Κατερίνα ΟΙoικονομάκου
Ο τραγουδιστής του Αουσβιτς Εστρόγκο Ναχάμα, Θεσσαλονίκη 1918 – Βερολίνο 2000

Εκδόσεις Καπόν,
232 σελ., τιμή 15 ευρώ

Ο Εστρόγκο Ναχάμα (1918-2000) υπήρξε ένας πολύ τυχερός άνθρωπος. Σχήμα οξύμωρο θα πει κανείς καθώς έχασε όλη την οικογένειά του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ηταν όμως ένας από τους ελάχιστους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που επέζησε της θηριωδίας του Αουσβιτς, του Γκολεσάου, του Ζάξενχάουζεν καθώς και των ταγμάτων πορείας θανάτου μετά την απελευθέρωση. Επιπλέον, ήταν προικισμένος με ένα ιδιαίτερο χάρισμα, την ασυνήθιστα ωραία φωνή του χάρη στην οποία εξασφάλιζε μερικά κομμάτια ψωμί πεταμένα μέσα στις λάσπες από τους δεσμοφύλακες σε αντάλλαγμα για τα τραγούδια του. Το ταλέντο που τον έκανε γνωστό ως τον «Τραγουδιστή του Αουσβιτς» και τον βοήθησε να επιβιώσει. Επειδή διέθετε μια ισχυρή και χαρισματική προσωπικότητα, μετά τον πόλεμο έφθασε να γίνει ο αρχιψάλτης της εβραϊκής κοινότητας του Βερολίνου και ένας από τους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες της πόλης. Συμμετείχε μάλιστα, πάντα ως κάντορας, σε ταινίες όπως το «Καμπαρέ» του Μπομπ Φόσι, «Οι κήποι των Φίτσι Κοντίνι» του Βιτόριο ντε Σίκα, ή η «Μαλού» της γερμανίδας σκηνοθέτριας Ζανίν Μέεραπφελ.

Ακόμα και μετά θάνατον η μοίρα φάνηκε γενναιόδωρη μαζί του. Η ιστορία του υπέπεσε στην προσοχή της δημοσιογράφου Κατερίνας Οικονομάκου και η ζωή του έγινε βιβλίο με τίτλο «Ο τραγουδιστής του Αουσβιτς, Εστρόγκο Ναχάμα, Θεσσαλονίκη 1918 – Βερολίνο 2000» το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καπόν.
«Γιατί τον Εστρόγκο;» την είχε ρωτήσει καχύποπτα ο πιο κοντινός φίλος του όταν είχαν συναντηθεί για να μιλήσουν για τον Ναχάμα στο Βερολίνο. Εκείνη του είχε εξηγήσει ότι η ιστορία του ήταν μέρος της Ιστορίας της κοινής τους πατρίδας, της Ελλάδας. Το σεφαραδίτικο όνομα της είχε κινήσει την περιέργεια όταν το είχε διαβάσει σε ένα άρθρο για το μουσείο της «Τοπογραφίας του τρόμου» στο Βερολίνο όπου, όπως αποδείχτηκε, ο διευθυντής ήταν ο γιος του Εστρόγκο Αντρέας. Οταν αναζήτησε το όνομά του στην ελληνική βιβλιογραφία δεν βρήκε τίποτα. Το όνομά του ήταν γνωστό μόνο στους ιστορικούς Ρένα Μόλχο και Χάγκεν Φλάισερ αλλά και στους δημοσιογράφους Ελένη Παπασωτηρίου και Νίκο Χειλά με τους οποίους είχε συνομιλήσει ο Ναχάμα. «…ο θυμός για την άγνοιά μου, αλλά και η επιθυμία μου να την ξεπεράσω, να την εξηγήσω, υπό μια έννοια και να την αποδεχθώ, ακολουθώντας τα ίχνη εκείνου του άνδρα σε μια προσπάθεια να ανασυστήσω την ιστορία του και μαζί να διασώσω ένα ψήγμα της αποσιωπημένης συλλογικής μνήμης της πατρίδας μου» γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου της.
Ο Ναχάμα στο «Spotlight»
Η Οικονομάκου το καταφέρνει με μεγάλη ακρίβεια μολονότι δεν γνώρισε ποτέ τον Ναχάμα.
Συνθέτει το πορτρέτο του ψηφίδα την ψηφίδα μέσα από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε από τη διεθνή βιβλιογραφία, από προφορικές αφηγήσεις που βρίσκονται στο Visual History Archive του USC Shoah Foundation Institute, από στοιχεία που συνέλεξε από το αρχείο του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, από τον φάκελο του Ναχάμα στην Υπηρεσία Αποζημιώσεων του Βερολίνου. Επικοινώνησε και μίλησε με ανθρώπους που τον γνώρισαν, αρχής γενομένης βεβαίως από την τρίτη σύζυγό του και τον γιο τους. Συμβουλεύτηκε και συμπλήρωσε τα κενά των μαρτυριών με τη συνδρομή όσων γνωρίζουν σε βάθος την ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ενάμιση χρόνο κράτησε η εμβριθής έρευνά της η οποία χρηματοδοτήθηκε για το 2011-2012 από το Ιδρυμα Presse-Haus NRZ στο πλαίσιο του European Journalism Fellowship στο Freie Universität του Βερολίνου. Οι αγωνίες, τα αδιέξοδα και οι επιτυχείς εκβάσεις, τα τεκμήρια, οι συλλογισμοί και οι συνειρμοί της δημοσιογραφικής έρευνας που οδήγησαν στην ανασύσταση μιας προσωπικής ιστορίας άγνωστης στο ελληνικό κοινό συνοδεύουν σαν υποπλοκή τη μεγάλη αφήγηση του βιβλίου. Αδύνατον να μη σκεφθείς ότι σε μια εποχή όπου η δημοσιογραφία απαξιώνεται και αφανίζεται το πόνημα της Οικονομάκου αποτελεί ένα παράδειγμα για το πώς θα όφειλε να ασκείται από τους λειτουργούς της.
Η ιστορία ενός περιπλανώμενου Ιουδαίου
Η οδυνηρά γοητευτική ιστορία του Εστρόγκο αναδύεται από αυτή την εντυπωσιακή προσπάθεια. Μαζί της και εκείνη των λιγότερο τυχερών ομοθρήσκων του που ξεριζώθηκαν βίαια από την πόλη τους. Ο Ναχάμα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1918 και εκτοπίστηκε στο Αουσβιτς τον Μάρτιο του 1943. Ενιωσε άραγε την αντισημιτική απειλή προτού εκδηλωθεί ανεξέλεγκτη και στη γενέτειρά του; Είχε επιπτώσεις στην οικογένειά του η φωτιά του ’17 που αφάνισε εβραϊκές κυρίως γειτονιές στη Θεσσαλονίκη; Πώς βίωσαν τη βίαιη επίθεση περίπου 600 ανδρών στον φτωχικό συνοικισμό του Κάμπελ όπου έμεναν 220 οικογένειες Εβραίων οι οποίοι είχαν χάσει τα σπίτια τους το 1931; Εκεί που είναι θολό το περίγραμμα της ζωής του Νάχαμα, η Οικονομάκου εστιάζει στη μεγαλύτερη εικόνα. Αλλωστε, όσο ζούσε το είχε σαν αρχή να μη μιλάει ποτέ για το παρελθόν και όσοι τον συνάντησαν λίγες πληροφορίες κατάφεραν να του αποσπάσουν για τα χρόνια της Θεσσαλονίκης και του πολέμου. Ο Ναχάμα επέζησε και έφθασε με τα πόδια στο Βερολίνο το 1945. Εκτοτε έμεινε εκεί, στη χώρα των ανθρώπων που αφάνισαν την οικογένειά του. Εγινε ένας συμφιλιωτικός Εβραίος, ταγμένος στη συγγνώμη αλλά και παράλληλα ένας άνδρας ισχυρός που αγωνίστηκε για τη ζωή του και τη θέση του στη νέα κοινωνία καλλιεργώντας το ταλέντο του και την αγάπη του για το τραγούδι. Λίγο-λίγο έφθασε να γίνει ο πιο γνωστός εβραίος ψάλτης της πόλης και ο πρώτος που προσπάθησε μεταπολεμικά να βοηθήσει να αποκατασταθούν οι σχέσεις ανάμεσα στους Εβραίους και στους Χριστιανούς της Γερμανίας.
Δεν θα μάθουμε ποτέ αν γνώριζε και ποιες ήταν οι σκέψεις του για το «Σωματείο Μεσεγγυούχων» της Θεσσαλονίκης, για παράδειγμα, όσων δηλαδή σε στενή συνεργασία με τον κατακτητή είχαν αποσπάσει μεγάλες εβραϊκές περιουσίες και μετά τον πόλεμο οδηγούσαν τους νόμιμους εβραίους ιδιοκτήτες των κατασχεμένων περιουσιών στο δικαστήριο. Ούτε τι αισθάνθηκε όταν έμαθε για τους χειρισμούς της υπόθεσης του Διοικητή Θεσσαλονίκης – Αιγαίου Μαξ Μέρτεν, του υπευθύνου για τον εκτοπισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, και την απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να του ασκήσει διώξεις για εγκλήματα πολέμου. Το σίγουρο είναι ότι τη μία και μοναδική φορά που αποπειράθηκε να έρθει στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη αντίκρισε μια πόλη που δεν αναγνώρισε, ερημωμένη απ’ όλους τους συγγενείς και τους φίλους του. Ηταν το 1959 και κατηγορήθηκε για λιποτάκτης επειδή δεν είχε ανταποκριθεί στην κλήση να πολεμήσει το 1946. Το ελληνικό προξενείο δεν τον είχε ειδοποιήσει αλλά οι Αρχές δεν βρήκαν πειστικό το επιχείρημα. Ο Εστρόγκο δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω. Ωστόσο, δεν αποχωρίστηκε ποτέ το ελληνικό διαβατήριό του. Και, ίσως από έλλειψη προδιάθεσης, ίσως από αντίσταση, δεν απέβαλε ποτέ τη βαριά ελληνική προφορά του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ