Can Dundar
Μας συνέλαβαν! Μια μαρτυρία από τη φυλακή

Μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις Κριτική, 2017
σελ. 328, τιμή 16 ευρώ

«Το κτίριό μας είναι περικυκλωμένο απ’ την αστυνομία και το γραφείο μου έχει δύο παράθυρα. Το ένα βλέπει στο δικαστήριο και τ’ άλλο σ’ ένα κοιμητήριο. Αυτά είναι τα δύο μέρη που επισκέπτονται πιο συχνά οι τούρκοι δημοσιογράφοι…» έγραφε ο Τζαν Ντουντάρ, αρχισυντάκτης της «Τζουμχουριέτ», στην ομιλία που επρόκειτο να εκφωνήσει στο Στρασβούργο. Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα είχαν αποφασίσει να απονείμουν στην ιστορική εφημερίδα (εν πολλοίς κεντροαριστερή και από την ίδρυσή της αταλάντευτα υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους) το βραβείο Ελευθερίας του Τύπου για το έτος 2015. Αυτά στο εξωτερικό, διότι στο εσωτερικό, στην Κωνσταντινούπολη για την ακρίβεια, συνέβαιναν άλλα εκείνο το μουντό φθινόπωρο: «Ο όχλος επιτέθηκε στα κεντρικά μας γραφεία… Οι επιτιθέμενοι είχαν την προστασία τόσο της αστυνομίας όσο και των δικαστικών αρχών, κι αργότερα μέχρι που επιβραβεύτηκαν από το κυβερνών κόμμα» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το AKP δηλαδή (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) που κυριαρχεί στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Τουρκίας την τελευταία δεκαπενταετία.


Μυστικές υπηρεσίες και παράνομα όπλα
Μερικούς μήνες πριν, λοιπόν, στα τέλη Μαΐουτου 2015, έγινε μια κατεπείγουσα σύσκεψη στον τέταρτο όροφο της εφημερίδας. Στην ατζέντα της συζήτησης υπήρχε μια εικόνα, «η εικόνα ενός εγκλήματος». Οι δημοσιογράφοι της «Τζουμχουριέτ» ήταν βέβαιοι ότι δεν διέπρατταν κανένα έγκλημα αλλά ότι, απεναντίας, θα αποκάλυπταν ένα, επειδή ο αρχισυντάκτης τους ήταν αποφασισμένος να δημοσιεύσει το αδιάσειστο στοιχείο. «Το βίντεο από το οποίο είχε παρθεί η εν λόγω εικόνα έδειχνε ένα φορτηγό με ρυμούλκα που ανήκε στην MΙT, την Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών, σταματημένο από τη χωροφυλακή. Οι πράκτορες διαπληκτίζονται με τους χωροφύλακες, που τους κατεβάζουν από το όχημα κι έπειτα διενεργούν έρευνα με ένταλμα από τον εισαγγελέα. Μόλις οι ατσάλινες πόρτες ανοίγουν, φανερώνονται κιβώτια με φάρμακα βαλμένα για να κρύβουν τα πυρομαχικά και τον βαρύ οπλισμό από κάτω: όλμους, εκτοξευτές χειροβομβίδων κ.λπ. Το βίντεο τραβήχτηκε στις 19 Ιανουαρίου 2014» αναφέρει ο Τζαν Ντουντάρ στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Μας συνέλαβαν! Μια μαρτυρία από τη φυλακή που μόλις κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα. Κοντολογίς, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες έστελναν όπλα στη Συρία.


Η αλαζονική οργή του «σουλτάνου»
«Εχοντας καταχραστεί εξουσία που δεν είχε, η υπηρεσία πληροφοριών έστελνε όπλα σε γειτονική χώρα δίχως κοινοβουλευτική έγκριση, με προορισμό ριζοσπαστικές ισλαμιστικές οργανώσεις κατά πάσα πιθανότητα. Αυτό καθιστούσε την Τουρκία συμμέτοχο στον συριακό εμφύλιο πόλεμο. Το κοινό είχε δικαίωμα να το γνωρίζει αυτό και να ψηφίσει ανάλογα στις εκλογές». Οι κάλπες στήθηκαν, βέβαια, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως προσδοκούσε ο Ντουντάρ. «Το κυβερνών κόμμα συγκέντρωσε 5 εκατομμύρια νέες ψήφους στις γενικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου. Ηταν ο θρίαμβος του φόβου». Πάντως το νέο στοιχείο (είχαν περάσει 16 μήνες αλλά το θέμα δεν είχε περάσει απαρατήρητο από τον πολιτικό κόσμο και τον Τύπο στη γειτονική χώρα) ήταν αυτό το βίντεο, το οποίο έδωσε στον Ντουντάρ ένας φίλος του, αριστερός βουλευτής. Στο επίμαχο φύλλο της «Τζουμχουριέτ», ο πρωτοσέλιδος τίτλος («Τα όπλα που αρνήθηκε ο Ερντογάν!») τεκμηρίωνε το ψέμα της κυβέρνησης που είχε πιαστεί επ’ αυτοφώρω (αν και ετεροχρονισμένα). Εν τω μεταξύ, οι προγενέστεροι επίσημοι ισχυρισμοί περί ανθρωπιστικής βοήθειας είχαν καταρρεύσει. Οι ίδιοι οι Τουρκμένιοι είχαν διαψεύσει την υπερασπιστική γραμμή της κυβέρνησης: «Στέλναμε όπλα στους Τουρκμένιους».
Κατόπιν, στο τηλεοπτικό δίκτυο TRT, ο «σουλτάνος» Ερντογάν δεν μπήκε καν στον κόπο να δώσει την παραμικρή εξήγηση, κάθε άλλο, σήκωσε απλώς το δάχτυλο για μία ακόμη φορά: «Εχω υποβάλει ήδη μήνυση. Ψοφάνε ν’ αμαυρώσουν την εικόνα της Τουρκίας. Οποιος έγραψε το συγκεκριμένο άρθρο θα πληρώσει βαρύ τίμημα. Δεν θα τον αφήσω να τη γλιτώσει» και, πράγματι, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς «από ένα ποινικό δικαστήριο υπό πλήρη κυβερνητικό έλεγχο», όπως υπογραμμίζει ο Τζαν Ντουντάρ, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, όταν σπούδαζε είχε εκπονήσει μεταπτυχιακή εργασία με θέμα τα κρατικά μυστικά.

Στη φυλακή της Σηλυβρίας

Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε μια ανάρτηση που έκανε ο δημοσιογράφος στο Twitter («Tutuklandık» είναι ο πρωτότυπος τίτλος στα τουρκικά). Και δεν τη δημοσίευσε ως τη στιγμή που ανακοινώθηκε επισήμως το ένταλμα της σύλληψης, έντεκα ώρες αργότερα, ένα ένταλμα που ήδη γνώριζαν οι πάντες από τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης. Το κατηγορητήριο που αντιμετώπιζε ο Τζαν Ντουντάρ – από κοινού με τον Ερντέμ Γκιουλ, προϊστάμενο του γραφείου της «Τζουμχουριέτ» στην Αγκυρα – ήταν η πολλαπλή ισόβια κάθειρξη για «απόκτηση και αποκάλυψη απόρρητων κρατικών εγγράφων, με σκοπό την πολιτική ή στρατιωτική κατασκοπεία» και «βοήθεια και υποκίνηση ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης». Η δωδεκάωρη περιπέτεια στο Δικαστικό Μέγαρο (τρομερή η συνομιλία με τον εισαγγελέα, ελλείψει αποδείξεων, και με την αβάσιμη υποψία ότι οι δημοσιογράφοι βοήθησαν την οργάνωση του Φετουλά Γκιουλέν…) έφθασε στο τέλος της 80 χιλιόμετρα μακρύτερα, σε μια φυλακή «όπου τόσο εύκολα έμπαινες και τόσο δύσκολα έβγαινες», ένα σωφρονιστικό ίδρυμα με 15.000 κρατουμένους και καταδίκους. Η φυλακή της Σηλυβρίας «θεμελιώθηκε τρία χρόνια αφότου ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία. Ανοιξε το 2008 και σύντομα έγινε στρατόπεδο συγκέντρωσης για τους αντιπάλους του… Παντού υπήρχαν τοίχοι και αγκαθωτά συρματοπλέγματα, εδώ ήταν ένας τόπος από σίδερο και τσιμέντο…». Η τραγική ειρωνεία είναι πως ο Ντουντάρ φυλακίστηκε στην ίδια απομόνωση, τη δημιουργία της οποίας (φυλακές Τύπου F) ο ίδιος μαζί με πολλούς διανοουμένους (μεταξύ αυτών οι κορυφαίοι συγγραφείς Γιασάρ Κεμάλ και Ορχάν Παμούκ) είχαν προσπαθήσει να αποτρέψουν μια δεκαπενταετία νωρίτερα. Στο βιβλίο αυτό, ένα αφήγημα ελπιδοφόρο, παρά το δυσοίωνο σκηνικό του, ο Τζαν Ντουντάρ – ο οποίος, έχοντας επιζήσει από μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, βρίσκεται πλέον στη Γερμανία – αφηγείται, σε έναν τόνο βαθιά προσωπικό και ανθρώπινο, την καφκική διαδικασία που τον οδήγησε πίσω από τα κάγκελα, την «τρίμηνη αιχμαλωσία» του, το τίμημα δηλαδή που πλήρωσε για την ακεραιότητά του. Τα όσα καταγράφει είναι αποκαλυπτικά για το ήθος – την ανηθικότητα, για να είμαστε ακριβέστεροι – της σημερινής εξουσίας στην Τουρκία, ένα καθεστώς που μοιάζει με το «Παλάτι της αυθαιρεσίας» και έχει μετατρέψει τη χώρα σε μια «μισάνοιχτη φυλακή». Οι σελίδες όπου ο συγγραφέας εξηγεί γιατί «οι φυλακές ήταν σχολές λογοτεχνίας από μόνες τους» είναι «οραματικές» και συγκινητικές, με τον Ορχάν Κεμάλ να κουβεντιάζει με τον Ναζίμ Χικμέτ ή τον Ασίζ Νεσίν να δείχνει ένα σχέδιό του στον Σαμπαχατίν Αλί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ