Εduardo Galeano
Κυνηγός ιστοριών

Μετάφραση Ισμήνη Κανσή
Εκδόσεις Πάπυρος, 2017
σελ. 264, τιμή 14 ευρώ

Η λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής έχει αγαπηθεί από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό αλλά και η αντίστοιχη γοητεία της Ελλάδας στον ισπανόφωνο κόσμο δεν είναι διόλου μικρή. Ο ουρουγουανός Εδουάρδο Γκαλεάνο είναι από τους γνωστότερους –και πολυμεταφρασμένους –λατινοαμερικανούς συγγραφείς στη γλώσσα μας. Τα μεγάλα του έργα, Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής και ιδίως η Μνήμη της φωτιάς, που τον καθιέρωσαν διεθνώς ως συγγραφέα πρώτης γραμμής αγαπήθηκαν και στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα βιβλία του.

Ο Γκαλεάνο κατάφερε να μετατρέψει την πολιτική Ιστορία, το δράμα, τις εξάρσεις, τα πάθη και τις ευαισθησίες μιας ολόκληρης ηπείρου σε λογοτεχνία υψηλού επιπέδου. Να οικειοποιηθεί το προφανές, να αναδείξει το φαινομενικά δευτερεύον, να αντλήσει από μεμονωμένα επεισόδια ένα συναρπαστικό υλικό και να το μεταμορφώσει σε περιπέτεια της ζωής και της γραφής με σπάνια αμεσότητα κι ευαισθησία.
Καταφάσκει στη ζωή
Ο Γκαλεάνο πέθανε στις 13 Απριλίου του 2015 και δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το τελευταίο του βιβλίο Κυνηγός ιστοριών, στο οποίο οι εκδότες ενσωμάτωσαν και κάποιες ιστορίες από ένα νέο βιβλίο που έγραφε και που σκεφτόταν να το ονομάσει Ορνιθοσκαλίσματα.
Ας μην καταφύγουμε στην κοινοτοπία και χαρακτηρίσουμε τον Κυνηγό ιστοριών το «κύκνειο άσμα του». Ο Γκαλεάνο αντιμετωπίζει εδώ σε αρκετά από τα σύντομα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο το θέμα του θανάτου, όμως ως το τέλος του βίου του παρέμεινε πολιτικός συγγραφέας που καταφάσκει στη ζωή. Οσοι είναι εξοικειωμένοι με το έργο του θα βρουν και στο βιβλίο τούτο όλα τα γνωρίσματα που τον χαρακτηρίζουν: όχι μόνο την ιδιαιτερότητα της κάθε ιστορίας που αφηγείται (μέσα σε λίγες γραμμές κατά κανόνα), όχι μόνο την ικανότητά του να σε εκπλήττει σε κάθε σελίδα και την απαράμιλλη ποιητικότητά του, αλλά και το εξοντωτικό χιούμορ του (που βέβαια είναι μια από τις μορφές κατάφασης στη ζωή).
Ενα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα λ.χ. είναι η ιστορία Ο πεθαμένος στη σελ. 153. Μέσα σε 16 μόνον αράδες ο Γκαλεάνο μας αφηγείται πώς το 1975 κάποιος Λαλ Μπιχαρί από το ινδικό κρατίδιο Ούταρ Πραντές πήγε στο δημαρχείο του Αζαμγκάρ και ζήτησε ένα πιστοποιητικό γεννήσεως. Ο αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος όμως έκανε λάθος και αντί για πιστοποιητικό γεννήσεως του έδωσε πιστοποιητικό θανάτου. Από τότε ήταν σαν ο Λαλ Μπιχαρί να μην υπήρχε, σαν να μην είχε ζωή, γιατί τα επίσημα αρχεία ήταν αδύνατον να διορθωθούν, γι’ αυτό κι ένας δικηγόρος τον συμβούλεψε να κρεμαστεί! Διότι βεβαίως ο δυστυχής εκείνος δεν μπορούσε να αποδείξει ότι δεν παρίστανε τον ζωντανό, κι εκτός αυτού δεν υπήρχε συνδικάτο να τον υπερασπιστεί. «Τότε», καταλήγει ο Γκαλεάνο, «ίδρυσε την Οργάνωση Πεθαμένων της Ινδίας. Ηταν το πρώτο συνδικάτο νεκρών του κόσμου».
Μάστορας του ακαριαίου
Ο λατινοαμερικανικός μαγικός ρεαλισμός είναι κι εδώ εμφανής, εμφανέστερος θα έλεγα από όσο στα υπόλοιπα βιβλία του Γκαλεάνο, ο οποίος αντλεί πλήθος στοιχεία από τους μύθους και τους θρύλους που αυτός ο μάστορας της ακαριαίας αποτύπωσης τους αποδίδει με απαράμιλλη απλότητα. Συναντά έτσι μέσω της πρόζας την ποίηση. Οι βινιέτες του είναι τόσο γοητευτικές που πολλές από αυτές δεν θα δίσταζε κανείς να τις χαρακτηρίσει πεζά ποιήματα, όπως λ.χ. την παρακάτω που τιτλοφορείται Χνάρια και με την οποία αρχίζει το βιβλίο:
«Ο άνεμος σβήνει τα χνάρια των γλάρων.
Η βροχή σβήνει τις πατημασιές των ανθρώπων.
Ο ήλιος σβήνει τα χνάρια του χρόνου.
Οσοι αφηγούνται ιστορίες αναζητούν τα χνάρια της χαμένης μνήμης, της αγάπης και του πόνου, που μπορεί να μη φαίνονται, αλλά δεν σβήνουν».
Είναι εμφανές εδώ πως ο συγγραφέας θέλει όχι μόνο να μας μιλήσει για την αθέατη πλευρά των πραγμάτων αλλά και για τον αθέατο κόσμο στο σύνολό του. Ταυτόχρονα ανάγει τον πραγματικό κόσμο στην περιοχή του μύθου, στο μαγικό σύμπαν των λαϊκών παραδόσεων που αποτελεί τον συνεκτικό ιστό των λαών της Λατινικής Αμερικής (αν και δεν περιορίζεται εκεί) και όπου οι άγνωστοι πρωταγωνιστές είναι εξίσου σημαντικοί με τα ιστορικά πρόσωπα.
Στον Κυνηγό ιστοριών υπάρχουν και αρκετά κείμενα ενδοσκόπησης. Κείμενα ευθέως προσωπικά τα οποία συνήθως καταλήγουν σε φράσεις που επέχουν θέση αφορισμού: «Αυτό ανακάλυψα: η Κόλαση είναι η αναμονή» καταλήγει στο Ταξίδι στην Κόλαση της σελ. 88.
Αλλού είναι πιο σαρκαστικός ακόμη κι από τον Αμβρόσιο Μπιρς. Η Διάγνωση του Πολιτισμού στη σελ. 105 για παράδειγμα αποτελείται από δύο μόνον αράδες, που τις παραθέτω:
«Σε κάποιο μέρος κάποιας ζούγκλας, κάποιος σχολίασε: «Τι περίεργοι τύποι οι πολιτισμένοι. Ολοι έχουν ρολόγια και κανείς δεν έχει χρόνο»».
Ο Γκαλεάνο, όπως είχε πει κάποτε, επεδίωκε να γράψει τη μεγάλη ιστορία μέσα από τη μικρή ιστορία και γι’ αυτό τον διευκόλυνε το παρελθόν, από όπου μπορούσε να αντλήσει και στη συνέχεια να αναδείξει τα θέματά του μεταμορφώνοντάς τα τόσο ανεπαίσθητα που να φαίνονται ότι κάποιος τα αφηγείται για πρώτη φορά. Να δει με άλλα λόγια «τον κόσμο από την κλειδαρότρυπα». Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για εμάς αυτό που είπε για το μείζον έργο του, την τριλογία Μνήμη της φωτιάς που «γεννήθηκε από ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη».
Ο Κυνηγός ιστοριών είναι κατά κάποιον τρόπο ένα βιβλίο συμπληρωματικό των όσων είχε καταθέσει ως τότε. Ισως λιγότερο συναρπαστικό από τα προηγούμενα, όμως πιο πικρό, πιο ενδοσκοπικό –αλλά πάντως γοητευτικό από την αρχή ως το τέλος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ