Πιέρ Μπουρντιέ
Αντεπίθεση πυρών. Για ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα

Επιμέλεια Νίκος Παναγιωτόπουλος, μετάφραση Καίτη Διαμαντάκου, Λιλή Στυλιανούδη, Μαρία Θανοπούλου. Εκδόσεις Πατάκη, 2017
τιμή 15,40 ευρώ

Ενίοτε κάποιες μελλοντικές εξελίξεις μπορούν να περιγραφούν σε αδρές γραμμές από το παρελθόν, αρκεί να διαθέτει κανείς την απαραίτητη κριτική ματιά. Διαβάζοντας κανείς την «Αντεπίθεση πυρών. Για ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα» (εκδ. Πατάκη), ένα από τα τελευταία βιβλία του μεγάλου γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ (1930-2002), με παρεμβάσεις του γραμμένες στα τέλη της δεκαετίας του ’90, που μόλις επανεκδόθηκε, βρίσκεται ήδη μέσα στο τοπίο της κρίσης: νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εργασιακή αβεβαιότητα, παγκοσμιοποίηση των αγορών, υποβάθμιση του κοινωνικού κεφαλαίου. Για την επικαιρότητα του λόγου του Μπουρντιέ, την έννοια της «κριτικής αντεξουσίας» και την ανάγκη της συγκρότησης του «συλλογικού διανοούμενου» στα χρόνια της κρίσης μιλήσαμε με τον καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αντιπρόεδρο του Ιδρύματος Μπουρντιέ, Νίκο Παναγιωτόπουλο.

Πόσο επίκαιρος είναι ο κριτικός λόγος του Πιερ Μπουρντιέ της δεκαετίας του ’90 σήμερα, είκοσι χρόνια μετά;
«Θα μπορούσε να πει κανείς πως το βιβλίο γράφτηκε σήμερα δικαιώνοντας και την επιλογή μας να το επανεκδώσουμε, αλλά και την πρόθεσή μας με αφορμή την επανέκδοση αυτή να οργανώσουμε μια συζήτηση για τον ρόλο των επιστημόνων και γενικότερα των διανοουμένων σήμερα, την εποχή της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, οι αναλύσεις που εμπεριέχονται σε αυτό μας θυμίζουν πως η γνώση του κοινωνικού κόσμου που παρέχει η κοινωνιολογία, και γενικότερα η επιστήμη, αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους απαραίτητους όρους μιας πραγματικά υπεύθυνης κριτικής σκέψης. Η υπενθύμιση αυτή είναι τελείως απαραίτητη σε μια εποχή όπου η όλο και πιο οργανική σύνδεση, όχι πάντα συνειδητή, μεταξύ διψασμένων για εξουσία «αυλικών» διανοουμένων και ανεπαρκών σε ιδέες ανθρώπων της εξουσίας δημιουργεί εμπόδια σε όποια προσπάθεια επιχειρεί να εμβολιάσει με λίγο ρεαλισμό τον κλειστό χώρο τον παραδομένο στις εσωτερικές του συγκρούσεις και στα ενδογενή διακυβεύματά του, που αποτελεί πλέον ο πολιτικός κόσμος».
Πώς περνάμε από τον «ολικό» ή τον «ειδικό διανοούμενο» των Σαρτρ και Φουκό στον «συλλογικό διανοούμενο»;
«Εκείνοι που ονομάζουμε έως τώρα «διανοουμένους» είναι στοχαστές με την ευρεία και ασαφή έννοια του όρου οι οποίοι βασίζονται στις χαρισματικές τους ιδιότητες. Aυτός ο τύπος διανοουμένου δεν είναι πολύ χρήσιμος στις σημερινές ανάγκες του κοινωνικού κόσμου. Κυρίως, γιατί δεν γνωρίζει όσα χρειάζεται να γνωρίζει προκειμένου να βοηθήσει τις κοινωνικές ομάδες και τα κινήματά τους να εφεύρουν καινούργιες μορφές κινητοποίησης και να κάνουν συστηματικές και θεμελιωμένες αντιπροτάσεις. Ο Μπουρντιέ πίστευε πως είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τον ρομαντικό μύθο του μοναχικού δημιουργού, να πάψουν οι διανοούμενοι να υποτιμούν τη δύναμη που μπορούν να κατέχουν συλλογικά και να εργαστούν για να συγκροτήσουν ένα πραγματικά συλλογικό όργανο που να θεμελιώνεται σε έναν «κορπορατισμό του οικουμενικού», δηλαδή σε ένα δίκτυο επιστημόνων, καλλιτεχνών, συγγραφέων το οποίο στη βάση της αυτονομίας και της υψηλής συγκέντρωσης κύρους που θα διαθέτει θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια αληθινή αντι-εξουσία σε μια εποχή υψηλής συγκέντρωσης των άλλων εξουσιών».
Πώς θα μεταφραζόταν μια τέτοια πρωτοβουλία σε απτές δράσεις;
«Η επανέκδοση του βιβλίου του Μπουρντιέ και η συζήτηση που οργανώθηκε στις 6 Απριλίου, όπως και η επόμενη σχετική που θα ακολουθήσει, αποτελούν μια στιγμή στην υλοποίηση ενός σχεδίου δράσεων που έχω από πέρυσι ξεκινήσει με στόχο να συμβάλω στη δημιουργία των όρων δημόσιας συζήτησης για τον ρόλο των διανοουμένων στην εποχή της κρίσης, καθώς και για τις μορφές πολιτικής παρέμβασής τους και ειδικότερα για τη δημιουργία του συλλογικού διανοουμένου. Το Mirrors, το βιβλίο που εκδώσαμε το 2015 από κοινού με τον Φραντς Σούλτχαϊς και τη Βένια Δημητρακοπούλου, προϊόν συνεργασίας δυο κοινωνιολόγων και μιας γλύπτριας με αντικείμενο τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, ήταν μια πρόταση συνέργειας επιστήμης και τέχνης. Η επανέκδοση του βιβλίου του Μπουρντιέ, η στήριξή μου, διά της συμμετοχής στον κατάλογό του, στον Γιώργο Δρίβα που θα εκπροσωπήσει τη χώρα στην Μπιενάλε της Βενετίας με ένα έργο που θέτει μείζονα ερωτήματα για το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η εγκατάσταση σε δημόσιο χώρο ενός έργου της Βένιας Δημητρακοπούλου ως τρόπος να συζητήσουμε τις σχέσεις μεταξύ δημόσιας κοινωνιολογίας και δημόσιας τέχνης, η διοργάνωση από τις 27 Απριλίου σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο της έκθεσης φωτογραφίας του Μπουρντιέ με θέμα τις οικονομίες της μιζέριας, αποτελούν τις επόμενες άμεσες δράσεις οι οποίες με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο θέτουν το ίδιο ερώτημα αποσκοπώντας σε μια οργανωμένη συζήτηση και έναν γόνιμο προβληματισμό για τον ρόλο και τον τρόπο παρέμβασης των διανοουμένων».
Ο Μπουρντιέ εντάσσει τα δικαιώματα στην εργασία, στην παιδεία, στην τέχνη, στην έρευνα, όπως και την ισότητα των δικαιωμάτων και την ύπαρξη του Δημοσίου σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο, σε ένα είδος πολιτισμού.
«Ολα αυτά αποτελούν τα προοδευτικότερα κεκτημένα του παρελθόντος, ενός ολόκληρου πολιτισμού ο οποίος, μεταξύ πολλών άλλων, επινόησε και υπερασπίστηκε την έννοια του δημοσίου συμφέροντος. Βέβαια, μια τέτοια τοποθέτηση εμφανίζει τον Μπουρντιέ αντιφατικό καθώς, λόγου χάρη, ενώ αφιέρωσε πολύ ερευνητικό χρόνο για να καταδείξει πως το δημόσιο σχολείο λειτουργεί συντηρητικά, εμφανίστηκε να το υπερασπίζεται μπροστά στην αποδόμησή του που επιχείρησαν οι σημερινοί συντηρητικοί επαναστάτες. Αυτή όμως είναι σήμερα η παράδοξη κατάσταση στην οποία βρίσκονται όλοι όσοι υπερασπίζονται την άποψη ότι η ολοκλήρωση του ανθρώπου δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε καμία μαθηματικο-λογιστική μορφοποίηση, όπως επιχειρείται σήμερα από την κυρίαρχη πολιτική σκέψη. Είναι τόσο βίαιη η παλινόρθωση του παρελθόντος στους τομείς που αναφέρατε, η επιστροφή σε ό,τι πιο αρχαϊκό και ξεπερασμένο υπάρχει, ώστε αναγκαζόμαστε ενίοτε να υπερασπιστούμε πράγματα που θα θέλαμε να μεταρρυθμιστούν, όπως είναι οι δημόσιες υπηρεσίες».
Τονίζει επίσης με έμφαση τόσο τη σημασία του έθνους-κράτους όσο και ενός υπερεθνικού κράτους της Ευρώπης…
«Πίστευε πως αν θέλουμε να αγωνιστούμε ενάντια στο εθνικό κράτος πρέπει να υπερασπιστούμε τις «οικουμενικές» λειτουργίες που εκπληρώνει και οι οποίες μπορούν να υπηρετηθούν το ίδιο καλά, αν όχι καλύτερα, από ένα υπερεθνικό κράτος. Αν θέλουμε να πάψει να είναι η Bundesbank αυτή που διαμέσου των επιτοκίων θα κατευθύνει τις χρηματοοικονομικές πολιτικές των διαφόρων κρατών, για τον Μπουρντιέ μια λύση θα ήταν να αγωνιστούμε για τη δημιουργία ενός υπερεθνικού κράτους αυτόνομου σε σχέση με τις διεθνείς οικονομικές δυνάμεις και τις εθνικές πολιτικές δυνάμεις. Ενός υπερεθνικού κράτος ικανού να αναπτύξει τη δημοκρατική αναμόρφωση των βαθύτατα αντι-δημοκρατικών θεσμών με τους οποίους η Ευρώπη είναι πλέον οργανωμένη. Μια τέτοια υπερεθνική συλλογικότητα δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς ένα ευρύ, ισχυρό και αποτελεσματικό ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα».
Πόσο ταυτίζονται ή διαφέρουν τελικά ο ρόλος και η ευθύνη του κοινωνιολόγου και του ιστορικού ως φορέων «κριτικής αντεξουσίας»;
«Το να αγωνισθεί κάνεις σήμερα για να κάνει απλά τη δουλειά του κοινωνιολόγου, του ιστορικού, δηλαδή να εφαρμόσει στον κοινωνικό κόσμο μια ρασιοναλιστική φιλοσοφία της γνώσης και έναν σχεσιακό τρόπο επιστημονικής προσέγγισης, αντικειμενικοποιώντας το άρρητο, αναδεικνύοντας το κρυφό και το κεκαλυμμένο, διασπώντας αυτό που η ιδεολογία, η οποία έγινε κοινός νους, ενώνει, συσχετίζοντας φαινομενικά ασύμβατες διαστάσεις φαινομένων, όλα αυτά, δηλαδή που ενοχλούν έναν κόσμο ο οποίος εξακολουθεί να κολυμπά στα θολά νερά της κοινωνικής μαγείας, και να χορεύει γύρω από το τοτέμ της επικαιρότητας, αποτελεί ένα μείζον πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα. Υπό αυτή την έννοια, η κοινωνιολογική και η ιστορική γνώση αποτελούν εξ ορισμού μια κριτική αντεξουσία, και ασκούν αφ’ εαυτού μια απελευθερωτική επίδραση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ