Ηλίας Καφάογλου
Πεζός, ένας μικρός επαναστάτης. Μικρό δοκίμιο για το βάδισμα

Εκδόσεις Υψιλον
σελ. 39, τιμή 7 ευρώ
Περπατάμε ή βαδίζουμε; Διανύουμε μιαν απόσταση με έναν προκαθορισμένο σκοπό ή κινούμαστε χαλαρότερα, δοκιμάζοντας να δημιουργήσουμε μια πιο οργανική επαφή με το περιβάλλον μας; Περιδιαβαίνουμε το τοπίο της πόλης ως επισκέπτες (με τον χάρτη υπό μάλης) ή ως πλάνητες (με ένα βιβλίο ακουμπισμένο στο τραπεζάκι του μαγαζιού όπου έχουμε σταματήσει για να πάρουμε τον καφέ μας ή το ποτό μας); Ο Ηλίας Καφάογλου έχει γράψει δύο βιβλία για την ιστορία του αυτοκινήτου (Αυτοκίνητος κόσμος και Ελληνική αυτοκίνηση. 1900-1940) αλλά στο ανά χείρας δοκίμιο, που αποτελεί και μια ξενάγηση στα κείμενα των θεωρητικών της πόλης (από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον Γκέοργκ Ζίμελ και τον Μισέλ Σαρτό μέχρι τη δική μας Τζίνα Πολίτη), προτιμά να εγκαταλείψει τη θέση τού εποχούμενου και να υιοθετήσει τον ρόλο του πεζοπόρου.
Βασισμένος στην έννοια του μποντλερικού flâneur, ο Καφάογλου συνδέει το βάδισμα με την επισταμένη περιπλάνηση στο αστικό τοπίο. Ο Μποντλέρ κατανοούσε τις αστικές περιπλανήσεις του ως μιαν ατέρμονη διαδικασία μαθητείας, σαν μια πρακτική ικανή να μετατρέψει το σουλάτσο και το χασομέρι σε στάση ζωής. Στάση ζωής διότι ο αργός ρυθμός του βαδίσματος και της περιπλάνησης, η παραμονή εντός του μητροπολιτικού δικτύου χωρίς την πίεση και τη νευρική διάθεση που προκαλεί ο συνωστισμός του (όπως προδρομικά και με μεγάλη πυκνότητα τον περιέγραψε ο Ζίμελ), είναι μια μάχη με τον υπερπαραγωγικό χρόνο. Αντί να τρέχουμε πίσω από τις ώρες του ρολογιού, προσπαθώντας να καλύψουμε το βαρύ πρόγραμμα των εξοντωτικών υποχρεώσεών του, πεζοπορούμε: προχωράμε και σταματάμε, παρακολουθούμε τα πράγματα που συμβαίνουν κάθε τόσο τριγύρω μας, μαζεύουμε εντυπώσεις, αφαιρούμε εκείνα τα οποία δεν ενδιαφέρουν στην πραγματικότητα την προσοχή μας και ο κύκλος κλείνει και ανοίγει συνεχώς από την αρχή, χαράσσοντας την ατέρμονη (και ακούραστη) γραμμή του flâneur.

Βαδίζω, σημειώνει ο μελετητής, σημαίνει ότι πορεύομαι σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Αν χρησιμοποιώ αυτοκίνητο, μπορώ ανά πάσα στιγμή να διαγράψω ανάποδα τη διαδρομή μου και να γυρίσω στο σημείο από το οποίο ξεκίνησα. Αν πηγαίνω με τα πόδια, δεν έχω τον καιρό να επιστρέψω, επείγομαι να προχωρήσω μπροστά, αφήνοντας οριστικά και αμετάκλητα πίσω μου ό,τι έχω προλάβει να δω. Γι’ αυτό βαδίζω σημαίνει και κάτι άλλο: ότι δεν έχω τόπο να σταθώ (μήπως έτσι δεν γίνεται και με τον μποντλερικό περιπλανώμενο;), πως κάθε καινούργιο βήμα φέρνει ένα άλλο κομμάτι της πόλης στο οπτικό μου πεδίο –ένα κομμάτι που μόλις και προφταίνω να εξερευνήσω μέχρι να εμφανιστεί το αναπόφευκτο υποκατάστατό του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ωστόσο η πόλη τείνει να μεταμορφωθεί σε ένα ατέλειωτο κείμενο, σε μιαν ανεξάντλητη γεωγραφία η οποία ζητάει συνεχώς, σε κάθε νέα εκδοχή της, την αποκρυπτογράφησή της.
Ο πεζοπόρος όμως δεν περιορίζεται στο να αποκρυπτογραφεί τα αστικά νοήματα που τον περιβάλλουν. Μπορεί να γίνει και χορογράφος, να ανασυνθέσει δηλαδή για λογαριασμό του τις αδιάκοπα μεταβαλλόμενες εικόνες της πόλης και να προσδώσει στο βλέμμα του μια καθαρώς ποιητική λειτουργία. Ο Καφάογλου θα αποφύγει να μιλήσει για ποίηση αλλά το βιβλίο του αποδεικνύεται ένα ολοκληρωμένο λογοτεχνικό δοκίμιο για την πόλη και τους αισθαντικούς περιπατητές της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ