Σάμαρ Γιάζμπεκ
Οι πύλες του Tίποτα

Μετάφραση από τα αραβικά Αγγελική Σιγούρου
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016
σελ. 304, τιμή 14,84 ευρώ

Για έκτο χρόνο συνεχίζεται ο φοβερός πόλεμος στη Συρία με ανυπολόγιστο πλέον αριθμό θυμάτων. Ως πέρυσι οι δυτικοί παρατηρητές υπολόγιζαν τους νεκρούς σε 230.000 περίπου, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των τραυματιών και των προσφύγων. Η «στατιστική» του δράματος δεν είναι ικανή να μας δώσει ούτε το μέγεθος ούτε τις συνέπειες αυτής της τραγωδίας. Μας το δίνει όμως το προσωπικό χρονικό της συγγραφέως και δημοσιογράφου Σάμαρ Γιάζμπεκ. Το βιβλίο της Οι πύλες του Tίποτα είναι, καθώς λέμε σε τέτοιες περιπτώσεις, «γροθιά στο στομάχι».

Η Γιάζμπεκ ανήκει στη μειονότητα των αλαουιτών της Συρίας, όπως και ο Ασαντ. Η μειονότητα κυβέρνησε τη Συρία από το 1943, όταν η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της. Τα μέλη της ήταν ευκατάστατα, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοσμικού χαρακτήρα της χώρας. Η Γιάζμπεκ εναντιώθηκε στο καθεστώς και έλαβε μέρος στις ειρηνικές διαδηλώσεις εναντίον του το 2011 που στόχευαν στον εκδημοκρατισμό της χώρας. Επειτα από πολλές συλλήψεις και απειλές αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι. Ομως δεν «εγκατέλειψε» την πατρίδα της και η καλύτερη απόδειξη είναι αυτό το βιβλίο, ένα σπαρακτικό χρονικό που περιγράφει τρία ταξίδια της από το 2012 ως το 2013 στη Συρία, όπου μπήκε παράνομα μέσω Τουρκίας. Μια τριπλή είσοδος σε ένα τοπίο αίματος, θανάτου και καταστροφής.
Πέρα όμως από το σοκ που προκαλεί η τραγωδία της Συρίας, αν κάποιος δυτικός θέλει να καταλάβει τι συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει σε αυτή τη δύστυχη χώρα δεν έχει παρά να διαβάσει το βιβλίο της Γιάζμπεκ.

Ο σφετερισμός ενός αγώνα

Οι πύλες
του Τίποτα χωρίζονται σε τρία μέρη, όσα και τα ταξίδια –«πύλες» τα αποκαλεί η συγγραφέας –που περιγράφονται.
Η Γιάζμπεκ συναντά ένα πλήθος από μαχητές του λεγόμενου Απελευθερωτικού Στρατού της Συρίας, πολλοί από τους οποίους από ειρηνικοί διαδηλωτές εναντίον του Ασαντ πήραν στη συνέχεια τα όπλα, μόλις άρχισε το καθεστώς άλλους να τους συλλαμβάνει και άλλους να τους εξοντώνει. Αρχισαν έναν απελπισμένο αγώνα και προειδοποίησαν επανειλημμένα –και από την αρχή ακόμη –τους Δυτικούς ότι αν δεν τους βοηθούσαν τον αγώνα τους θα τον σφετερίζονταν οι ισλαμιστές. Οπως και συνέβη, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της Βόρειας Συρίας να καταληφθεί και να ελέγχεται από τους τζιχαντιστές. Ετσι ήταν αναπόφευκτο ο αγώνας εναντίον του καθεστώτος να μεταβληθεί σε θρησκευτικό πόλεμο και ο Απελευθερωτικός Στρατός της Συρίας να βρεθεί ανάμεσα στα πυρά του στρατού του Ασαντ και των τζιχαντιστών. Κι ακόμη στα πεδία των μαχών να βρεθούν σύντομα και ισλαμιστές μαχητές από άλλες χώρες. Τα μεγάλα θύματα φυσικά είναι οι άμαχοι.

Η κυριαρχία του μίσους
Ο ρεαλισμός και η αμεσότητα με τα οποία η συγγραφέας περιγράφει τις κατεστραμμένες πόλεις, τους βομβαρδισμούς, τους στρατιώτες και τους αμάχους που πέφτουν νεκροί μπροστά στα μάτια της σου κόβουν την ανάσα. Είναι σαν να βρίσκεται κι ο αναγνώστης εκεί, να ζει τον θάνατο που έρχεται από τον ουρανό (τα αεροπλάνα) και τη γη (τις σφαίρες των τουφεκιών και των πολυβόλων). Ο πόλεμος πλέον, όπως έχει εξελιχθεί, υπερβαίνει και την πολιτική και τη θρησκεία. Αυτό που κυριαρχεί τώρα είναι το μίσος: του καθεστώτος εναντίον των ανταρτών και των ισλαμιστών, αλλά και των ισλαμιστών μεταξύ τους (οι σουνίτες εναντίον των σιιτών) και όλων εναντίον όλων.
Τα ταξίδια της Γιάζμπεκ στη Συρία δεν ήταν επικίνδυνα μόνο εξαιτίας του πολέμου. Ηταν και επειδή αφενός την κυνηγούσε το καθεστώς και αφετέρου την έβλεπαν καχύποπτα οι ομόθρησκοί της. Εκπροσωπούσε την κοσμική κοινωνία, τον δυτικό τρόπο ζωής, μια Συρία που οι ίδιοι τώρα, μπλεγμένοι σε έναν δίχως τέλος πόλεμο, την κατέστρεφαν καθημερινά. Πόλεις και χωριά είχαν ισοπεδωθεί, άλλα είχαν αδειάσει από τους κατοίκους τους και το μόνο που είχε απομείνει ήταν τα κουφάρια των σπιτιών στα οποία κάποτε κατοικούσαν αυτοί που τώρα είτε είχαν πεθάνει είτε είχαν πάρει τον δρόμο της αυτοεξορίας.

Νικητής ο θάνατος
Ο διαμελισμός της χώρας είχε ως αποτέλεσμα να είναι τώρα μοιρασμένη σε διάφορες σέκτες. Ο πόλεμος συνεχίζεται, αλλά ποιος θα είναι ο νικητής; Και έχει άραγε σημασία; Οχι, γιατί νικητής –και σε καθημερινή βάση –είναι πλέον μόνον ο θάνατος. Και για όσους προσπαθούν να επιζήσουν εκείνο που κυριαρχεί είναι ο φόβος του θανάτου –χειρότερος ακόμη κι από την εμπειρία του θανάτου.
Το βιβλίο δεν συντίθεται μόνο από τις αφηγήσεις των όσων συνάντησε η Γιάζμπεκ, συνομίλησε μαζί τους και με κάποιους πέρασε αρκετές μέρες διασχίζοντας τα τοπία μιας χώρας που τώρα πλέον ήταν τόσο γι’ αυτήν όσο και για τους κατοίκους της μια αφανισμένη πατρίδα, που πλέον είχε μεταβληθεί σε εχθρικό έδαφος. Οσο κι αν εδώ, όπως και σε κάθε μαρτυρία πρώτης γραμμής, η συγγραφέας μιλάει μέσα από τις φωνές των άλλων, η ίδια δεν παραλείπει να συνοδεύει τα λόγια τους και τις συνομιλίες της μαζί τους με το πώς αισθανόταν και τι σκεφτόταν την κάθε στιγμή. Και εκείνη, όπως και οι ίδιοι, έδινε τον ίδιο αγώνα της επιβίωσης.


Το απόλυτο μηδέν
Ο αγώνας όμως αυτός είχε κι άλλες προεκτάσεις: κοινωνικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές, που δεν περιορίζονται στα όρια της Συρίας αλλά την ακολουθούν ακόμη και στο Παρίσι, τον τόπο της αυτοεξορίας. Πώς μπορεί στα μάτια της να φαίνεται «ωραίο» το ωραίο Παρίσι, όταν η χώρα της έχει καταστραφεί; Η απώλεια, το αίσθημα του ότι αυτό που χάθηκε δεν πρόκειται να ξανακερδηθεί την ακολουθεί, όπως μας λέει στον επίλογο του βιβλίου της. Ετσι, το «Τίποτα», στο οποίο αναφέρεται συχνά, είναι κάτι παρόμοιο με το nada που βίωσε στο τέλος της ζωής του ο Γκόγια: το μηδέν, το απόλυτο μαύρο.
Η Γιάζμπεκ είναι συγγραφέας του πάθους και της αγανάκτησης –και το αγωνιστικό της φρόνημα παρουσιάζεται με τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα του αληθινού συγγραφέα. Θα έλεγε κανείς πως το βιβλίο της αυτό είναι η προσπάθειά της να επιβιώσει. Αλλά και να βοηθήσει όσο μπορεί τον σκληρά δοκιμαζόμενο λαό της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ