Γιάννης Βαλτής
Extra Ball

Εκδόσεις Ποταμός σελ. 183,
τιμή 13 ευρώ

Γεννημένος το 1964, απόφοιτος του Γερμανικού Σχολείου στη Θεσσαλονίκη και με σπουδές φωτογραφίας στην Κολονία, εργάστηκε ως φωτογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός στη διαφήμιση μετακινούμενος συνεχώς μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας: αυτός είναι ο Γιάννης Βαλτής, που μας δίνει ως πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο μιαν αυτοβιογραφική αφήγηση με κέντρο την ασθένειά του και τις πολλαπλές θεραπείες τις οποίες έκανε στο Εσεν μέχρι να καταλήξει στο ησυχαστήριό του στη Βουρβουρού της Χαλκιδικής, όπου και απολαμβάνει πλέον την επιστροφή του σε μιαν υγιή, αν και μοναχική ζωή από την οποία δεν έχουν διαγραφεί το άγχος και ο φόβος.


Το Extra Ball είναι το χρονικό της παρατεταμένης πάλης με έναν καρκίνο ο οποίος θα αποτελέσει επί μεγάλο χρονικό διάστημα τον πυρήνα της καθημερινότητας του αφηγητή: με αλλεπάλληλες εισαγωγές στο νοσοκομείο και επανειλημμένες εξετάσεις, καθώς και με ιδιαιτέρως δύσκολες αναμονές για τα αποτελέσματά τους. Τίποτε όμως απ’ αυτά δεν θα μετατραπεί σε θρήνο και απόγνωση, καμιά στεντόρεια κραυγή δεν θα ακουστεί για το κακό συναπάντημα με την αρρώστια, κανένας υψηλός τόνος δεν θα παρεισδύσει στην εξιστόρηση της μακράς ιατρικής περιπέτειας. Και τίποτε παράλληλα δεν θα έρθει να ξελαφρώσει τον ήρωα από τη βαριά απειλή της νόσου που θα τον κυνηγήσει με ανυποχώρητη επιμονή. Η διαφορά βρίσκεται (και αυτό ακριβώς είναι που θα προσδώσει στην προσωπική μαρτυρία τα χαρακτηριστικά λογοτεχνικού κειμένου) στον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνεται στη δράση ο καρκίνος, στον τρόπο με τον οποίο μετατρέπεται η ασθένεια σε πηγή μεταστοιχείωσης του αυτοβιογραφικού λόγου του Βαλτή.

Οσο παραμένει στο νοσοκομείο ο αφηγητής, καταφέρνει από τη μια μεριά να εξοικειωθεί με τα μηχανήματα και τους γιατρούς, υπομένοντας αδιαμαρτύρητα την εξοντωτική ρουτίνα τους, και από την άλλη να αποδεσμεύσει όλα τα αποθέματα ψυχικής και σωματικής ενέργειας που διαθέτει: κουβέντες και φιλίες με τους άλλους ασθενείς, μαζί με τους οποίους δεν παύει ούτε στιγμή να αγωνίζεται και να ελπίζει, αλλά κι ένα ασταμάτητο ξεσάλωμα (όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες) με ποτά, τσιγάρα και θυελλώδεις σεξουαλικές συνευρέσεις. Εκείνο το οποίο έχει σημασία εδώ δεν είναι τόσο η αλήθεια ή το ψέμα της μαρτυρίας όσο οι δρόμοι τους οποίους ακολουθεί η αφήγηση προκειμένου να συμφιλιώσει τη νόσο με την ακόρεστη επιθυμία για ζωή και συνέχεια. Η αυτοβιογραφία σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν θα λειτουργήσει ως καταγραφή γεγονότων, αλλά ως μέθοδος ρεαλιστικής διαφυγής (ένας συνειδητά υπερβάλλων ρεαλισμός) από το φάσμα του θανάτου.

Ανάλογη γραμμή θα χαράξει ο Βαλτής κι όταν θα εγκατασταθεί στη Βουρβουρού: το κάλεσμα της ζωής θα τροφοδοτήσει και τώρα τον λόγο του, αν και όχι με την έξαρση της εποχής κατά την οποία παρέμεινε στο Εσεν. Εύλογο: η αποθεραπεία θα ανοίξει μια πόρτα για την είσοδο της μελαγχολίας και της μοναξιάς, μολονότι δεν θα επικρατήσει και πάλι ο παραμικρός δραματικός τόνος. Μια αυτοβιογράφηση λοιπόν σε δύο φάσεις: πρώτα η επιθετική περικύκλωση της ασθένειας μέχρι να ξορκιστεί η σκιά της, ύστερα η ηπιότερη αποδοχή της ως τετελεσμένου γεγονότος. Το ελαφρώς καταθλιπτικό υπόλοιπο που αφήνει η τελευταία δεν θα μειώσει στο ελάχιστο τη δύναμη της ιστορίας του Βαλτή και την απελευθερωτική της αύρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ