Χρήστος Αρμάντο – Γκέζος
Τραμπάλα.
Διηγήματα

Εκδόσεις Μελάνι,
σελ. 109, τιμή 9 ευρώ

Με το μυθιστόρημά του Η λάσπη, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος μάς έδειξε πριν από δύο χρόνια τον τρόπο με τον οποίο βιώνει ένας μετανάστης την παραμονή του στην Αθήνα: ένας μετανάστης που μη όντας ακριβώς ξένος (προερχόμενος από βορειοηπειρωτική οικογένεια) πασχίζει (χωρίς εν τέλει να το καταφέρνει) να βολέψει την εικόνα της πόλης και των άλλων στα αισθήματά του ενώ ταυτοχρόνως ψάχνει τους δρόμους μέσα από τους οποίους θα ορίσει την ταυτότητά του σε ένα σαφώς άξενο περιβάλλον. Η κακοδαιμονία ωστόσο του ήρωα, η συνεχής ροπή του προς την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή, καθώς και η πλήρης αδυναμία του να ισορροπήσει δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του αποκλεισμού του από την κοινωνία υποδοχής αλλά και προϊόν ενός παραλυτικού εγκλωβισμού στην κόλαση του εαυτού του. Το οικογενειακό παρελθόν θα πάρει εδώ το πάνω χέρι αποκομμένο σε μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό πρόβλημα του αγώνα για επιβίωση είτε στον γενέθλιο τόπο είτε στην Ελλάδα.

Στο καινούργιο πεζογραφικό του βιβλίο (πρόκειται τώρα για συλλογή διηγημάτων) ο συγγραφέας θα παραμερίσει το θέμα της μετανάστευσης, θα κρατήσει όμως από την προηγούμενη δουλειά του τη λογική της διαταραγμένης προσωπικότητας, σφραγίζοντας και πάλι τους ήρωές του με ένα ανεξίτηλο σημάδι από το παρελθόν. Ηρωες που ό,τι κι αν κάνουν στη ζωή τους, με οποιοδήποτε ζήτημα κι αν καταπιαστούν, σε όποιο πλαίσιο κι αν χρειαστεί να κινηθούν, δεν θα πάψουν να βασανίζονται από τον εμμονικό και υπερθερμασμένο ψυχισμό τους. Με το κεφάλι κολλημένο στο τζάμι ενός βαγονιού του τρένου, παθαίνοντας τρόμο με τους εξαθλιωμένους οι οποίοι τους πλησιάζουν στους δημόσιους χώρους, αδυνατώντας να ξεφύγουν από τη δυναστική μορφή του πατέρα (ακόμα κι αν ο πατέρας είναι πλέον νεκρός), προετοιμάζοντας την αυτοκτονία τους, μιλώντας ακατάσχετα στον ψυχαναλυτή τους, θρηνώντας παθολογικά την απώλεια του παιδιού ή των γονιών τους, αναβιώνοντας τραυματικά τα παιδικά τους χρόνια, αφημένοι σε εξοντωτικά χασμουρητά αλλά και πιασμένοι από το μνημονικό δόκανο μιας αυτοχειρίας που συγκλόνισε το σχολείο τους όταν ήταν μαθητές, οι πρωταγωνιστές του Αρμάντο Γκέζου είναι αγοραφοβικοί και φυγόπονοι: ο πανικός τους μπροστά στους ανθρώπους προκαλεί την παραίτησή τους από κάθε δραστηριότητα και η συνακόλουθη αεργία τους αυξάνει τον πανικό τους.
Πρόκειται άραγε για μιαν αυστηρώς ιδιωτική συνθήκη, για καθαρώς ατομικούς πάσχοντες και για μιαν εγγενή ροπή προς την παράνοια; Σε ένα πρώτο επίπεδο, ασφαλώς ναι. Αν παρ’ όλα αυτά παρακολουθήσουμε κάπως προσεκτικότερα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, όπως και στη Λάσπη, την επίδραση που έχουν στην αναστατωμένη συνείδηση των αφηγηματικών προσώπων κάποια θραύσματα του κοινωνικού περίγυρου: η ανέχεια, η υποβόσκουσα βία ή και τα εκ των προτέρων σπασμένα κανάλια επικοινωνίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Αρμάντο Γκέζος ξέρει πώς να χειριστεί και να προβάλει αυτή τη δύσκολη ισορροπία που αποτελεί και την καλύτερη σύσταση για το βιβλίο του. Στην πρώτη γραμμή της συλλογής βάζω τρία κομμάτια: τις «Καρδιές για φάγωμα», για τη γλυκόπικρη ανθρωπολογία τους, το «Χασμουρητό», για τη λειτουργική σύμπραξη του παρανοϊκού δράματος με την ειρωνική εκδοχή του, και τον «Λευκό πίνακα», για την πρωτότυπη ιδέα του και τις λεπτές ψυχολογικές του διεργασίες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ