Απόσπασμα από τη «Γενική Εισαγωγή» της Χριστίνας Κουλούρη στο The Cold War (1944-1990). Teaching Contemporary Southeast European History (Source Books for History Teachers), επιμ. Neven Budak and Alexei Kalionski, Θεσσαλονίκη 2016.
Ο σχεδιασμός και η παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού για τη μεταπολεμική και τη μεταψυχροπολεμική περίοδο είναι, πράγματι, μια μεγάλη πρόκληση για τον ιστορικό για τρεις κυρίως λόγους:
1) Η πρόσφατη Ιστορία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής ιστορικής έρευνας, ώστε να υπάρχουν έργα αναφοράς στα οποία να μπορεί να στηριχθεί το σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας, ιδιαίτερα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ως γνωστόν, τα σχολικά βιβλία δεν αποτελούν πεδίο πρωτογενούς έρευνας, αλλά συμπυκνώνουν και συστηματοποιούν την υπάρχουσα ακαδημαϊκή γνώση. Η έλλειψη ακαδημαϊκής Ιστορίας αναπόφευκτα αντανακλάται και στην αφήγηση του σχολικού βιβλίου Ιστορίας. Υπήρξε λοιπόν για εμάς τους επιμελητές μια μεγάλη πρόκληση να συνθέσουμε μέσα από προσεκτικά επιλεγμένες πηγές τη βαλκανική Ιστορία από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως το 2008, επιχειρώντας στην ουσία μια πρωτότυπη ιστορική έρευνα.
2) Η περίοδος αυτή κατά κανόνα δεν διδάσκεται στα σχολεία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ακόμη και αν περιλαμβάνονται τα σχετικά κεφάλαια στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας. Η διδακτέα ύλη δεν φτάνει μέχρι τη δεκαετία του 1990 για πολλούς λόγους, αλλά και λόγω των λίγων ωρών διδασκαλίας που αφιερώνονται στο μάθημα της Ιστορίας ανά εβδομάδα. Η πίεση του χρόνου, σε συνδυασμό με την τεράστια ύλη, αποθαρρύνει τους εκπαιδευτικούς να ασχοληθούν με την πιο πρόσφατη Ιστορία.
3) Ο σημαντικότερος ωστόσο λόγος είναι το ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο που συνοδεύει την αφήγηση για τον Ψυχρό Πόλεμο και κυρίως για τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, ιδιαίτερα στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Η τραυματική μνήμη των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας είναι ακόμη ζωντανή και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στοιχειώνει το μάθημα της Ιστορίας. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Κύπρο, όπου η διχοτόμηση του νησιού μετά την τουρκική εισβολή του 1974 έχει δημιουργήσει τραύματα που συντηρούνται ακόμη μέσα από τη δημόσια και τη σχολική Ιστορία. Αλλά και η Ιστορία των κομμουνιστικών καθεστώτων χαρακτηρίζεται από ιδεολογική στρέβλωση και συνολική απόρριψη, έτσι ώστε να είναι δύσκολη η κατανόηση της πολύπλοκης ιστορικής πραγματικότητας και των βιωμάτων των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Ο εκπαιδευτικός πρέπει λοιπόν να διαχειριστεί ερμηνείες «άσπρο-μαύρο» που εξακολουθούν να κυριαρχούν στα σχολικά εγχειρίδια, ισχυρά συναισθήματα και υποκειμενισμό στη δημόσια σφαίρα αλλά και τη δική του προσωπική και οικογενειακή ιστορία.
[…]
Οπως αναφέρθηκε ήδη, η διδασκαλία της περιόδου μετά το 1990 έχει να διαχειριστεί σειρά συγκρουσιακών και ευαίσθητων θεμάτων, για τα οποία η ιστορική έρευνα ακόμη εκκρεμεί. Για τα περισσότερα, έχει αποφανθεί η Δικαιοσύνη ενώ ανεξάρτητοι διεθνείς και εθνικοί οργανισμοί επιχειρούν να καταγράψουν τα δεδομένα σφαγών και καταστροφών. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τα στατιστικά δεδομένα, κανένας ιστορικός δεν μπορεί να αγνοήσει την τραυματική μνήμη των θυμάτων, η οποία παραμένει ζωντανή. Ο εκπαιδευτικός, από την πλευρά του, έχει συχνά να αντιμετωπίσει μια πολυπολιτισμική τάξη όπου συνυπάρχουν ανταγωνιζόμενες πολλές μνημονικές κοινότητες. Πώς μπορεί λοιπόν να διδάξει ένα εγχειρίδιο εθνικής Ιστορίας μέσα σε μια τέτοια τάξη; Και πώς το προσλαμβάνουν οι μαθητές; Αλλά και πόσο επιτυχημένη είναι η λειτουργία της σχολικής Ιστορίας ως επιστημονικού πεδίου που επιδιώκει την αποστασιοποίηση από το αντικείμενο μελέτης, την «ουδετερότητα» του λόγου και την «ψύξη» των συγκρουσιακών θεμάτων της τραυματικής μνήμης σε μετατραυματικά περιβάλλοντα; Ο εκπαιδευτικός και το σχολικό βιβλίο Ιστορίας αναμετρώνται επομένως με τον δύσκολο στόχο της διαμεσολάβησης ανάμεσα στις μικρές ιστορίες των μαθητών και τη

Μεγάλη Ιστορία. Η διαμεσολάβηση αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε μέσα από μια ομογενοποιητική αφήγηση που εκπορεύεται από την πλειονότητα και αγνοεί τις μειονότητες ούτε μέσα από μια «ουδετερότητα» που δεν λαμβάνει υπόψη τα συναισθήματα των μαθητών. Για τον λόγο αυτόν, προσπαθήσαμε να κάνουμε ορατές τις κοινωνικές και εθνοτικές μειονότητες που απουσιάζουν από τα σχολικά βιβλία Ιστορίας, ώστε να δώσουμε την ευκαιρία στον καθηγητή Ιστορίας να ευαισθητοποιήσει τους μαθητές του και να τους βάλει να σκεφτούν κριτικά. Εξάλλου, όλο το έργο είναι μια συλλογή πηγών για τους «άλλους», κυρίως εκτός συνόρων, αλλά και εντός της επικράτειας, για τους οποίους υπάρχει έχθρα ή άγνοια ή αδιαφορία.