Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής
Ανθολόγιο Οδύσσειας. Ραψωδίες α – ω

Α. Αποσπάσματα μεταφρασμένα (σελ. 212.)
Β. Τα πρωτότυπα κείμενα (σελ. 208.)
Γ. Σχόλια και αναλύσεις (172)
Κέντρον Ερευνών και Εκδόσεων Αθήνα, 2016
τιμή 35 ευρώ

Ο κ. Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμής (ΜΚΧ) είναι γνωστός φιλόλογος. Εχει συντάξει μελέτες για τον Σολωμό, τον Παλαμά και έχει ασχοληθεί με τα μεσαιωνικά δημώδη κείμενα. Είναι εκδότης μουσικών χειρογράφων της τουρκοκρατίας, χειρογράφων εκκλησιαστικής μουσικής κ.ά. Εχει επίσης αναλάβει την ηχογράφηση εκκλησιαστικών μελών της περιόδου της τουρκοκρατίας. Για την προσφορά του στα γράμματά μας η Ακαδημία Αθηνών τού απένειμε πρόσφατα το Αριστείο Γραμμάτων.


Το 2015 o MΚX εξέδωσε ένα ογκώδες βιβλίο (832 σελ.) για την Οδύσσεια. Περιλαμβάνει εισαγωγή στο ποίημα, το πρωτότυπο κείμενο, μετάφραση, σχόλια (=ερμηνευτικό υπόμνημα). Πέρυσι (2016) κυκλοφόρησε το τρίτομο Ανθολόγιο Οδύσσειας συγκροτημένο εξ ολοκλήρου από το υλικό τού βιβλίου του 2015. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει 101 μεταφρασμένα αποσπάσματα, ο δεύτερος τα αντίστοιχα πρωτότυπα κείμενα και ο τρίτος τον σχολιασμό τους. Είναι νόμιμο ένας συγγραφέας να επαναδημοσιεύει το έργο του όπως θέλει και όποτε θέλει. Παραμένει ωστόσο ερώτημα γιατί ένα Ανθολόγιο, που προκύπτει από έναν μείζονα τόμο, μερίζεται σε τρία ανεξάρτητα τομίδια: αλλού η μετάφραση, αλλού το πρωτότυπο, αλλού τα σχόλια. Αυτός ο τυπογραφικός μερισμός δυσκολεύει, πιστεύω, τον αναγνώστη να αντιπαραβάλει εύκολα και γρήγορα πρωτότυπο και μετάφραση. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο καθώς στο Ανθολόγιο (σε αντίθεση προς το βιβλίο του 2015) δεν υπάρχει στιχαρίθμηση. Ωστόσο αυτό που πρωτίστως μας ενδιαφέρει είναι να δούμε τι όντως εκόμισε στη μακρά μεταφραστική ιστορία των ομηρικών επών αυτή η νέα μεταγραφή, για να χρησιμοποιήσουμε τον γνωστό όρο του Σεφέρη.

Ο ΜΚΧ έχει φροντίσει και με το παραπάνω να αναφερθεί στη μεταφραστική του θεωρία και, πλαγίως πλην σαφώς, να αυτοαξιολογηθεί. Και όχι μόνο αυτό: στα σχόλιά του (στην έκδοση του 2015) συχνά πυκνά αναφέρεται στον Πολυλά και κυρίως στους Κακριδή και Μαρωνίτη για να τους ελέγξει ποικιλοτρόπως. Βρίσκει «παρανοήσεις» στους δύο τελευταίους και επανειλημμένως ελέγχει τον Μαρωνίτη για ξεπατικώματα. Ηθικότερο θα ήταν ο ΜΚΧ να συντάξει ένα ανεξάρτητο κείμενο στο οποίο να κρίνει, στην όποια οξύτητα, προηγούμενες μεταφραστικές δοκιμές. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι αυτή η αυτοεπιδοκιμαζόμενη μετάφραση βρήκε πολλούς επαινέτες. Σε αθηναϊκό περιοδικό προβλήθηκαν διθυραμβικές κρίσεις, περισπούδαστες αναλύσεις, ευμενέστατα σχόλια. Διαβάζοντας κάποιος όλες αυτές τις μακρές αναλύσεις έχει την εντύπωση ότι η μεταφραστική μας ιστορία (τουλάχιστον όσον αφορά στην Οδύσσεια) χωρίζεται σε μια οιονεί «πριν ΜΚΧ» και σε μια «μετά ΜΚΧ» μεταφραστική εποχή. Αμποτες όλα όσα υποστηρίζονται να ήσαν αληθή. Είναι όμως; Συστήνει όντως η μετάφραση του ΜΚΧ μια νέα μεταφραστική γλώσσα; Δημιουργεί ένα νέο μεταφραστικό ιδίωμα; Στον περιορισμένο χώρο μας θα δοκιμάσουμε να δείξουμε ότι η μετάφραση του ΧΚΜ ούτε κάτι νέο και γενναίο προτείνει ούτε ακυρώνει παλαιές μεταφράσεις (παρ’ όλες τις εγγενείς ατέλειές τους). Τουναντίον οδηγεί την πολυετή και πολύτροπη μεταφραστική πρακτική μας πίσω σε «δασκαλίστικα», φροντιστηριακού τύπου μεταφράσματα. Δεν εννοώ μόνο τους άμουσους και κακοτράχαλους «στίχους», τις ερμηνευτικές παρενθέσεις μέσα στο σώμα της μετάφρασης (όπως γίνεται στα φροντιστηριακά λυσάρια), τις λογοτεχνίζουσες, «γλυκερές» εκφράσεις κ.ά. Τα μείζονα προβλήματα αυτού του μεταφραστικού εγχειρήματος είναι δύο: κακότροπα, σπραπατσαρισμένα ελληνικά και, όσο και να φαίνεται παράδοξο, μεταφραστικά σφάλματα. Αναγκαστικά περιοριζόμαστε σε πολύ λίγα παραδείγματα από τις πέντε πρώτες ραψωδίες. Αν χρειαστεί, επανερχόμαστε. Προηγουμένως ολίγα για να εκθέσω, συντομότατα, την άποψή μου για τη μεταγραφική πράξη.

Αποψή μου είναι (ενδεχομένως να ακούγεται υπερβολική) ότι η μετάφραση ενός αρχαίου κειμένου και ειδικότερα ενός υψηλού κειμένου, όπως είναι το έπος και τραγωδία, λίγη σχέση έχει με το πρωτότυπο. Ο αδιερεύνητος, αδιάγνωστος ρυθμός του πρωτοτύπου (δεν εννοώ μόνο τη μετρική του), το μέλος του, η λέξις του, τα δύστροπα, αμετάφραστα μόρια, η ρέουσα, υπόγεια κάποτε, εικονοποιία, το ιστορικό και πολιτισμικό «βάθος» και η προϊστορία των λέξεων και άλλα πολλά κάνουν τη μεταγραφή έργο συχνά άχαρο. Μας απομένουν ωστόσο δύο δυνατότητες: α. να αποδώσουμε (στον όποιο βαθμό μπορούμε) το αληθές νόημα, τον αληθή νου του πρωτοτύπου. β. να δημιουργήσουμε ένα νέο, πρωτότυπο νεοελληνικό κείμενο. Οσο ωραιότερο και θελκτικότερο, τόσο το καλύτερο. Αφού, ούτως ή άλλως, η προσπάθεια ενός μεταφραστή να αποδώσει το πρωτότυπο λέξη προς λέξη, μόριο προς μόριο, σύνδεσμο προς σύνδεσμο κ.λπ. είναι καταδικασμένη εκ των πραγμάτων, χίλιες φορές ένα στέρεο και ηδύ κείμενο. Η εμμονή σε μια ούτως ή άλλως έωλη «ακρίβεια» μοιραίως καταλήγει σε ένα τραυματισμένο κείμενο. Αυτό γίνεται στην παρούσα μετάφραση. Ολίγα παραδείγματα.

Ο γνωστός λογότυπος «ήμος δ’ ηριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς» (β 1 και αλλού) δεν σημαίνει «και μόλις την αυγή φάνηκε η ροδοδάκτυλη Ηώς». Από ανέκαθεν, όπως θα έλεγε ο Ελύτης, αυτά τα δύο τυπικά επίθετα αναφέρονται στην Ηώ (Αυγή). Δεν είναι άλλη η αυγή και άλλη η ηώς. Είναι άραγε σωστό να πούμε στα ελληνικά «αφού ξέσχισαν (οι αετοί) με τα νύχια τους τις παρειές και γύρω τα λαιμά τους» (β 153); Οταν η Αθηνά (ή Αθήνη, ή Αθηναίη κατά τον ΜΚΧ) λέει στον Τηλέμαχο (β 288), προς δώματ’ ιών μνηστήρσιν ομίλει, θέλει να πει (υποθέτω) ότι ο Τηλέμαχος πρέπει να πάει να συναντήσει τους μνηστήρες. Δεν εννοεί «κι εσύ στ’ ανάκτορα να πας στον όμιλο με τους μνηστήρες» ωσάν να πρόκειται για κάποιο club!

Στην τρίτη ραψωδία ο Δίας δυσκολεύει τη ζωή του Μενελάου και του διαλύει τον στόλο. Αλλα πλοία προσαράζουν στην Κρήτη και άλλα διασώζονται στην Αίγυπτο. Δεν χρειάζεται να συμβουλευτούμε το Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών για να μάθουμε ότι το ρ. «προσαράζω» είναι αμετάβατο. Ο ΜΚΧ με τόλμη ανατρέπει το Λεξικό και κάνει το ρήμα μεταβατικό. Δύο φορές. «Εκεί στα δυο χωρίζοντας, τα μεν (sic) στην Κρήτη τα προσάραξεν [ποιος;]» (γ 291) και πέντε πλοία «στην Αίγυπτο φέρνοντας προσάραξε άνεμος και κύμα» (γ 300).

«Τα έδεσαν [τα άλογα] στις αλογίσιες πάχνες,/ βρώμη τους έβαλαν μπροστά, με κρι (sic) λευκό την ανακάτεψαν» (δ 40-1). Τα λεξικά διακρίνουν σαφώς το παχνί από την πάχνη. Αρα παρέλκει να το συζητήσουμε. Δυστυχώς ο επικός τύπος «κρι» δεν απαντά στα νεοελληνικά, αλλά και το ταπεινό «κριθάρι» δεν θα μείωνε την αίγλη του στίχου. «Ευφράνθηκαν το θέαμα κοιτώντας» (δ 52). Νομίζω ότι στα ελληνικά δύσκολα λέμε «κοιτάζω το θέαμα». Εκτός και αν θέλουμε να εντυπωσιάσουμε. «Να κόψουν τα μαλλιά τους και δάκρυα από τις παρειές να χύσουν» (δ 198). Ομως είναι γνωστό σε όσους θρηνούν ότι οι παρειές ποτέ δεν χύνουν δάκρυα. Τι άραγε σημαίνει ο στίχος ότι (στα Ηλύσια πεδία) «άνετη άκρως βιοτή (;) υπάρχει στους ανθρώπους»; (δ 565). Για να εννοήσουμε τον στίχο πρέπει να προστρέξουμε στο πρωτότυπο. Αλλά τότε τι χρειάζεται η μετάφραση; Στο δ 717 η Πηνελόπη θρηνεί τη μοίρα της με αδέξια ελληνικά, «φίλες, πάνω απ’ όλες σ’ εμένα ο Ολύμπιος έδωσε/ βάσανα […] η οποία πριν μεν έχασα σύζυγο λαμπρό και λεοντόψυχο,/ με κάθε είδους αρετή διακοσμημένο…». Αν η φράση τάμνετο δούρα (ε 243) σημαίνει ότι ο Οδυσσέας «έκοβε κλώνους» για να κατασκευάσει τη σχεδία του, τότε τι άραγε σημαίνει ο ιλιαδικός στίχος Β 132: και δη δούρα σέπηπε νεών;

Τελειώνω τα λίγα παραδείγματά μου με τη σκηνή της μνηστηροφονίας. Είναι η στιγμή κατά την οποία οι μνηστήρες εξοργισμένοι από τον (άγνωστο εισέτι) τοξότη-Οδυσσέα τον προειδοποιούν: Ξείνε, κακώς ανδρών τοξάζεαι (χ 27). Εχω την εντύπωση ότι ακόμη και ένας απλός αναγνώστης θα μπορούσε να αντιληφθεί το νόημα. «Ξένε, δεν είναι για καλό σου να τοξεύεις εναντίον αυτών των ανδρών». (Βλέπε και ερμηνευτικό υπόμνημα Russo, Fernantez-Galliano, Heubeck). Πώς μεταφράζει ο ΜΚΧ; «Ξένε, κακώς ρίχνεις τα τόξα σου πάνω στους άνδρες».

Θα ήταν, πιστεύω, λάθος να θεωρηθεί ότι η αναγκαστικά σύντομη αναφορά μου στη μετάφραση του κ. Χατζηγιακουμή έχει σκοπό να τον θίξει ή να δείξει πως πρόκειται για άνθρωπο ανελλήνιστο. Θα ήταν λάθος, επίσης, να πιστέψουμε ότι ο ΜΚΧ δεν γνωρίζει τι σημαίνει, λ.χ., το ρήμα «τοξεύω». Η συγκεκριμένη μετάφραση δεν οφείλεται σε άγνοια. Οφείλεται σε κάτι χειρότερο: στην πεποίθηση του μεταφραστή ότι ήρθε να ανοίξει τα στραβά μεταφραστικά μάτια μας, ακυρώνοντας όλες τις παλαιότερες μεταφραστικές προσπάθειες. Ολα τα παράδοξα μεταφράσματα που ανέφερα (υπάρχουν και άλλα πάρα πολλά) οφείλονται, πιστεύω, στην πεποίθηση του ΧΚΜ ότι αυτή η «νέα;», «νεωτερική;», «φιλολογικο-λογοτεχνική;» μεταγραφή του ήρθε να μας φέρει νέο μεταφραστικό ήθος. Να δείξει νέους μεταφραστικούς δρόμους. Μακάρι να ήταν έτσι. Αντίθετα (πιστεύω) αυτή η μετάφραση μας πηγαίνει πολύ πίσω. Και είναι κρίμα για έναν άνθρωπο που έχει δώσει πολλά στα γράμματά μας.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ