Μάκης Καραγιάννης
Πόλη χωρίς θεούς

Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 308, τιμή 16,60

Με το πρώτο του μυθιστόρημα Το όνειρο του Οδυσσέα (2011), ο Μάκης Καραγιάννης θα αναθέσει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο σε έναν ήρωα που θα μεταμορφωθεί από αντικαθεστωτικό φοιτητή την εποχή της χούντας σε διεφθαρμένο πανεπιστημιακό της Ελλάδας του 21ου αιώνα: μια χώρα όπου το μόνο το οποίο ζητούν οι πολίτες είναι εύκολες περιουσίες συνοδευμένες από μιαν αστραφτερή δημόσια εικόνα. Μολονότι ο Καραγιάννης δεν θα φθάσει με το βιβλίο του μέχρι τι ημέρες της κρίσης, η τοιχογραφία της μεταπολιτευτικής περιόδου την οποία παρακολουθούμε στις σελίδες του θα υποδείξει ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής παθολογίας που οδήγησε στα τωρινά μας παθήματα.

Με το δεύτερο μυθιστόρημα και τρίτο πεζογραφικό του βιβλίο (έχει προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων Ο καθρέφτης και το πρίσμα του 2007), ο Καραγιάννης θα μπει στην καρδιά της κρίσης, ανατέμνοντας όλες τις συνιστώσες της: από την καταστροφή των μικροεπιχειρηματιών που ξιπάστηκαν επί χρόνια με τα τραπεζικά δάνεια και όταν ήρθε η κακιά ώρα βρέθηκαν πανί με πανί μέχρι τους κουκουλοφόρους που σπάνε βιτρίνες, τους νεοναζί που ξυλοφορτώνουν μετανάστες και τους ίδιους τους μετανάστες που εξοντώνονται μεταξύ τους. Ο Καραγιάννης έχει λύσει τα τεχνικά προβλήματα που επιβάρυναν το πρώτο του μυθιστόρημα και έχει χτίσει μιαν εποπτική και πολυπρόσωπη πλοκή η οποία κερδίζει από την πρώτη στιγμή την προσοχή μας τόσο με την πυκνή της ύφανση όσο και με το χαμηλόφωνο σασπένς της. Οι χαρακτήρες εν τούτοις παραμένουν κάπως στερεοτυπικοί. Χωρίς ισχυρό βαθμό εξατομίκευσης, εκφράζουν περισσότερο τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την κρίση ή τις πολιτικές ομάδες που βλέπουν την τελευταία σαν ευκαιρία για να εντείνουν τη δράση τους.

Χρησιμοποιώντας ωστόσο ως κεντρικό του πρωταγωνιστή μια προσεκτικά σχεδιασμένη μορφή, τον Φώντα, ο οποίος είναι ή μάλλον υπήρξε ιδιοκτήτης μιας βιοτεχνίας ενδυμάτων, ο Καραγιάννης θα συνδέσει μαζί του μια σειρά άλλων, λιγότερο φωτισμένων προσώπων για να φτιάξει την ανθρωπολογική αλυσίδα που έχει ξεπηδήσει από την κρίση, συμπαρασύροντας στο καταστροφικό της διάβα και όλον τον αστικό ιστό. Οι ανθρώπινες φιγούρες του Καραγιάννη μετατρέπονται έτσι σε ενεργούμενα της μεγαλούπολης η οποία παρακμάζει και αργοπεθαίνει στο προσκέφαλό τους.

Μια μεγαλούπολη που αντλώντας τις ονομασίες των δρόμων, των τοποθεσιών και των συνοικιών της από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (πιθανόν και από άλλα ελληνικά αστικά συγκροτήματα), σπεύδει να τις συνενώσει σε μια φανταστική και αλληγορική πολιτεία. Μια κατάφορτη κυψέλη που αδειάζει σταδιακά από κάθε δύναμη και ζωντάνια μέχρι να παραδοθεί στην πλήρη ανομία –σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων του οποίου το μοναδικό αποτέλεσμα θα είναι η φωτιά και ο θάνατος.

Κανένας και τίποτε δεν εξιδανικεύεται ή δεν καταγγέλλεται στο μυθιστόρημα του Καραγιάννη αφού οι πάντες αποτελούν θύματα και ταυτοχρόνως θύτες του νεκροζώντανου μορφώματος στο οποίο έχει εκπέσει η ανίερη πολιτεία τους: οι καμένοι οικονομικά φέρουν και τις δικές τους ευθύνες, τα φασιστοειδή παίρνουν τα πάνω τους γιατί το επιτρέπουν οι συνθήκες, οι μετανάστες είναι ικανοί για όλα, όπως ακριβώς και οι γηγενείς, ενώ οι αντιεξουσιαστές βρίσκουν απλώς το έδαφος που θα ιδεολογικοποιήσει τη βία τους. Το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου είναι σίγουρα η περιπλάνηση του Φώντα στο τοπίο των αστέγων: μια σκοτεινή και απρόβλεπτη περιπέτεια, χωρίς ηθικολογικές αποχρώσεις, που θα καταλήξει σε ένα βουβό, σχεδόν ασχολίαστο δράμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ