Τim Ιngold
Η αντίληψη του περιβάλλοντος

Δοκίμια για τη διαβίωση, την κατοίκηση και τις δεξιότητες
πρόλογος Α. Μπακαλάκη, μετάφραση Α. Βρεττού, επιμέλεια Σ. Νανόγλου
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2016
σελ. 320, τιμή 23,32 ευρώ

Οι Πυγμαίοι Mbuti αποκαλούν το δάσος Ituri που τους περιβάλλει «Πατέρα» ή «Μητέρα» αναγνωρίζοντας την εξάρτησή τους από αυτό που τους δίνει τροφή, ζεστασιά, καταφύγιο, ένδυση και τους προσφέρει στοργή όπως ακριβώς οι γονείς τους. Με τον ίδιο τρόπο και οι Nayaka που κατοικούν στα δάση Tamil Nadu στη Νότια Ινδία βλέπουν το δάσος όπως βλέπουν τη μητέρα ή τον πατέρα τους. Για τους λαούς αυτούς το δάσος δεν είναι κάτι που βρίσκεται «εκεί έξω» και ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις επιθυμίες τους μηχανικά ή παθητικά αλλά, όπως ο γονιός, παρέχει τροφή στα παιδιά του χωρίς όρους αναφέρει ο Τιμ Ινγκολντ, καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν, παραθέτοντας τα συμπεράσματα μελετών σε λαούς που ζουν από το κυνήγι ή τη συλλογή τροφής.

Στο έργο του Η αντίληψη του περιβάλλοντος ο Ινγκολντ αμφισβητεί τη συμβατική οικολογία που προτείνει την εξέταση του κάθε οργανισμού και του περιβάλλοντός του. Θεωρεί πως όταν λέμε «οργανισμός συν το περιβάλλον» εννοούμε μια απλή πρόσθεση δύο πραγμάτων που και τα δύο είναι ακέραια, δηλαδή εν πολλοίς ανεξάρτητα από τη μεταξύ τους σχέση: Ο οργανισμός καθορίζεται από τον γονότυπό του ενώ το περιβάλλον προσδιορίζεται ως ένα σύνολο φυσικών περιορισμών που προϋπάρχει και στο οποίο έρχονται οι οργανισμοί.
Αυτή την άποψη ο Ινγκολντ τη θεωρεί αντι-οικολογική γιατί ορίζει τον οργανισμό και το περιβάλλον ως αλληλοαποκλειόμενες οντότητες που μόνο εκ των υστέρων έρχονται σε επαφή και αλληλεπιδρούν. Αν το σκεφθούμε όμως, συνεχίζει, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι δεν νοείται οργανισμός χωρίς περιβάλλον και δεν υπάρχει περιβάλλον χωρίς οργανισμό. Και αυτό είναι φανερό στις συμβιωτικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο περιβάλλον και στους οργανισμούς σε μη δυτικές κοινωνίες, όπως είναι οι Πυγμαίοι Mbuti και οι Nayaka.
Ολόκληρη η δυτική σκέψη και η επιστήμη, τονίζει ο ίδιος, στηρίχθηκε στον διαχωρισμό ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, την κοινωνία και τη φύση, τη λογική και το ένστικτο, τον παρατηρητή από το παρατηρούμενο. Εν ολίγοις, βασίστηκε σε ένα λανθάνον σφάλμα: στον διαχωρισμό του «κόσμου» της ανθρωπότητας από τον «κόσμο» της φύσης. Και η σύνθεση των δύο διχοτομιών μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης και μεταξύ νεωτερικότητας και παράδοσης συνετέλεσε στην κυριαρχία του αφηρημένου λόγου.
Ο Ινγκολντ απορρίπτει τη διαίρεση ανάμεσα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κόσμους –αντιστοίχως ανάμεσα σε νου και ύλη, νόημα και ουσία –και με το έργο του έχει σκοπό να άρει τη στείρα διχοτομία μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Πιστεύει ότι με τη δυναμική συνέργεια οργανισμού και περιβάλλοντος θα ανακτηθεί μια αυθεντική «οικολογία της ζωής». Επηρεασμένος από τον Χάιντεγκερ υποστηρίζει ότι ο νους είναι εγγενής στο δίκτυο των συσχετισμών που δημιουργούνται καθώς εντρυφούμε στο περιβάλλον. Ετσι, ο οργανισμός-μέσα-στο-περιβάλλον-του θα έπρεπε να αποτελεί την αφετηρία της οικολογικής σκέψης, καθώς σε αυτήν εκφράζεται μια αδιαίρετη ενότητα και όχι σύνθεση δύο πραγμάτων.
Το περιβάλλον, τονίζει, δεν είναι ένας οριοθετημένος χώρος που λειτουργεί ως φόντο, σκηνικό ή αντικείμενο μια εμπρόθετης ανθρώπινη δράσης. Είναι το απρόβλεπτο και διαρκώς εν εξελίξει αποτέλεσμα της κίνησης και της διαρκούς αμοιβαίας επίδρασης μεταξύ των ποικίλων οντοτήτων, ανθρώπινων και μη, που κατοικούν μαζί και κυκλοφορούν μέσα σε έναν τόπο.
Η έννοια του περιβάλλοντος, όπως την αναλύει ο Ινγκολντ, διαφέρει από εκείνη της φύσης: όταν αναφερόμαστε στη «φύση» είναι σαν να πιστεύουμε ότι δεν ανήκουμε και εμείς οι ίδιοι στη φύση, αλλά ότι βρισκόμαστε έξω από αυτήν και μπορούμε έτσι να την παρατηρούμε αποστασιοποιημένα. Η φύση όμως δεν είναι εξωτερική προς την ανθρωπότητα και την ιστορία και η διάκριση μεταξύ των εννοιών «περιβάλλον» και «φύση» αντιστοιχεί στη διαφορά προοπτικής ανάμεσα στο να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως όντα εντός ενός κόσμου και ως όντα έξω από αυτόν.
Για αυτό τον λόγο πρέπει να αποφεύγουμε απλοϊκές εκφράσεις όπως «το φυσικό περιβάλλον» επειδή, συγχέοντας με αυτό τον τρόπο τους δύο όρους, ήδη φανταζόμαστε τους εαυτούς μας κατά κάποιον τρόπο πέρα από τον κόσμο και συνεπώς σε θέση να παρεμβαίνουμε στις διαδικασίες του. Ωστόσο τα περιβάλλοντα εφόσον διαμορφώνονται συνεχώς, όπως και όλοι οι οργανισμοί συμπεριλαμβανόμενου του ανθρώπου, είναι και τα ίδια ιστορικά. Κατά συνέπεια, οι αρχές της σχεσιακής σκέψης αντί να περιορίζονται στον τομέα της ανθρώπινης κοινωνικότητας πρέπει να εφαρμοστούν σε όλο το φάσμα της οργανικής ζωής.
Ο Ινγκολντ, έχοντας ως βάση την αρχή της συμπληρωματικότητας, υποστηρίζει ότι τα ανθρώπινα όντα συγκροτούνται ως οργανισμοί μέσα σε συστήματα οικολογικών σχέσεων: «Το περιβάλλον μου είναι ο κόσμος όπως υφίσταται και αποκτά νόημα σε σχέση με εμένα, και υπ’ αυτή την έννοια δημιουργήθηκε και εξακολουθεί να αναπτύσσεται με εμένα και γύρω από εμένα. Και το περιβάλλον δεν είναι ποτέ ολοκληρωμένο καθώς σφυρηλατείται συνεχώς από τα έμβια όντα, όπως και τα ίδια αλλάζουν συνεχώς μέσα από τις διαδικασίες ωρίμασης ή ανάπτυξης» τονίζει, δίνοντας μια νέα διάσταση στην έννοια του περιβάλλοντος.
Ο Τιμ Ινγκολντ πιστεύει ότι η οργανική ζωή είναι περισσότερο δράση παρά αντίδραση, είναι το δημιουργικό ξεδίπλωμα ενός ολόκληρου πεδίου σχέσεων, εντός του οποίου τα διάφορα όντα αναδύονται και λαμβάνουν τις συγκεκριμένες μορφές τους, καθένα σε σχέση με τα άλλα. Και η «οικολογία της ζωής» που προτείνει μας προκαλεί να αναθεωρήσουμε σκέψεις και απόψεις για τη σχέση μας με τον γύρω κόσμο.
Οι ιδέες του Ινγκολντ παρουσιάζονται με πλήθος παραδειγμάτων που καθιστούν το βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον και φανερώνουν τις συμβιωτικές σχέσεις ανάμεσα στην ανθρώπινη κοινότητα και στο περιβάλλον, τον τρόπο κατοίκησης μέσα σε αυτό και το πώς με τη διαρκή αλληλεπίδραση των όντων αναπτύσσονται οι ποικίλες δεξιότητες. Η μετάφραση της Α. Βρεττού αναδεικνύει τη σκέψη του Ινγκολντ, ενώ ο πρόλογος της Α. Μπακαλάκη είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικός.

Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ