Αλεξάνταρ Γκατάλιτσα
Ο Μεγάλος Πόλεμος

Μεταφραση Ισμήνη Ραντούλοβιτς
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 924, τιμή 19,08 ευρώ

Εξέχων μεταφραστής της αρχαίας ελληνικής ποίησης και τραγωδίας, φιλόλογος και μουσικοκριτικός, ο Αλεξάνταρ Γκάταλιτσα εμφανίστηκε με τον «Μεγάλο Πόλεμο» (εκδ. Καστανιώτη) για πρώτη φορά στα ελληνικά με αυτοτελές έργο του. Πολυπρόσωπο βιβλίο, με περισσότερους από ογδόντα πρωταγωνιστές, το μυθιστόρημα αυτό βάδισε επιτυχημένα την οδό μεταξύ μαγικού ρεαλισμού και λογοτεχνίας του φανταστικού προκειμένου να μιλήσει για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κέρδισε την ευρωπαϊκή προσοχή μεταφραζόμενο τόσο στα αγγλικά όσο και στα γαλλικά. Η πρόσφατη έκδοσή του στην Ελλάδα στάθηκε αφορμή για να μιλήσουμε με τον συγγραφέα για τη μακρά σκιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στον 21ο αιώνα. Ακριβώς αυτή ήταν και η πρώτη ερώτηση: Ποια είναι η μνήμη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Σερβία σήμερα σε σχέση με τις άλλες μνήμες ενός σκληρού 20ού αιώνα; «Η Σερβία ξέχασε και ξαναθυμήθηκε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μύθος των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αντικαταστάθηκε μετά το 1945 με τον κομμουνιστικό μύθο των παρτιζάνων νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα δεινά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, χειρότερα από εκείνα του Β’ Παγκοσμίου, έπρεπε να αγνοηθούν και να αποσιωπηθούν. Μετά το 1990 οι όροι αντιστράφηκαν: η κομμουνιστική κληρονομιά εξοβελίστηκε πλήρως, ο λόγος για τα θύματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έλαβε μεγάλες διαστάσεις, όλοι αφιερώθηκαν στην «κουλτούρα της μνήμης». Οταν άρχισα να γράφω το βιβλίο μου, θεώρησα ότι είχα την ευκαιρία να μιλήσω και για τον ηρωισμό, αλλά και για τις αποτυχίες, τη δειλία, τα λάθη, τα τοτέμ του πολιτικού εθνικισμού –όχι μόνο για τους άλλους εμπόλεμους αλλά επίσης, και κυρίως, για την πλευρά της Σερβίας, κάτι που δεν συνέβαινε με προηγούμενα μυθιστορήματα της σερβικής λογοτεχνίας».


Σε πολλούς σημερινούς Ελληνες που δεν γνωρίζουν τέτοιες λεπτομέρειες θα ηχήσει παράξενα η αναφορά στα συναισθήματα των Σέρβων της εποχής που μέμφονταν τους τότε Ελληνες επειδή η διχασμένη μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου Ελλάδα έμενε ουδέτερη το 1915 χωρίς να βοηθά τη Σερβία κατά τους όρους προηγούμενης συνθήκης των δύο χωρών.
«Εδώ αναφέρομαι σε μερικές αλήθειες όχι τόσο ευχάριστες για τους Ελληνες. Το νησί της Κέρκυρας χρειάστηκε να τεθεί υπό κατοχή το 1915 γιατί αρχικά οι Αρχές αρνήθηκαν να δεχθούν τον σερβικό στρατό που είχε υποχωρήσει ηττημένος από την Αυστροουγγαρία μέσω της Αλβανίας. Ομως, η συμβίωση σέρβων στρατιωτών και κερκυραίων κατοίκων υπήρξε τόσο θερμή ώστε αυτή η ιδιαίτερη αγάπη που δημιουργήθηκε τότε επιβιώνει ως σήμερα. Αυτό είναι το πραγματικό υλικό της λογοτεχνίας: τα καλά και τα άσχημα συναισθήματα, το καλό και το κακό μέσα στον άνθρωπο. Συχνά με ρωτούν: «Γιατί περιγράφεις έτσι τους Ελληνες στο βιβλίο, μας στενοχωρείς». Και τους απαντώ πάντα, «Ναι, αλλά κοιτάξτε τι λέω για τους Σέρβους!»».

Από την απόσταση ενός και πλέον αιώνα πια, μας μοιάζει ολόκληρη η κοινωνία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου «μισή μεσαιωνική, μισή σύγχρονη», όπως λέει ο Γιλδίζ Εφέντης για τους τότε τούρκους ηγέτες;
«Καλή ερώτηση. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε με μια τάξη πραγμάτων και τελείωσε με μια άλλη. Τέσσερις αυτοκρατορίες που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη εξαφανίστηκαν. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρωσική Αυτοκρατορία πέρασαν κατευθείαν από τον Μεσαίωνα στη σύγχρονη εποχή. Ο Γιλδίζ Εφέντης είναι η εικόνα αυτής της εποχής, μισός μεσαιωνικός άνθρωπος, μισός σύγχρονος. Ας μη θεωρήσουμε όμως ότι με τον χαρακτηρισμό «μεσαιωνικός» εννοούμε κάτι τελείως οπισθοδρομικό. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σκότωσε τα παλιά ιδανικά, τον παλιό «λόγο τιμής». Και απάτες, κλοπές, ακήρυκτοι πόλεμοι, άμαχοι ως θύματα θα σημαδέψουν τον υπόλοιπο 20ό αιώνα, τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης».

Η περίπτωση του κατασκόπου Α φον Β είναι και μια νύξη για την ευχερή, υπό προϋποθέσεις, χειραγώγηση της Ιστορίας για πολιτικούς και άλλους σκοπούς;

«Ο Α φον Β είναι ιστορικό πρόσωπο, τροποποίησα την περίπτωσή του, τον έβαλα να ψεύδεται στους σέρβους αιχμαλώτους πολέμου για να αποκτήσει η χώρα του στρατηγικό πλεονέκτημα, έτσι ώστε, σαν τις Σειρήνες του Οδυσσέα, να αντικαθιστά την πραγματικότητα με ψέματα. Αν όμως βρίσκετε εδώ κάποιο ιδεολογικό υπόβαθρο, είμαι υποχρεωμένος να το αρνηθώ. Οπως έλεγε ο μεγάλος ούγγρος συγγραφέας Γκιόργκι Κόνραντ, «η μόνη ιδεολογική σταθερά που πρέπει να τηρεί ο συγγραφέας είναι η ιδεολογία του ίδιου του Ανθρώπου». Και ο Ανθρωπος για εμένα αποτελεί μείξη καλού και κακού. Ο Α φον Β φέρεται με κακία και σκληρότητα ψευδόμενος στους σέρβους αιχμαλώτους. Φέρεται όμως με αφοσίωση και πατριωτισμό για την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία όταν παίρνει την απόφαση να αυτοκτονήσει. Δεν υπάρχει χώρος για ιδεολογική αντιμετώπισή του: ως συγγραφέας και δημιουργός του συγκεκριμένου χαρακτήρα δεν τον υποστηρίζω, δεν τον καταδικάζω».

Ο τρόπος με τον οποίο το ρεαλιστικό και το μη ρεαλιστικό στοιχείο συνεργάζονται στο μυθιστόρημα θυμίζει ποικιλία μαγικού ρεαλισμού.
«Ηθελα να περιγράψω τον Μεγάλο Πόλεμο ως larger than life. Γι’ αυτό από την αρχή ήδη του βιβλίου δίνω έμφαση στο στοιχείο του φανταστικού, νομίζω ότι μόνο αυτό οδηγεί τον αναγνώστη στο ταξίδι της φαντασίας. Ξέρετε, από τη λογοτεχνία αναμένουμε πάντα το αδύνατο, ακόμη και από τη λογοτεχνία του ρεαλισμού. Οταν το βιβλίο μου μεταφράστηκε στα γαλλικά, πολλοί γάλλοι και βέλγοι κριτικοί έγραψαν ότι είμαι ένας νέος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Είναι αλήθεια ότι η λατινοαμερικανική λογοτεχνία άσκησε μεγάλη επίδραση στη σερβική τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Προσωπικά, όμως, δέχθηκα επιρροές και από τη βρετανική και από τη ρωσική λογοτεχνία του φανταστικού, την αμερικανική επιστημονική φαντασία, την αμερικανική τηλεοπτική σειρά «Στη ζώνη του λυκόφωτος»».

Υπαινίσσεται ο «Μεγάλος Πόλεμος», υπόγεια και ακροθιγώς, καταστάσεις του σήμερα;

«Κάθε μυθιστόρημα, ανεξάρτητα από το αν η αφήγηση αφορά το παρελθόν, έχει κάτι να πει για το παρόν. Πράγματι, ο καιρός πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει ομοιότητες με τις μέρες μας. Τότε είχαμε παλιές αυτοκρατορίες σε πτώση, σήμερα έχουμε νέες αυτοκρατορίες σε παρακμή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία, και, πρέπει να το πω, η Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν θα ήθελα να τις δω να σβήνουν από το ιστορικό προσκήνιο του 21ου αιώνα εξαιτίας ενός νέου μεγάλου πολέμου, κοιτάξτε όμως τι ρητορική χρησιμοποιούν ο καινούργιος πρόεδρος των ΗΠΑ και ο νεαρός ηγέτης της Βόρειας Κορέας – ασυνήθιστα όμοια με εκείνη της κατάστασης πριν από τον Α’ Παγκόσμιο. Το κοινό στοιχείο μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Κιμ Γιονγκ Ουν είναι ότι μοιάζουν πεπεισμένοι ότι οι χώρες τους θα ζήσουν αιώνια. Αν όμως μάθαμε κάτι από τον πρώτο μεγάλο πόλεμο του 20ού αιώνα στην Ευρώπη είναι πως κανένα κράτος δεν έχει ιερές απαρχές και καμία κοινότητα ή χώρα δεν είναι αιώνια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ