Απόστολος Δοξιάδης
Λέγοντας και ξαναλέγοντας. Η λογοτεχνία, ο μυστηριώδης Πάτροκλος Γιατράς και οι μεταμορφώσεις της Ερημης Χώρας

Εκδόσεις Ικαρος
σελ. 236, τιμή 12,51 ευρώ

Το 1972 ο Νάσος Βαγενάς δημοσιεύει το διήγημα «Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Ερημης Χώρας» έντονα επηρεασμένος από τον Μπόρχες. Ο ήρωάς του είναι ένας φιλομαθής τυπογράφος και οι διώξεις τις οποίες θα υποστεί κατά τη μεταπολεμική περίοδο ως κομμουνιστής δεν θα πετσοκόψουν τις αναγνωστικές και τις ποιητικές του φιλοδοξίες. Ετσι, όταν θα διαβάσει στο πρωτότυπο την Ερημη Χώρα του Τ. Σ. Ελιοτ (έχει μάθει μόνος του αγγλικά), θα πάρει μια σχεδόν παράλογη απόφαση: να τη διορθώσει σύμφωνα με τις ιδεολογικές του επιταγές, μετατρέποντάς τη από θρήνο για την παρακμή του πολιτισμού σε θριαμβικό άσμα για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας. Ο Πάτροκλος Γιατράς δεν θέλει να εναντιωθεί στον Ελιοτ, πιστεύει απλώς πως η άνωθεν ποιητική του έμπνευση (ένα δώρο των καλλιτεχνικών ουρανών) χάθηκε κάπου στον δρόμο προς την εγκόσμια πραγμάτωσή της. Το 1984 τη σκυτάλη από τον Βαγενά θα παραλάβει ο Ηλίας Λάγιος, δημοσιεύοντας την Ερημη Γη όπου, αντίθετα από τον Γιατρά, θα θρηνήσει για τις μεταπολιτευτικές διαψεύσεις της Αριστεράς. Θα ακολουθήσει η Ετοιμη Χώρα (2016) του Α. Τ. Ελή (προφανής η λογοτεχνική ψευδωνυμία), όπου και ένας ακόμα θρήνος, αλλά αυτή τη φορά για την κατάρρευση της Ελλάδας της κρίσης.


Στη μελέτη του για τα τρία αυτά κείμενα ο Απόστολος Δοξιάδης θα θυμίσει ένα αναλυτικό σχήμα που είναι αρεστό στους φιλολόγους και το οποίο ονομάζεται «στέμμα». Στο στέμμα «πρωτότυπο» είναι το αυτόγραφο του συγγραφέα και «αρχέτυπα» οι χειρόγραφες αναπαραγωγές που δεν απομακρύνονται από το «πρωτότυπο». Αναλόγως –πλην σαφώς παιγνιωδώς –φτιάχνει ο Δοξιάδης το στέμμα των δικών του κειμένων. Πρώτα η Ερημη Χώρα του Ελιοτ και η σεφερική της μετάφραση, ύστερα οι αντιγραφές των Γιατρά – Βαγενά, Λάγιου και Ελή. Αντιγραφές οι οποίες δεν είναι στην πραγματικότητα «αρχέτυπες» αφού η καθεμιά αναπαράγει (καλύτερα να πούμε παρωδεί) με διαφορετικό τρόπο το ελιοτικό ποίημα.

Ολα αυτά δεν είναι μια φιλολογική παραξενιά, δεν αντιπροσωπεύουν μια λογοτεχνική παραδοξότητα. Αποδεικνύουν αντιθέτως εκείνο για το οποίο μας ειδοποιεί από πολύ νωρίς στο βιβλίο του ο Δοξιάδης: ότι η λογοτεχνία προτιμά κάποτε να μιμηθεί αντί για την πραγματικότητα τον εαυτό της. Μια ατέρμονη, επαναληπτική μίμηση που όμως προκύπτει κάθε φορά διαφορετική. Ενα λογοτεχνικό παιχνίδι με διεθνείς λογοτεχνικές συστάσεις που μπορεί να παιχτεί απρόσκοπτα και στα καθ’ ημάς χωρίς εκ παραλλήλου να υποβαθμίσει την εντοπιότητά του: είδαμε πρωτύτερα πως και τα τρία κείμενα που μελετά ο Δοξιάδης είναι εστιασμένα σε κομβικά ιστορικά και πολιτικά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας.

Οσο όμως παιγνιώδης (και ταυτοχρόνως άκρως σοβαρή) είναι η μελέτη του Δοξιάδη άλλο τόσο παιγνιώδης αποδεικνύεται και η έκδοση που τη φιλοξενεί. Καταχωρίζοντας στις σελίδες της το ελιοτικό «πρωτότυπο» στη μετάφραση του Σεφέρη και τα τρία πειραγμένα του «αρχέτυπα» μετατρέπει και τη μελέτη του Δοξιάδη σε «αρχέτυπο», βάζοντάς της σε πρωθύστερη σειρά (δηλαδή πρώτη), για να ακολουθήσει ένα τελευταίο (πέμπτο πλέον) «αρχέτυπο», το οποίο δεν είναι άλλο από τον σχολιασμό του Γιώργη Γιατρομανωλάκη για όσα έχουν προηγηθεί. Ενα στέμμα σε πλήρη ανάπτυξη και ανοιχτό εκ των πραγμάτων σε όσους θελήσουν στο μέλλον να πυκνώσουν τις γραμμές του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ