Κατερίνα Λαμπρινού
ΕΔΑ 1956-1967 Πολιτική και ιδεολογία

Eκδόσεις Πόλις, 2017
σελ. 560,τιμή 20 ευρώ

Λίγα λόγια λέγονται από την ελληνική Αριστερά για το 1956. Η αποκαθήλωση του Στάλιν, τα γεγονότα της Πολωνίας, η εξέγερση της Ουγγαρίας, η σοβιετική καταστολή της περνούν από τον λόγο στελεχών, εφημερίδων και περιοδικών της ΕΔΑ, επίσημου κομματικού εκφραστή του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου μεταξύ 1951 και 1967, διστακτικά, με εμφανή δυσχέρεια ως προς την κριτική τοποθέτηση. Τυπικά, ο πρόεδρός της Ιωάννης Πασαλίδης έχει δίκιο να σημειώνει ότι η αποσταλινοποίηση συνιστά ζήτημα που «αφορά κυρίως τους κομμουνιστές». Ωστόσο, πρακτικά, η ΕΔΑ είναι ένα οιονεί κομμουνιστικό κόμμα ή, ακριβέστερα, ένας πολιτικός οργανισμός που συγκροτείται μετεμφυλιακά με την επίνευση της εξόριστης ηγεσίας του ΚΚΕ και τη συμπόρευση εγχώριων μη κομμουνιστικών αριστερών στοιχείων προκειμένου να δώσει σχήμα στην παράταξη των ηττημένων. Αυτή η εσωτερική αντινομία ενός κόμματος με ισχυρότατη κομμουνιστική καθοδήγηση, αλλά ταυτόχρονα και φορέα ανανεωτικών αριστερών ιδεών, ανακύπτει συχνά στην πολύτιμη μελέτη «ΕΔΑ. 1956-1967» της διδάκτορος Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου Κατερίνας Λαμπρινού, με την οποία χαρτογραφούνται η πολιτική και η ιδεολογία της μέσω παραδειγματικών τομών όπως η πολιτική στοχοθεσία, η αναζήτηση συμμαχιών στον κεντρώο χώρο, η οικονομική πρόταση, η ανάγνωση του Κυπριακού.


Το έργο της Λαμπρινού αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σχεδίασμα της ιστορίας της ΕΔΑ. Πρόκειται για θεματική βέβαια, όχι συμβαντολογική ιστορία, για διερεύνηση πολιτικών και ιδεολογικών αξόνων, όχι γραμμική ακολουθία από σταθμό σε σταθμό των γεγονότων της εποχής. Πρώτο της μέλημα είναι να αποσπάσει την ανάλυση της πορείας της από τη θέασή της υπό την προοπτική της διάσπασης του ΚΚΕ, η οποία συχνά κυριάρχησε σε πρότερες ερμηνευτικές επεξεργασίες. Αναδεικνύοντας τις περιστάσεις της δημιουργίας της, την τομή της σχέσης της με το κομμουνιστικό κόμμα, το συγκριτικό πλαίσιο πολιτικής και πρωτοβουλιών ευρωπαϊκών κομμάτων όπως το γαλλικό PCF και το ιταλικό PCI, τη συμβολή της στη μείζονα μετάθεση της κομματικής διαίρεσης από εθνικόφρονες και μη στην αντιπαράθεση Δεξιάς – Αντιδεξιάς, η προσέγγιση αυτή προβάλλει την ΕΔΑ ως αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο.

Το επίτευγμα της ΕΔΑ εγγράφεται σε μια γενική ανανέωση, με παλινωδίες και δολιχοδρομίες υποκείμενες στα συστατικά της στοιχεία, οπωσδήποτε, των όρων και των πρακτικών της ελληνικής Αριστεράς στη μετεμφυλιακή συγκυρία τού εκτός νόμου ΚΚΕ. Επιδιώκοντας πολιτικές συμμαχιών (αν και «περιστασιακών» και «μάλλον τακτικών»), προωθώντας ένα οικονομικό όραμα παρεμβατικού κράτους, ανασημασιοδοτώντας τα εννοιολογικά σχήματα περί «έθνους» και «λαού» με τρόπο που να επαναπροσδιορίζει το «εθνικό», κατόρθωσε να αναδειχθεί σε «relevant» (σημαντικό) κόμμα για το πολιτικό σύστημα και τα πολιτισμικά συμφραζόμενα της περιόδου 1956-1967. Αν δεν ηγήθηκε τελικά του αντιδεξιού μετώπου, υποσκελιζόμενη από την Ενωση Κέντρου, ήταν ως έναν βαθμό οι εσωτερικές της αντινομίες που όρισαν και αυτή την εξέλιξη: μετά την ανάδειξή της σε αξιωματική αντιπολίτευση το 1958 η επιλογή της μετατροπής σε κόμμα κυβερνητικής εναλλαγής «θα προϋπέθετε ίσως την ενίσχυση της «εθνικοδημοκρατικής» ταυτότητας που η ίδια είχε σφυρηλατήσει ως καταστατικό ιδεολογικο-πολιτικό της στοιχείο», οπωσδήποτε όμως θα απαιτούσε «την αναθεώρηση της πρόσδεσης στη μεγάλη σοβιετική πατρίδα». Κάτι που, σε αντίθεση με το ιταλικό PCI, για παράδειγμα, δεν έγινε: το ουγγρικό 1956 αντιμετωπίστηκε αμήχανα, οι σύγχρονες περιγραφές στην «Αυγή» δικαίωσαν εν τέλει τη σοβιετική παρέμβαση ενάντια στο «ένοπλο πραξικόπημα κατά της λαϊκής εξουσίας», οι υστερότερες παρατηρήσεις του Ηλία Ηλιού αθώωσαν τον λαό ενοχοποιώντας τη γραφειοκρατική, σεχταριστική και καταναγκαστική ηγεσία. «Εν μέρει μόνο ελληνική ιδιορρυθμία», καταλήγει η Λαμπρινού, η ΕΔΑ «ήταν ωστόσο πλήρως ενταγμένη στον «κανόνα» των αντιφατικών πολιτικο-ιδεολογικών σχηματισμών που εξελίσσονταν στα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα της εποχής της».

Αντηχήσεις και συνειρμοί

Πέρα ωστόσο από την προσεκτική διερεύνηση των πεπραγμένων μιας Αριστεράς στο μεταίχμιο μεταξύ κομμουνιστικής επιρροής και ανανεωτικής ροπής, το κείμενο αποδεικνύεται πολύτιμο και για τις προεκτάσεις που ανοίγει στη σκέψη: απαντά κανείς εδώ πρόδρομες μορφές εννοιών ή πολιτικές στιγμές που αντηχούν με διαφορετικούς τρόπους για τον σημερινό αναγνώστη – για παράδειγμα, ο συγκινησιακός λόγος περί Κυπριακού, και ιδίως η καταγγελία περί «εθνικής μειοδοσίας», θυμίζει πλήθος παρόμοιων διακομματικών αντεγκλήσεων της μεταπολίτευσης για τα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Οι αφορμές που θα βρει για να σταθεί σε παρόμοια σημεία κανείς δεν είναι λίγες, θα αρκεστώ σε τρεις μόνο συνειρμούς. Ισως ο πιο χαρακτηριστικός να είναι ο όρος «Αλλαγή»: αιχμή της προγραμματικής βάσης της ΕΔΑ, κατά τη Λαμπρινού «εμφανίζεται ως η συμπύκνωση ενός «κοινού» ή «πανεθνικού» πόθου, από την Αριστερά ως την «πατριωτική» Δεξιά, ενώ ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με μια μεταβολή στην επίσημη πολιτική, με επίκεντρο τα εθνικά θέματα και τα ζητήματα των δημοκρατικών δικαιωμάτων». Στο Α’ Συνέδριο του κόμματος, το 1959, εξειδικεύονται ορισμένες παράμετροί της: «α) αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, β) εκδημοκρατισμός (με βασικό μέλημα τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και τη θεσμοθέτηση της απλής αναλογικής), γ) οικονομική ανάπτυξη, δ) βελτίωση του βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου». «Εθνικά θέματα», «δημοκρατικά δικαιώματα», «εθνική ανεξαρτησία» και άλλες από τις παραπάνω διατυπώσεις εντοπίζονται αυτούσιες στο περιεχόμενο της «Αλλαγής» που ευαγγελιζόταν είκοσι χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου: βλέπουμε εδώ μια επιπλέον διάσταση της γλώσσας του πρώιμου ΠαΣοΚ (ας θυμηθούμε και το τότε κομμουνιστικό αντι-σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ»), όπως και τα όρια του νοητικού χάρτη που αυτή διέγραφε με την παραπομπή σε ένα λεξιλόγιο οικείο στον κόσμο της μεταπολιτευτικής Αριστεράς.

Ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο κόσμος αυτός έχει συναντηθεί ήδη τον καιρό των Ιουλιανών του 1965 με τον αντιδεξιό ομόλογό του της Ενωσης Κέντρου σε ένα (αχνό, ακόμη) δυνητικό κοινωνικό πρόπλασμα της κατοπινής «Κεντροαριστεράς» των εκλογέων του ΠαΣοΚ. Ενα δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο λοιπόν είναι τα σαφή ίχνη αυτής της συμπόρευσης. Το αίτημα του θεσμικού και δημοκρατικού εκσυγχρονισμού εκφράζεται ενίοτε με κοινή κάθοδο στις διαδηλώσεις («ιδίως στις συγκεντρώσεις της νεολαίας στην επαρχία, η από κοινού οργάνωση είναι επίσημη»), ο Γεώργιος Παπανδρέου και βουλευτές της Ενωσης Κέντρου παρίστανται στην κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα όπου πλήθος κόσμου φέρει κόκκινα γαρίφαλα, μαντίλια και καπέλα τραγουδώντας το «Πένθιμο Εμβατήριο» και τον «Επιτάφιο», ενώ η εφημερίδα της τοπικής οργάνωσης Πάτρας της ΕΔΑ υπογραμμίζει το ηγετικό προβάδισμα του Γεωργίου Παπανδρέου στη δεδομένη συγκυρία: «Τον τοποθετούμε εμείς ο λαός, μπροστάρη. […] Και πίσω του η στρατιά των δοκιμασμένων και των καινούργιων της Δημοκρατίας».

Ευρωσκεπτικιστική Αριστερά

Η τρίτη περίπτωση έχει να κάνει με την πρόσληψη της Κοινής Αγοράς και θυμίζει ότι πριν από την «ευρωπαϊκή Αριστερά» υπήρχε η «ευρωσκεπτικιστική» εκδοχή της. Πράγματι, ο «σκληρός ευρωσκεπτικισμός» της ΕΔΑ ευθυγραμμίζεται με εκείνον του συνόλου των ευρωπαϊκών αριστερών κομμάτων, ενώ έκδηλη είναι και η εργαλειακή του παράμετρος, εφόσον η Κοινή Αγορά θα περιορίσει τις συναλλαγές προϊόντων με τρίτες χώρες, άρα και με τη Σοβιετική Ενωση, εκλαμβάνεται επομένως ως ψυχροπολεμική κίνηση εναντίον της. Παρ’ όλα αυτά, ο λόγος που αρθρώνει ο Ηλίας Ηλιού, για παράδειγμα, στη συγκυρία της Συμφωνίας Σύνδεσης, μεταξύ 1957 και 1961, και παρά τον μετριασμό των απορριπτικών θέσεων αργότερα, υποδηλώνει την ύπαρξη ενός ιστορικού, μακρόχρονου υπόβαθρου (που υπερβαίνει κατά πολύ τον ορίζοντα της κρίσης) στη σημερινή βαθιά καχυποψία μέρους της Αριστεράς προς την Ευρωπαϊκή Ενωση: τα μικρά κράτη θα εκλείψουν στο «χωνευτήρι» του υπερ-κράτους, η χώρα απειλείται από σχέσεις «εξάρτησης» και «αποικιακού» τύπου εκμετάλλευσης, η πολιτική ενοποίηση «υπό τους μιλιταριστές της Μπον» επίκειται.

Εξαιρετικά χρήσιμο τόσο στον μελετητή της ιστορίας της Αριστεράς όσο και στον μέσο αναγνώστη, το βιβλίο της Κατερίνας Λαμπρινού αποβαίνει πολύπλευρη ακτινογραφία ενός «γνωστού άγνωστου» κόμματος ανοίγοντας παράλληλα ένα παράθυρο για να αναστοχαστεί ο σκεπτόμενος αναγνώστης τη διασύνδεση εννοιών και γεγονότων των δεκαετιών του 1950 και του 1960 με μελλοντικές αντηχήσεις τους. Καθώς ο συνδυασμός εξακολουθεί να μην απαντάται συχνά στην ελληνική ιστοριογραφία, το δείγμα είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ