Χανς Χέρμπερτ Γκριμ
Σλουμπ. Ιστορίες και περιπέτειες από τη ζωή του άγνωστου μουσκετοφόρου Εμιλ Σουλτς όπως τις αφηγήθηκε ο ίδιος

Μτφρ. Κατερίνα Τζιναβά, εκδόσεις Κέδρος, 2016
σελ. 320, τιμή 15,50 ευρώ

Ως το 1928 ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν υπήρχε στη Δυτική Ευρώπη με τη μορφή του λογοτεχνικού έργου. Μεμονωμένες εκδόσεις, όπως αυτές των ποιητικών συλλογών των Ζίγκφριντ Σασούν και Γουίλφρεντ Οουεν, εμφανίστηκαν ήδη το 1918 και το 1920 αντίστοιχα, ωστόσο εκδότες, σκηνοθέτες και άνθρωποι του θεάτρου αδιαφορούσαν κατά κανόνα για παρόμοιο υλικό με την πεποίθηση ότι η κοινή γνώμη επιθυμούσε να ξεχάσει τα χαρακώματα. Παρά τη μεταπολεμική έφοδο του μοντερνισμού (Bauhaus, ντανταϊσμός, σουρεαλισμός), η αίσθηση των επαγγελματιών ήταν ότι η πολεμική θεματολογία θα ισοδυναμούσε με εμπορική αποτυχία. Οταν στα τέλη του 1928 και στις αρχές του 1929 εμφανίστηκαν τα πρώτα επιτυχημένα μυθιστορήματα και απομνημονεύματα, σημειώνει ο καναδός ιστορικός Μόντρις Εκσταϊνς στο βιβλίο του «Rites of Spring. The Great War and the Birth of the Modern Age» (εκδ. Houghton Mifflin), όλοι τους ανέκρουσαν πρύμναν. Τον Μάιο του 1929 το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» του Εριχ Μαρία Ρέμαρκ είχε πουλήσει 640.000 αντίτυπα μόνο στη Γερμανία ενώ ως το τέλος του χρόνου θα μεταφραζόταν σε περισσότερες από 20 γλώσσες. Θα περνούσε ένας χρόνος προτού καταλαγιάσει η «έκρηξη του πολέμου», κατά τον Εκσταϊνς, και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες πολλαπλές εκδόσεις, φιλμ, θεατρικά έργα και αφιερώματα του Τύπου έδωσαν ένα πρώτο συστηματικό σώμα προσέγγισης της μνήμης και της νοηματοδότησης της σύρραξης.

Μέλος αυτού του σώματος αποτελεί ο «Σλουμπ» του Χανς Χέρμπερτ Γκριμ, βιβλίο που εκδόθηκε ανώνυμα το 1928 και είχε πουλήσει μόλις 5.500 αντίτυπα προτού σκεπαστεί από την πλημμυρίδα του Ρέμαρκ. Με τη χιουμοριστική του μορφή και το παραμυθικό του στοιχείο το βιβλίο δεν έχει την αυστηρότητα του κειμένου του Ρέμαρκ ή την τραγική αίσθηση της ματαιότητας που συνοδεύει τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» του Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Πλησιάζει περισσότερο ίσως τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ» του Γιάροσλαβ Χάσεκ, αν και στόχος του δεν είναι η σάτιρα. Ο Γκριμ αντιπαραθέτει ονειρικές καταστάσεις σε ρεαλιστικές περιγραφές, δομεί ελαφρές περιπέτειες γύρω από πυρήνες σοβαρών δεδομένων, διακόπτει την κανονικότητα που τείνει να διαμορφωθεί στη ζωή του ήρωά του με σύντομες στιγμές ωμότητας. Το σύνολο αποκτά τελικά εκείνο τον ξεχωριστό χαρακτήρα του μη πραγματικού που διέκρινε την εμπειρία της πρώτης γραμμής στο Δυτικό Μέτωπο.
Μέσα στη φωτιά της μάχης
Ο πόλεμος του Σλουμπ αρχίζει ειρηνικά. Ο δεκαεπτάχρονος Γερμανός Εμιλ Σουλτς, γνωστός με το παραπάνω παρωνύμιο που σημαίνει «τυχεράκιας», στρατεύεται εθελοντικά με μια εξιδανικευμένη εικόνα της σύρραξης στο μυαλό του. Εκπρόσωπος των δυνάμεων κατοχής σε ένα μικρό γαλλικό χωριό αρχικά, φροντίζει για την καλοπέρασή του, αγνοεί όσα εκτυλίσσονται υπό τους μακρινούς ήχους των κανονιών. Μεταφέρεται στα χαρακώματα, εξοικειώνεται με τον θάνατο, βιώνει τον αυτοματισμό της ύπαρξης με γνώμονα την επιβίωση ως τον επόμενο ύπνο, την επόμενη σκοπιά, το επόμενο συσσίτιο. Αν αναζητεί ένα ηρωικό κατόρθωμα, αυτό δεν γίνεται για τη δόξα αλλά για ένα πιάτο φαγητό ή για έναν σωτήριο τραυματισμό: «»Οταν θα γίνω λοχίας», σκεφτόταν ο Σλουμπ, θα πάρω μια καραβάνα γεμάτη φαΐ και δεν θα χρειάζεται να ξαναπάω να φέρω. […] Κι αν εκεί έτρωγε καμιά ξώφαλτσα, ούτε κι αυτό είναι χειρότερο από την παντοτινή αθλιότητα του χαρακώματος». Θα βρεθεί στην επιθυμητή κατάσταση στην επίγεια κόλαση μιας επίθεσης, χτυπημένος από θραύσμα οβίδας και χαμένος ανάμεσα στο αίμα, στους νεκρούς, στους διαμελισμένους και στην ατέρμονη ανταλλαγή βλημάτων. Η ανάρρωση περιλαμβάνει ερωτικές περιπέτειες, γλέντια και καβγάδες σε καπηλειά. Οσο ο παραλογισμός προελαύνει γύρω του ο Σλουμπ προσαρμόζεται, προχωρεί, επιβιώνει. Ενα είδος παιδικής αθωότητας τον οδηγεί από φιλία σε φιλία με συναδέλφους στρατιώτες, από έρωτα σε έρωτα με ποικίλες γυναίκες. Ενα είδος επίκτητου κυνισμού τον ωθεί στο τέλος του πολέμου να κάνει κομπίνες για να βγάλει χρήματα –θα τα χάσει όμως και θα επιστρέψει ξανά φτωχός (και καθαρμένος) στη Γερμανία μετά την ανακωχή ξαναβρίσκοντας την αληθινή αγάπη στο προπολεμικό του φλερτ.
Το τέλος των ιδανικών
Οι αξίες του Σλουμπ και των συντρόφων του είναι οι αξίες της καθημερινότητας: η πατρίδα συνοψίζεται στην οικογένεια, στη δουλειά, στους φίλους, στα κορίτσια –κυρίως τα κορίτσια. Καθήκον είναι η βοήθεια του τραυματία φαντάρου. Μένος για τον αντίπαλο δεν υφίσταται. Ιδεαλισμός δεν απαντάται –με μόνες εξαιρέσεις έναν ενθουσιώδη πατριώτη Γάλλο, γιο εργοστασιάρχη μεταξιού από τη Λυών, με τον οποίο ο Σλουμπ ανταλλάσσει παραδειγματικούς μύθους για την υπαιτιότητα του πολέμου και έναν ανισόρροπο γερμανό φιλόσοφο, επίδοξο δημιουργό της κοινής ευρωπαϊκής γλώσσας «ευρώπηροτσν» που προσμένει μετά τη νίκη «μια μεγάλη ενωμένη Ευρώπη, στην οποία η ψυχή κάθε λαού θα μπορεί να ξεδιπλωθεί ελεύθερα» με ηγέτη της έναν άνδρα «με υπεράνθρωπο μεγαλείο ψυχής» που «θα έχει αναδειχθεί από τον λαό μας». Τα μεγάλα ιδανικά απουσιάζουν ή διακωμωδούνται καθώς η πραγματικότητα της μάχης καταρρακώνει την έννοια της αυθεντίας, καταλύει την ιεραρχία, διαλύει τις βεβαιότητες. Η αταξία σε μια στρατιωτική παράσταση στα μετόπισθεν όπου οι διαταγές του διοικητή αγνοούνται και ο χωροφύλακας που υπακούει στις διαταγές του σκοτώνεται συμβολίζει το τέλος της παλιάς τάξης.
Με τη συνάντηση Σλουμπ και Γιοχάνα προς το τέλος του μυθιστορήματος ο Γκριμ αφήνει ένα περιθώριο οικοδόμησης μιας νέας. Στην πραγματική Γερμανία όμως μετά το 1928 η μόνη νέα τάξη θα είναι εκείνη των Ναζί. Το βιβλίο θα απαγορευθεί και θα καεί, ο Γκριμ θα συνθηκολογήσει υπό τον φόβο ότι θα μπορούσε να κατονομαστεί ως συγγραφέας του και θα ενταχθεί στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Αλτενμπουργκ όπου ζούσε θα γίνει τμήμα της Ανατολικής Γερμανίας. Ως πρώην μέλος των Ναζί απαγορεύεται στον Γκριμ να συνεχίσει να εργάζεται στο σχολείο όπου δίδασκε για χρόνια. Παρά τις ευνοϊκές συστάσεις πολλών και την αποκάλυψη ότι αυτός είχε γράψει τον αντιπολεμικό «Σλουμπ», το νέο καθεστώς θα αρνηθεί να τον αποκαταστήσει απαιτώντας παράλληλα την προσχώρησή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Αντί μιας δεύτερης ταπεινωτικής συνθηκολόγησης ο Γκριμ θα αυτοκτονήσει στις 5 Ιουλίου 1950. Παραμένει μια ελάσσονα εγγραφή της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας, περίπου όπως ο εύθυμος, αισιόδοξος, ανθρώπινος ήρωάς του υπήρξε μια μικρή φιγούρα του Μεγάλου Πολέμου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ