Λύντια Τρίχα
Χαρίλαος Τρικούπης
Ο πολιτικός του «Τις πταίει» και του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»
Εκδόσεις Πόλις, 2016
σελ. 624, τιμή 26 ευρώ

Το 1987 η νομικός Λύντια Τρίχα, η οποία ασχολείται με την έρευνα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, της διπλωματίας και της πολιτικής, αρχίζει την καταλογογράφηση και επεξεργασία του πολιτικού αρχείου του Χαρίλαου Τρικούπη στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ). Το 1991 εκδίδει την αλληλογραφία του Τρικούπη με τον Ιωάννη Γεννάδιο από το ίδιο αρχείο ενώ τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα για τον Χαρίλαο Τρικούπη εντείνονται. Συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους και αφιερώματα για τον έλληνα πρωθυπουργό και αρχίζει να αποκτά τη φήμη της ειδικής περί τον Τρικούπη. Το 1996, στα εκατόχρονα από τον θάνατο του Τρικούπη, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος της ζητεί να γράψει την επετειακή ομιλία που θα εκφωνήσει στη Βουλή και ο Κωνσταντίνος Τρικούπης της εμπιστεύεται ένα μέρος του οικογενειακού αρχείου που έχει στην κατοχή του: αλληλογραφία, φωτογραφίες και αποκόμματα εφημερίδων, τα οποία εκείνη αξιοποιεί στην έκδοση ενός βιογραφικού λευκώματος για τον Χαρίλαο. Η επιθυμία της να γράψει τη βιογραφία του Χαρίλαου έχει σκαλώσει από καιρό στην πρώτη γραμμή: Ο Χαρίλαος ήταν παιδί του Σπυρίδωνα και της Αικατερίνης Τρικούπη. Αναζητώντας λεπτομέρειες, αν ήταν το τρίτο ή το τέταρτο παιδί τους, καταλήγει σε μακρόχρονη έρευνα για την οικογένεια Τρικούπη σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία στην Ελλάδα και στην Αγγλία. Επιστέγασμα αυτής της πολύχρονης ερευνητικής δραστηριότητας για τον Χαρίλαο Τρικούπη και το περιβάλλον του αλλά και τις κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα είναι τώρα η ιστορικά εμπεριστατωμένη αλλά γλαφυρή και συναρπαστική βιογραφία που μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο Χαρίλαος Τρικούπης, Ο πολιτικός του «Τις πταίει» και του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» (Πόλις, 2016). Συναντήσαμε τη συγγραφέα στο γραφείο της στο Κολωνάκι όπου μας μίλησε για τον «αποφασιστικό, τρομερής θέλησης, οραματιστή και βέβαια εκσυγχρονιστή» Χαρίλαο Τρικούπη, καθημερινή της παρέα τα τελευταία τριάντα χρόνια.

«Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1888». Γελοιογραφία από την εφημερίδα «Νέος Αριστοφάνης (19.11.1888). Εγχρωμη λιθογραφία. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων

Με ποιους στόχους ξεκίνησε η συγγραφή της βιογραφίας του Χαρίλαου Τρικούπη;

«Ηθελα να παρουσιάσω τον Τρικούπη συνολικά, και τον πολιτικό, και τον άνθρωπο μέσα στην εποχή του, και τη δουλειά του, το έργο του, και τον χαρακτήρα του, γιατί είναι σημαντικό να γνωρίζεις τον χαρακτήρα και τις συνθήκες της εποχής στην οποία ζει ένας πολιτικός για να ερμηνεύσεις τις επιλογές του».
Πού αναζητήσατε στοιχεία για την ανασύνθεση του χαρακτήρα του;
«Διάβασα πολύ για τον ίδιο και την εποχή του, έκανα έρευνα στο προσωπικό και στο οικογενειακό του αρχείο, μελέτησα την αλληλογραφία του, τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Υπάρχουν πάμπολλες αναφορές στις εφημερίδες για τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ειδικά όταν πέθανε έγραψαν πολλοί γι’ αυτόν και τη ζωή του, και βλέπουμε ότι συγκλίνουν οι συντάκτες σε πολλά, συμφωνούν λόγου χάριν ότι του άρεσε πολύ ο χορός. Ξέρουμε για τις προσωπικές του συνήθειες, ότι κοιμόταν λίγο και ξυπνούσε νωρίς. Προτιμούσε τα μπιφτέκια, τα φρούτα και τα γλυκά αλλά και τυριά, που προμηθευόταν από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». Απέφευγε τα οινοπνευματώδη, σπάνια κάπνιζε ένα πούρο. Ηταν άνθρωπος της δράσης, χωρίς τον ρομαντισμό του πατέρα του. Μιλούσε με σαφήνεια στη Βουλή και ήταν καλά προετοιμασμένος. Οι λόγοι του ήταν στεγνοί και γεμάτοι αριθμούς και οι φίλοι του τον πείραζαν γι’ αυτό. Παρά την ομολογουμένη σοβαρότητά του, όταν είχε κατάλληλη διάθεση, έκανε ειρωνικές παρεμβάσεις στη Βουλή που προκαλούσαν ιλαρότητα στο ακροατήριο. Σε αντίθεση με τον πατέρα του χρησιμοποιούσε πάντοτε την καθαρεύουσα και ήταν «η τάξις προσωποποιημένη» σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη που ήταν οπαδός του, όπως και άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων».
Είναι ένα δύσκολο είδος η βιογραφία στην Ελλάδα, δεν έχουμε παράδοση, πρότυπα, έτοιμες συνταγές. Τι δρόμους αναγκαστήκατε να ανοίξετε μόνη σας;
«Διάβασα πολλές βιογραφίες, κυρίως αγγλόφωνες, γιατί με ενδιαφέρει το είδος, και στην πορεία της συγγραφής δοκίμασα πολλές εκδοχές παρουσίασης του βιογραφικού υλικού. Είχα, κατ’ αρχάς, να επιλέξω ανάμεσα σε μια βιογραφία επιστημονικά αφηγηματική ή μια βιογραφία μυθιστορηματική. Ο Αντρέ Μορουά έγραψε θαυμάσιες μυθιστορηματικές βιογραφίες δίχως μία παραπομπή, αλλά εγώ δεν έχω τη δική του πένα και απέρριψα την ιδέα. Επιλέγοντας την επιστημονικά αφηγηματική βιογραφία αναρωτήθηκα αν η αφήγηση θα πρέπει να οργανωθεί θεματικά ή χρονολογικά. Η θεματική αφήγηση θα διευκόλυνε τον αναγνώστη που θα ήθελε να παρακολουθήσει από την αρχή ως το τέλος την οικονομική πολιτική του Τρικούπη, ή τα δημόσια έργα που άφησε ή τη συμβολή του στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Επειδή όμως δεν υπάρχει μια σύγχρονη χρονολογική βιογραφία του, και η τελευταία του Δημήτρη Πουρνάρα είναι γραμμένη πριν από πολλά χρόνια και είναι ήδη ξεπερασμένη, αποφάσισα ότι θα αποβεί τελικά δυσκολότερο για τον αναγνώστη να κατανοήσει πλήρως την πολιτική του Τρικούπη σε μια θεματικά οργανωμένη βιογραφία. Στη συνέχεια προέκυψε το ζήτημα από πού ξεκινά αυτή η χρονολογική αφήγηση. Ενας πολύ ενδιαφέρων και αφηγηματικά απολαυστικός τρόπος είναι η παρουσίαση του υλικού ως ημερολογίου του βιογραφούμενου, που όμως δεν πείθει τον αναγνώστη πως όσα γράφονται είναι σωστά και ιστορικά τεκμηριωμένα. Μια άλλη ιδέα ήταν να αρχίσω από τον θάνατό του και να προχωρήσω ανάποδα στον χρόνο –έτσι η αφήγηση έχει εξασφαλισμένο happy end, αλλά είναι δύσκολο να επιλέξεις το σημείο στο οποίο θα σταματήσεις πηγαίνοντας προς τα πίσω. Ετσι κατέληξα σε αυτό που έκανα, μια χρονολογική βιογραφία του Τρικούπη από τη γέννηση ως τον θάνατό του».

Προσπαθείτε, σημειώνετε στην εισαγωγή σας, να είστε αντικειμενική, να μη γράψετε αγιογραφία…
«Οπωσδήποτε τον δικαιώνω σε πολλά πράγματα, καταλαβαίνω τις επιλογές του αλλά μπορώ και να τις κρίνω. Το 1882, όταν αναλαμβάνει την κυβέρνηση, το κράτος είναι υπερχρεωμένο, διότι έχει προηγηθεί η προσάρτηση της Θεσσαλίας, και βέβαια η επιστράτευση που χρειάστηκε και τα έξοδα για την προσάρτηση των νέων χωρών δημιουργούν έναν ελλειμματικό προϋπολογισμό. Κανονικά θα έπρεπε να μην καταθέσει ένα δαπανηρό πρόγραμμα. Εκείνος όμως κάνει το πρόγραμμά του, το οποίο είναι εκσυγχρονιστικό αλλά πολυέξοδο και αναγκάζεται να δανειστεί. Το 1886, όταν ξαναέρχεται στην εξουσία, υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα γιατί έχει προηγηθεί ο «ειρηνοπόλεμος» του Δηλιγιάννη. Αντί να κηρύξει την πτώχευση, συνεχίζει την πολιτική του, συνεχίζει την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου κ.τ.λ. Δεν μπορείς να μη δεις ότι δεν είναι μεν ο μόνος υπεύθυνος για τα ελλείμματα αλλά συμβάλλει».

Η πτώση του από την εξουσία δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει το εκσυγχρονιστικό και μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Τι απέμεινε ως έργο του Τρικούπη;
«Η θεμελίωση των κοινοβουλευτικών αρχών είναι, κατά την άποψή μου, το σημαντικότερο. Βέβαια, ο ίδιος προσπάθησε να εκσυγχρονίσει τη διοίκηση και τον στρατό και τον στόλο. Η διοίκηση, παρά τις προσπάθειές του, δεν έγινε αποτελεσματική, αλλά ούτε και ο στρατός αποδείχθηκε αξιόμαχος, καθώς το 1897 ηττήθηκε κατά κράτος. Βέβαια έμειναν τα θωρηκτά. Τελικά, αυτό που παραμένει είναι τα υλικά πράγματα, τα θωρηκτά, τα δημόσια έργα. Από τα μη υλικά όμως κυρίαρχη συνεισφορά του είναι η θεμελίωση του κοινοβουλευτισμού».
Ο Χαρίλαος Τρικούπης σε φωτογραφία του 1857, όταν εργαζόταν ως ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου

Στον υπότιτλο της βιογραφίας αναφέρετε δύο χαρακτηριστικές φράσεις του, το «Τις πταίει;» και το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»…

«Τις χρησιμοποίησα διότι είναι δύο φράσεις που λέμε ακόμη. Παρότι μας χωρίζει σχεδόν ενάμισης αιώνας από την εποχή του, εξακολουθούν να αναφέρονται αυτές οι δύο φράσεις, πράγμα που σημαίνει ότι είναι επίκαιρες, διαρκώς ρωτούμε «Ποιος φταίει;»».
Τελικά, είπε το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»;
«Δεν αναφέρουν τη φράση τα Πρακτικά της Βουλής, αλλά ο Ανδρέας Συγγρός που βρισκόταν στη Βουλή γράφει ότι την άκουσε. Λέει ότι «τη στιγμή που έλεγε το ‘δυστυχώς επτωχεύσαμεν’ τον κοίταζα στα μάτια». Το ίδιο γράφουν αργότερα και οι εφημερίδες, την αναφέρουν ως φράση που όντως την έχει πει ο Χαρίλαος».
Πέρα από τη στερεότυπη εικόνα του Χαρίλαου Τρικούπη ως «πρωθυπουργού των μεγάλων δανείων», ποια πλευρά του έργου και της προσωπικότητάς του καταλήγετε ότι έχει σημασία να αναδειχθεί και να μελετηθεί;
«Ειδικά σε εποχές που εκφράζεται δυσπιστία των πολιτών απέναντι στους θεσμούς και στους πολιτικούς, το ήθος της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη αξίζει να τονιστεί. «Δεν ήρθα στην εξουσία για να μείνω, ήρθα για να κάνω τη δουλειά μου» έλεγε, πράγμα που δείχνει πώς πρέπει κανείς να πολιτεύεται και πώς ο πολίτης πρέπει να προσεγγίζει την πολιτική, το πολιτικό έργο».
Τα διδάγματα του ευ πολιτεύεσθαι του Τρικούπη υπογραμμίζει κι ένα από τα τρία κείμενά του που παραθέτετε στο Παράρτημα του τόμου…
«Είναι τρία κείμενα σημαντικά. Το πρώτο είναι το «Τις πταίει;», για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει τι επιτέλους είπε ο Τρικούπης σε αυτό το κείμενο στο οποίο επέκρινε την τακτική του Θρόνου να διορίζει και να παύει κυβερνήσεις αγνοώντας τη θέληση της Βουλής. Το δεύτερο είναι «Ο λόγος του Θρόνου», που συνέταξε ο Τρικούπης και εκφώνησε ο βασιλιάς και που είναι πολύ σημαντικός γιατί με αυτόν καθιερώθηκε η αρχή της δεδηλωμένης. Το τρίτο είναι ο επικήδειος λόγος για τον πολιτικό του αντίπαλο Αλέξανδρο Κουμουνδούρο όπου αναπτύσσει τις απόψεις του για την αντιπολίτευση και τον αρχηγό της αντιπολίτευσης και βλέπουμε πώς αντιμετώπισε ο ίδιος τον πολιτικό αντίπαλό του».

Εκτιμάτε ότι τον έχει αδικήσει η ελληνική κοινωνία και Ιστορία;
«Εχω την εντύπωση ότι δεν έχει εμβαθύνει πολύ η ελληνική κοινωνία στον Χαρίλαο Τρικούπη και στο έργο του. Αν ρωτήσουμε τους Ελληνες, δεν θα έχουν πολλά να πουν γι’ αυτόν. Η χρονική απόσταση από την εποχή του και τις συνθήκες της παίζει κάποιον ρόλο, τα πάθη της εποχής του είναι μακριά μας. Σε ό,τι αφορά τους ιστορικούς, οι ιστορικοί του κοινοβουλευτισμού τον έχουν αντιμετωπίσει πολύ θετικά και θεωρείται σήμερα ο πατέρας του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά την οικονομική και την εκσυγχρονιστική πολιτική του, υπάρχουν ιστορικοί που υποστηρίζουν ότι ακόμη κι αν δεν κατάφερε να έχει άμεσο αποτέλεσμα έβαλε τον σπόρο των μεταρρυθμίσεων που από ‘κεί και πέρα θα εξελίσσονταν και άλλοι που θεωρούν ότι ήταν τελείως ανεδαφική η πολιτική του. Προσωπικά, θεωρώ ότι η πτώχευση θα ερχόταν, επομένως ήταν σημαντικό που ο Τρικούπης άφησε υποδομές, δεν εννοώ μόνο τις υλικές υποδομές, τα δημόσια έργα, αλλά και τις θεσμικές υποδομές για να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις».

Η σχέση με τη λογιοσύνη, τις γυναίκες και τα χρήματα

Η κυρία Λύντια Τρίχα κρατώντας τη βιογραφία του Χαρίλαου Τρικούπη

Ο Σπυρίδων Τρικούπης, λόγιος ο ίδιος και ποιητής, είχε επαφές με πάρα πολλούς λογίους της εποχής του και πρώτον τον Σολωμό γιατί είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα. Αντιθέτως, «ο Χαρίλαος δεν είναι λόγιος, οι λόγιοι που τον περιβάλλουν προσχωρούν προς το πολιτικό πρόσωπο του Τρικούπη» εξηγεί η Λύντια Τρίχα. Ενας από αυτούς, ο Ροΐδης, «διοριζόταν έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης κάθε φορά που εκλεγόταν ο Τρικούπης και, όταν ηττήθηκε ο Τρικούπης το 1895, τηλεγράφησε στον Δηλιγιάννη «Σας συγχαίρω μετά πολλής μου θλίψεως»».

Διά βίου εργένης, που ζει με την αδελφή του Σοφία, ο επιβλητικός, αυστηρός, υπεραπασχολημένος Χαρίλαος απέχει από το πρότυπο του οικογενειάρχη πολιτικού της εποχής του. Σε δημοσιεύματα αναφέρονται περιστασιακά δεσμοί του, πάντα με παντρεμένες γυναίκες. Στις χορευτικές βραδιές που τον προσκαλούν οι κυρίες τον πολιορκούν και κρέμονται από τα χείλη του. Εχει ήδη περάσει τα πενήντα όταν ερωτεύεται παράφορα τη νεαρή βαρόνη Μαρία φον Τράουτενμπεργκ, σύζυγο του αυστριακού πρέσβη στην Αθήνα. Είναι η γυναίκα που, μαζί με τη Σοφία, θα κυριαρχήσει στη ζωή του ως τον θάνατό του. «Οι απόψεις του, οι θεωρίες που είχε για τη γυναίκα, δεν διέφεραν από τις απόψεις των συγχρόνων του, δεν ήταν πιο προοδευτικός από την εποχή του σε αυτό το θέμα» διευκρινίζει η βιογράφος του. «Από την άλλη πλευρά, η μεν αδελφή του κρατούσε όλο το κόμμα, στη δε βαρόνη έδινε αναλυτική εικόνα της κατάστασης στην Ελλάδα και σχολίαζε μαζί της τη διεθνή πολιτική επικαιρότητα, συνομιλούσε μαζί της όπως θα συνομιλούσε με έναν άντρα».
Από αντίγραφα των επιστολών του Τρικούπη, που υπάρχουν στο τμήμα του αρχείου Τρικούπη που έχει στα χέρια της η Λύντια Τρίχα, «από την πυκνότητα της αλληλογραφίας, τις ημερομηνίες των επιστολών, το περιεχόμενο –ό,τι δηλαδή έχει διασωθεί μετά τις δραστικές επεμβάσεις της Σοφίας» η ίδια έχει την αίσθηση ότι «η σχέση τους δεν ήταν πλατωνική. Αλληλογραφούσαν, συναντιόντουσαν στο εξωτερικό ή κατά τις επισκέψεις του ζεύγους Φον Τράουτενμπεργκ στην Ελλάδα, εκείνη βρισκόταν στο προσκέφαλό του στις Κάννες στις τελευταίες του στιγμές…».
Ο άνδρας του οποίου το όνομα στην οικονομική ιστορία της Ελλάδας συνδέθηκε με την πτώχευση του 1893 πεθαίνοντας δεν είχε προσωπική περιουσία. «Κατ’ αρχάς πρέπει να ξόδεψε ό,τι κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ο Σπυρίδων είχε κάνει κάποια περιουσία, διότι είχε ασχοληθεί στη νεότητά του με το εμπόριο. Ενα μέρος της περιουσίας αυτής ρευστοποίησε ο ίδιος και τα υπόλοιπα ο Χαρίλαος, ο οποίος όταν πέθανε δεν είχε περιουσία. Δεν ξέρω αν είχαν ήδη πουλήσει το κτίριο της εξοχικής τους κατοικίας όπου στεγάζεται σήμερα το Ασυλο Ανιάτων, ξέρω ότι πήρε δάνειο για προσωπικά έξοδα. Γνωρίζουμε ότι ζούσε σχετικώς άνετα κι ότι του άρεσε να ταξιδεύει στο εξωτερικό. Δεν κρατούσε ποτέ χρήματα επάνω του, αλλά προφανώς κάποιος άλλος πλήρωνε για λογαριασμό του. Ηταν άνθρωπος ασκητικός, εντός εισαγωγικών βέβαια, διότι ένας άνθρωπος που ράβει τα κοστούμια του στο Λονδίνο –σημειώστε ότι και της Σοφίας τα φορέματα ράβονταν στο Παρίσι –ήταν οπωσδήποτε σχετικώς ευκατάστατος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ