Νγκούγκι Γουά Θιόνγκο
Πέταλα από αίμα

Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 607, τιμή 21,20 ευρώ

Ενα από τα κύρια ερωτήματα που έθεταν οι μυθιστοριογράφοι τον 19ο αιώνα ήταν: Τι ενώνει και τι χωρίζει τους ανθρώπους; Το ερώτημα βρίσκεται στην καρδιά κάθε ρεαλιστικής αφήγησης κι έχει πολιτικό και υπαρξιακό περιεχόμενο. Θα το θεωρούσε κανείς αυτονόητο που κυριαρχεί στο έργο δύο εκ των σημαντικότερων πεζογράφων της Μαύρης Αφρικής: του Νιγηριανού Τσίνουα Ατσέμπε και του Κενυάτη Νγκούγκι γουά Θιόνγκο. Ο τελευταίος ήταν ως πρόσφατα άγνωστος στη χώρα μας, μολονότι επί χρόνια υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ.


Η έκδοση του τέταρτου μυθιστορήματός του Πέταλα από αίμα είναι μια καλή ευκαιρία για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό όχι μόνο να γνωρίσει έναν συγγραφέα πρώτης γραμμής αλλά και να απομακρυνθεί από τα ευρωκεντρικά στερεότυπα όσον αφορά τη Μαύρη Ηπειρο.

Το Πέταλα από αίμα –στίχος από το ποίημα του Ντέρεκ Γουόλκοτ Ο βάλτος –είναι ένα βιβλίο εξαιρετικής αναπαραστατικής δύναμης και άψογης τεχνικής. Ο Νγκούγκι γουά Θιόνγκο σπάει τη γραμμική αφήγηση με αναδρομές στο παρελθόν των πρωταγωνιστών του αλλά και της ιστορίας της Κένυας, χρησιμοποιώντας και το τρίτο και το πρώτο πρόσωπο ενώ ενσωματώνει ταυτοχρόνως στην κύρια αφήγηση πλήθος μικρές και ως έναν βαθμό αυτόνομες ιστορίες. Η δράση, μ’ αυτόν τον τρόπο, εκφράζει τη συλλογική συνείδηση ενός λαού και μιας εποχής που εκτείνεται σε μεγάλο βάθος χρόνου καλύπτοντας τρεις περιόδους στην ιστορία της Κένυας: την προαποικιακή, την αποικιακή και τη μετααποικιακή. Ο πυρήνας του μυθιστορήματος είναι ρεαλιστικός, όμως δεν λείπουν και οι ποιητικές και μυθικές εξάρσεις, ιδίως όταν ο συγγραφέας περιγράφει τη φύση και τις αφρικανικές τελετουργίες.
Η αφήγηση ξεκινά σαν σε αστυνομικό μυθιστόρημα με τη σύλληψη τεσσάρων ατόμων: του δασκάλου Μουνίρα, του μικροκαταστηματάρχη Αμπντούλα, του ακτιβιστή Καρέγκα και της Γουαντζά, μιας εντυπωσιακής γυναίκας που χρησιμοποιεί τη δύναμη του σεξ για να αποκτήσει οφέλη αλλά ταυτοχρόνως απορρίπτει την καταπίεση που επιβάλλουν στον γενικό πληθυσμό οι ελίτ οι οποίες κατέχουν την εξουσία. Και οι τέσσερις κατηγορούνται για τη δολοφονία τριών στελεχών ενός εργοστασίου δυτικών συμφερόντων τα οποία αποφάσισαν να μη δώσουν αύξηση στους εργάτες.


Ο τόπος και τα πρόσωπα
Η δράση εκτυλίσσεται σε δέκα μέρες, αλλά μέσω της ανάκλησης των ιστορικών περιστατικών φτάνουμε ως το 1896, τη χρονιά της προσάρτησης της Κένυας από τους Βρετανούς. Κι ο τόπος είναι ένα απομονωμένο χωριό, το Ιλμορογκ, που μέσα σε δώδεκα χρόνια μεταβάλλεται σε μια μεγάλη πόλη.
Οι τέσσερις βασικοί χαρακτήρες συνδέονται μεταξύ τους. Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει πίσω στον χρόνο, όταν ο Μουνίρα φτάνει στο Ιλμορογκ και οι κάτοικοι τον αντιμετωπίζουν με δυσπιστία γιατί πιστεύουν ότι σύντομα θα φύγει, όπως είχαν φύγει και οι προηγούμενοι δάσκαλοι. Εν τούτοις εκείνος μένει και συνδέεται με τον Αμπντούλα, ιδιοκτήτη ενός μικρού καταστήματος που είναι επίσης και μπαρ. Οταν φτάνει στο χωριό η γοητευτική Γουαντζά, πιάνει δουλειά στο μπαρ του Αμπνταλά και το μεταμορφώνει. Ο Μουνίρα την ερωτεύεται σχεδόν αμέσως και συνδέεται μαζί της, όμως η σχέση τους είναι σύντομη.
Με την άφιξη αργότερα του Καρέγκα τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Πέφτει ξηρασία κι ο Καρέγκα συνιστά στους κατοίκους να πάνε στο Ναϊρόμπι και να ζητήσουν βοήθεια από τον βουλευτή της περιοχής τους. Οι κάτοικοι πραγματοποιούν το ταξίδι αλλά στο Ναϊρόμπι διαπιστώνουν ότι δεν πρόκειται να τους βοηθήσει ο βουλευτής τους. Εκείνος που τους βοηθά είναι ένας δικηγόρος. Το δράμα τους γίνεται θέμα στα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα πολλοί πολίτες να κάνουν δωρεές στο Ιλμοργκ.
Η εισβολή του χρήματος
Οταν τελικά φτάνει η βροχή στο χωριό, οι κάτοικοι την υποδέχονται με χορούς κι ένα τελετουργικό που ο συγγραφέας το περιγράφει εντυπωσιακά. Ωστόσο οι κατοπινές εξελίξεις θα τα αλλάξουν όλα. Η κυβέρνηση σχεδιάζει έναν δρόμο που θα περάσει από το χωριό, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει μεγάλη εμπορική ανάπτυξη και οι τράπεζες να αρχίσουν να χορηγούν δάνεια στους αγρότες, οι οποίοι δεν θα μπορέσουν να τα ξεπληρώσουν με συνέπεια άλλοι να χάσουν τη γη τους κι άλλοι να την πουλήσουν. (Οποιος πουλάει τη γη του είναι προδότης, έγραψε σε ένα δοκίμιό του ο Νγκούγκι γουά Θιόνγκο.)

Το χρήμα έχει «εισβάλει» στην περιοχή –κι όπου υπάρχει χρήμα υπάρχει και πληρωμένο σεξ. Η Γουαντζά ανοίγει ένα πορνείο. Ο Μουνίρα θέλει να ανανεώσει τον παλιό ερωτικό δεσμό που είχε μαζί της αλλά εκείνη τον αναγκάζει να την πληρώσει, ως πόρνη, προκειμένου να κάνει έρωτα μαζί του. Την επισκέπτεται όμως και ο Καρέγκα στο πορνείο της. Το βλέπει ο Μουνίρα, βάζει φωτιά στο πορνείο, τον συλλαμβάνουν και φυλακίζεται για εμπρησμό.

Εκμετάλλευση και διαφθορά
Η άγρια εκμετάλλευση και η διαφθορά των ελίτ που έχουν την εξουσία είναι τα μείζονα θέματα που απασχολούν τον Νγκούγκι γουά Θιόνγκο. Αλλά πάνω από αυτά είναι η αφρικανική συνείδηση –παναφρικανική, για να είμαστε ακριβείς. Για τον ίδιο δεν έχει σημασία ο συγγραφέας να γνωρίζει το θέμα που χειρίζεται αλλά και το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Να έχει δηλαδή συνείδηση του τόπου και του λαού του. Αυτό αναλύθηκε χρόνια νωρίτερα εκτενώς από τον Φραντς Φανόν. (Το 1982 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το κυριότερο βιβλίο του, «Της γης οι κολασμένοι».)
Ο Φανόν διακρίνει τρεις φάσεις ή τρεις περιόδους ωρίμασης για έναν μαύρο συγγραφέα: Η πρώτη είναι η φάση της αφομοίωσης. Στη δεύτερη αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του και ανακαλεί το παρελθόν, όπου η μνήμη καθίσταται η ταυτότητά του. Η τρίτη φάση είναι η αγωνιστική. Ο συγγραφέας γίνεται η συνείδηση του λαού του οδηγώντας τον στην εξέγερση και στην ελευθερία.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι τελευταίο που έγραψε ο Νγκούγκι γουά Θιόγκο απευθείας στα αγγλικά. Τα υπόλοιπα βιβλία του τα έγραψε στην τοπική γλώσσα γκικούγιου. Η γλώσσα ενός λαού, για τον ίδιο, είναι η ταυτότητα και η συνείδησή του: του τόπου, του χρόνου και της ιστορίας του. Κι εκεί ανήκει ο συνειδητός συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ