κυρίως ως πολιτικό επιχείρημα παρά ως οικονομική και κοινωνιολογική ανάλυση, η τάξη έχει υποχωρήσει ως οργανωτική αρχή των κοινωνικών επιστημών αντικατοπτρίζοντας ταυτόχρονα την αποβιομηχάνιση της Δύσης και τη συνακόλουθη μείωση του αριθμού των εργατών. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Στάνλεϊ Αρόνοβιτς, καθηγητή Κοινωνιολογίας και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Πόλης της Νέας Υόρκης (City University of New York), κριτικό της κουλτούρας και πολιτικό ακτιβιστή, αυτή η εξέλιξη δεν συνιστά αναγκαία και ικανή συνθήκη για να την αφαιρέσει κανείς από το ρεπερτόριο της κοινωνιολογικής σκέψης. Αντίθετα, ο Αρόνοβιτς προτείνει στις «Ταξικές υποθέσεις» μια εκλεπτυσμένη νοηματοδότηση της έννοιας της τάξης που απορρίπτει τις αχρονικές θεωρήσεις τονίζοντας την ιστορικότητα και την ανάγκη έδρασής της στα σύγχρονα κοινωνικά συμφραζόμενα.

Πολύπλοκος ταξικός χάρτης
Ο Αρόνοβιτς προσδιορίζει εξαρχής έναν «πολύπλοκο ταξικό χάρτη». «Ο «κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας», όπως τον αποκαλούσε ο Μαρξ, έχει αλλάξει πολλές φορές από την αυγή της βιομηχανικής επανάστασης» επισημαίνει. Οι ευρείες διαφοροποιήσεις του Μαρξ και του Ενγκελς, το «κεφάλαιο» και οι «προλετάριοι» έχουν δώσει τη θέση τους σε διαστρωματώσεις που περιλαμβάνουν μισθωτά διευθυντικά στελέχη, διανοούμενους επιστήμονες και τεχνικούς και μια «επαγγελματική-διευθυντική τάξη». Αν επιμείνουμε στην κλασική εκδοχή μαρξιστών και μη αναλυτών που εγγράφει τις τάξεις στις σχέσεις κατοχής κεφαλαίου και παραγωγικής εργασίας, θα προβούμε απλώς σε «κοινωνική χαρτογράφηση», μια απλή διαδικασία κατάταξης σε «άχρονα κοινωνικά πλέγματα» χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας τις ιστορικές μεταβολές στη συγκρότηση ή στη σύνθεσή τους. Προκειμένου να ταυτίσουμε αποτελεσματικά το πολιτικό υποκείμενο, ο συγγραφέας υποστηρίζει «ότι η έννοια της τάξης πρέπει να μετατοπιστεί από ένα σχίσμα που βασίζεται αποκλειστικά στις σχέσεις κατοχής κεφαλαίου, δηλαδή παραγωγικής ιδιοκτησίας, και από τη συνακόλουθη ιδέα ότι οι βασικές τάξεις έχουν διαταχθεί βάσει της παραγωγικής εργασίας –αυτής που παράγει την υπεραξία –προς τις σχέσεις εξουσίας –εκείνες που ανακύπτουν σε όλα τα πεδία». Για τον Αρόνοβιτς η προσέγγιση αυτή υπερέχει, εφόσον συμπεριλαμβάνει μεταβολές όπως η παραμονή τμήματος του σύγχρονου δυτικού πληθυσμού (περιθωριακοί, πτυχιούχοι, ανεξάρτητοι καλλιτέχνες) έξω από το σύστημα μισθωτής εργασίας, η εξάπλωση της εμπορευματοποίησης στο επίπεδο της καθημερινής ύπαρξης, η διάχυση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας εκτός εθνικού πλαισίου, η διαφοροποίηση του νοήματος και της εμβέλειας της πολιτισμικής εξουσίας, οι κατακλυσμιαίες τεχνολογικές αλλαγές, οι βαθιές εργασιακές ανατροπές, οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές.
Η πρόταση του Αρόνοβιτς φέρει σαφές αριστερό πολιτικό πρόσημο: ανήκει στη ριζοσπαστική κριτική των αρχών της δεκαετίας του 2000 που επέκρινε σκληρά τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πρακτικές συντηρητικών, φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών, είδε στα κινήματα του Σιάτλ και της Γένοβας την αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση και θεώρησε την εκδήλωσή τους δυνητική εμφάνιση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Με αποκορύφωμα το κίνημα Occupy Wall Street, το οποίο εκ των υστέρων μοιάζει με την παλίρροια παρόμοιων κινητοποιήσεων, αυτή η μερίδα διανοουμένων δικαιούται να θεωρεί ότι οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν την εκ μέρους της επίμονη υπενθύμιση της πορείας και των εκπλήξεων που επιφυλάσσει η Ιστορία: η αμερικανική κρίση των ενυπόθηκων δανείων το 2007, η επακόλουθη ευρωπαϊκή κρίση χρέους και οι συνέπειές τους θα αποτελούσαν εξαιρετικό επίλογο στην κατεδαφιστική κριτική που επιφυλάσσει ο Αρόνοβιτς στην κατά Φράνσις Φουκουγιάμα έννοια του «τέλους της Ιστορίας». Γραμμένο άλλωστε το 2003, το βιβλίο σε αρκετά σημεία της κριτικής του τονίζει στοιχεία που στη συνέχεια εκδηλώθηκαν εντονότερα: οι επικρίσεις κατά του αμερικανικού εκλογικού συστήματος, στον απόηχο της απώλειας της λαϊκής ψήφου αλλά της νίκης στο εκλεκτορικό κολέγιο του Τζορτζ Μπους το 2000, είναι πολύ πιο επίκαιρες μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, η επισήμανση για την εκλογική αποχή ως έκφραση απώλειας εμπιστοσύνης στους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας αντί απάθειας ή συγκατάθεσης θυμίζει την πρόσφατη ευρωπαϊκή και ελληνική εμπειρία.
Πραγματισμός και όραμα
Η αριστερή του ταύτιση ωστόσο δεν ακυρώνει την πραγματιστική ματιά του Στάνλεϊ Αρόνοβιτς. Τάσσεται υπέρ της αυτοοργάνωσης, των εναλλακτικών θεσμών, της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας», σημειώνει όμως το πρόβλημα του σύγχρονου προσδιορισμού της. Αποδίδει θεμελιώδη σημασία στα κοινωνικά κινήματα, τα οποία θεωρεί, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όχι μόνο αγώνες για την απονομή δικαιοσύνης (φεμινισμός, κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων) αλλά «τόπους» σχηματισμού τάξεων, δεν παραλείπει ωστόσο να ασκήσει κριτική στις πολιτικές πρακτικές τους. Το 2011, για παράδειγμα, απέρριπτε στο περιοδικό του συνδικάτου των εργαζομένων του Πανεπιστημίου της Πόλης της Νέας Υόρκης τη διακηρυγμένη βούληση του «Occupy» να αποτελέσει «μετα-πολιτικό» κίνημα, ενώ το 2012 έλεγε σε συνέντευξή του στον δικτυακό τόπο «The Brooklyn Rail» ότι «κατά την κρίση μου, το κίνημα αρνήθηκε ως τώρα να προτείνει δρόμους προς έναν πολιτικό σχηματισμό. Δεν διαθέτει εναλλακτικό όραμα για την κοινωνία».
Το εναλλακτικό όραμα για την κοινωνία ωστόσο σπανίζει γενικότερα στις μέρες μας. Ο Αρόνοβιτς διαπιστώνει μια «κρίση της διανόησης» που απολήγει σε «ορφανεμένη φαντασία», στην «αδυναμία να φανταστούμε ένα ποιοτικά διαφορετικό μέλλον». Καθώς «η απώλεια κύρους του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού έχει αφήσει ένα τεράστιο κενό στην εναλλακτική, πόσω μάλλον την ουτοπική, σκέψη», το εύρος και η πολυπλοκότητα των σημερινών προβλημάτων «απαιτούν νέες ιδέες που η παραδοσιακή Αριστερά φαίνεται ανίκανη να παράσχει». Η ουτοπία λοιπόν βρίσκεται πλέον «σε αναμονή» (και όχι «σε κράτηση», όπως μεταφράζεται στο βιβλίο η φράση «on hold»).

Αν η στάση του Στάνλεϊ Αρόνοβιτς παραμένει αισιόδοξη, αυτό οφείλεται σε δύο διακριτούς παράγοντες. Η πρόσφατη την εποχή της συγγραφής του βιβλίου εμπειρία των κινημάτων του Σιάτλ και της Γένοβας, αναζωογονητική για τον αμερικανό κοινωνιολόγο υπενθύμιση της δυναμικής διατύπωσης λαϊκών αιτημάτων, συνιστά για εμάς, έξι χρόνια μετά τους «Αγανακτισμένους» της Ευρώπης και της Ελλάδας, περισσότερο ερώτημα παρά απάντηση. Παρόμοιες συσσωματώσεις, οριζόντιας συγκρότησης, που δεν αποκρυσταλλώνονται τελικά σε μόνιμες δομές (με την εξαίρεση των Podemos), μπορούν να αποτελέσουν κινητήρα ευρύτερων κοινωνικών αλλαγών, κληροδοτούν ενδεχομένως στο μέλλον παρακαταθήκες ιδεών ή συνιστούν στιγμιαίες πολιτικές εκρήξεις που ανήκουν περισσότερο στις υποσημειώσεις παρά στο σώμα του κειμένου της Ιστορίας; Είτε ναι είτε όχι, είναι κυρίως ο σχηματισμός και ανασχηματισμός των τάξεων, η συγκρότηση και ανασυγκρότηση παρόμοιων μορφών με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε ιστορική προοπτική που διασφαλίζει την πεποίθηση του συγγραφέα στην καταληκτική του πρόταση για «νέα μονοπάτια, όχι μόνον αντίστασης, αλλά και εναλλακτικών επιλογών».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ