Μarilynne Robinson
Ρουθ

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017
σελ. 272, τιμή 16,60 ευρ}ώ

Πείτε πως γεννηθήκατε αλλού, πέρα μακριά, σε μιαν απόκρυφη γωνιά του κόσμου, κάπου στη μεσοδυτική απλοχωριά των ΗΠΑ, στην Πολιτεία λ.χ. του Αϊνταχο, πείτε πως μεγαλώσατε εκεί. «Το Φίνγκερμποουν δεν υπήρξε ποτέ εντυπωσιακή πόλη. Τη συνέθλιβε το απέραντο τοπίο και ο ακραίος καιρός, και τη συνέθλιβε ακόμα περισσότερο η επίγνωση ότι ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία είχε συντελεστεί κάπου αλλού». Η Ρουθ, η αφηγήτρια στο πρώτο μυθιστόρημα της Μέριλιν Ρόμπινσον, περιγράφει έναν τόπο αβέβαιο και δυσοίωνα ασταθή, έναν άπιαστο φανταστικό τόπο «κηλιδωμένο, παραμορφωμένο και βουτηγμένο στη λάσπη», όπου θα μπορούσε, εναλλακτικά, να έχει προσαράξει η Κιβωτός του Νώε.


«Το Φίνγκερμποουν ήταν για λύπηση. Δεν υπήρχε ούτε μια ψυχή εκεί πέρα που να μην ξέρει πόσο ρηχές ήταν οι ρίζες τούτης της πόλης»
. Κι έφταιγε γι’ αυτό η παρακείμενη λίμνη, η αδιάκοπα αισθητή παρουσία της στις ζωές και στις σκέψεις των κατοίκων της, μια λίμνη που πρέπει να ήταν γεμάτη πνιγμένους, νεκρούς ανθρώπους. Και «τα νερά» της μόνιμης σχεδόν πλημμύρας που καλύπτει το μυθιστορηματικό σκηνικό «ήταν ένας σχεδόν αψεγάδιαστος καθρέφτης του ανέφελου ουρανού, ξεχειλισμένα και ασάλευτα».
Εκεί κοντά υπήρχε και μια γέφυρα, η οποία συνδέθηκε άρρηκτα, μιαν ασέληνη νύχτα, με μια καταστροφή. «Το τρένο, μαύρο, λείο και κομψό […] είχε διανύσει τα δύο τρίτα της γέφυρας, όταν το ρύγχος του στράφηκε ξαφνικά προς τη λίμνη και τα βαγόνια που ακολουθούσαν γλίστρησαν το κατόπι του στο νερό, σαν ενυδρίδα που βουτάει από έναν βράχο».
Το συμβάν απασχόλησε τις εφημερίδες, όμως δεν ήταν κυριολεκτικά θεαματικό, γιατί κανένας δεν το είδε. Το μόνο βέβαιο ήταν πως στο τρένο επέβαινε ο παππούς της Ρουθ, αφήνοντας πίσω μια υποδειγματική χήρα, τη γιαγιά της, και τρία ορφανά κορίτσια, μεταξύ αυτών και τη μητέρα της Ελεν. Εκείνος «ο εκτροχιασμός, μολονότι παραήταν παράδοξος για να έχει σημασία ή συνέπειες, είχε αποτελέσει το πιο συγκλονιστικό συμβάν στην ιστορία της πόλης». Συνέπειες πάντως υπήρξαν, ακόμη και αν έμειναν άφατες για πολύ καιρό –εδώ συμπυκνώνεται άλλωστε το λογοτεχνικό εγχείρημα της σπουδαίας αμερικανίδας συγγραφέως.

Ο χαμός του παππού έγινε ο πρώτος κρίκος σε μια αλυσίδα δραματικών απωλειών. Τη μια χρονιά η γιαγιά της Ρουθ είχε τρεις λιγόλογες κόρες και την επόμενη το σπίτι είχε αδειάσει, ένα σπίτι «που έπλεε γύρω μας», ένα σπίτι πολυδαίδαλο, περιτριγυρισμένο από παιώνιες και τριανταφυλλιές, στο οποίο η καθημερινότητα ήταν πολύτιμη και η ηρεμία απόλυτη. Η οικογένεια εκείνη, ακόμη και διαλυμένη, έμοιαζε για διάφορους λόγους απρόσιτη και υπεροπτική. Ετσι την έβλεπαν οι άλλοι. Στην ουσία όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι: της ταίριαζε περισσότερο το περιθώριο, ένα είδος μελαγχολικής αυτονομίας. Η οικογένεια εκείνη είχε στήσει, το δίχως άλλο, ένα παράξενο νοικοκυριό, είχε επινοήσει ένα ολόκληρο σύμπαν για λογαριασμό της.


Μοιραίο ταξίδι
Πώς όμως βρέθηκαν η Ρούθ και η αδελφή της, Λουσίλ, να ζουν και να μεγαλώνουν με τη γιαγιά τους; Η μητέρα τους Ελεν, που κάποτε παντρεύτηκε τον «φερόμενο ως πατέρα μας», μια κόρη για χρόνια φευγάτη, αποφάσισε κάποια στιγμή να επιστρέψει στο Φίνγκερμποουν. Το ταξίδι αυτό ήταν μοιραίο. Εβαλε τις δικές της κόρες σε ένα δανεικό Φορντ και μαζί ξεκίνησαν για ό,τι έμοιαζε με μιαν ανέμελη εκδρομή αλλά αποδείχθηκε μια προμελετημένη(;) αυτοκτονία, μια εκούσια εφόρμηση με το αυτοκίνητο στα ζοφερά βάθη της ίδιας, σημαδιακής λίμνης.
Ενώ η μητέρα τους περνούσε στην ανυπαρξία, τα δύο εγκαταλειμμένα ορφανά περίμεναν ανυποψίαστα την επιστροφή της γιαγιάς τους. Και η τελευταία, κατόπιν, τα φρόντισε όσο βάσταξε. Μια μέρα όμως δεν ξύπνησε ποτέ και η κηδεμονία της τερματίστηκε από την προχωρημένη ηλικία της. Τότε ανέλαβαν το νοικοκυριό και τα παιδιά οι δύο κουνιάδες της, η Νόνα και η Λίλι, ανύπαντρες γυναίκες, καλές μα φοβικές, που βαριακούγανε.
Η συνύπαρξη μαζί τους δεν άλλαξε τους τρόπους της Ρουθ και της Λουσίλ που όδευαν προς την ενηλικίωση «σαν να αποτελούσαμε μία και μόνη συνείδηση». Τα κορίτσια δεν είχαν φίλους, ούτε επιδίδονταν σε συμβατικές διασκεδάσεις. «Είχαμε περάσει τη ζωή μας παρατηρώντας, κρυφακούγοντας, με τη συνεχή, οξύτατη προσοχή παιδιών χαμένων στο σκοτάδι. Ηταν σαν να είχαμε χαθεί, σαστισμένες, σ’ ένα τοπίο που έμοιαζε οικείο και γνώριμο, ακόμα και δίχως κανένα φως». Ωσπου έφτασε ένα σημείωμα από τη θεία τους Συλβί, την αδελφή της μητέρας τους, με το οποίο η περιπλανώμενη συγγενής ενημέρωνε ότι θα επέστρεφε κι εκείνη στο Φίνγκερμποουν, ύστερα από δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. «Η Λουσίλ κι εγώ εξακολουθούσαμε να αμφιβάλλουμε αν θα έμενε η Συλβί. Εμοιαζε με τη μητέρα μας, κι εκτός αυτού, σπάνια έβγαζε το παλτό της και κάθε ιστορία που έλεγε είχε σχέση μ’ ένα τρένο ή με μια στάση λεωφορείων».
Κοντολογίς, η φυσική παρουσία της Συλβί απέπνεε προσωρινότητα. Κάτι που ενέτεινε την εντύπωση της Ρουθ ότι «ολοφάνερα η θεία μας δεν ήταν ισορροπημένη». Οι λέξεις, εν προκειμένω, δεν έχουν επιλεγεί τυχαία. Η συγγραφέας δεν γράφει λ.χ. πως ήταν «τρελή» ή «παρανοϊκή», ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί την αμφισημία της Συλβί για να τη μετατρέψει σε καταλυτικό παράγοντα της αφήγησής της –αν η αταραξία ήταν μια μαύρη πέτρα και είχε μονάχα μια αδιόρατη ρωγμή, θα ‘ταν αυτή η ηρωίδα.
«Η Συλβί ζούσε σ’ ένα αέναο παρόν. Για κείνη η φθορά των πραγμάτων αποτελούσε πάντα μια καινούργια έκπληξη, μια απογοήτευση την οποία όφειλε να ξεπεράσει». Γιατί –όπως γράφει η Μέριλιν Ρόμπινσον στο τελευταίο μέρος αυτού του αριστουργήματος, το οποίο πυκνώνει και αποκτά έναν πιο δοκιμιακό χαρακτήρα στις τελευταίες σελίδες –«η ύστατη προδοσία είναι η εγκατάλειψη κάθε ελπίδας».
Ελάχιστοι είναι οι σύγχρονοι πεζογράφοι που γράφουν με τέτοια εύγλωττη, μεταφυσική ομορφιά για τη μοναξιά και την απώλεια. Πάντως η «Ρουθ» –ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου είναι «Housekeeping», κυκλοφόρησε το 1980 και σήμερα θεωρείται κλασικό, διδάσκεται στα πανεπιστήμια –συνιστά μαζί με την πιο πρόσφατη «Λάιλα» ένα μυθιστορηματικό δίπτυχο που, βουτηγμένο στην αμερικανική παράδοση του 19ου αιώνα, εξυψώνει την περιπλάνηση ως κομβική συνθήκη του βίου σ’ ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο, εξόχως ανθρωπολογικό, και διασώζει τις μονίμως απόκληρες και ασυντρόφευτες ψυχές.
Πρέπει, τέλος, να υπογραμμιστεί η εντυπωσιακή αρτιότητα της μεταφραστικής εργασίας της Κατερίνας Σχινά, είναι σεμιναριακού επιπέδου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ