Ερνστ Τόλλερ
Ημουν ένας Γερμανός.
Η αυτοβιογραφία ενός επαναστάτη
Μετάφραση Μιλτιάδης Αργυρόπουλος.
Εκδόσεις Ερατώ, 2016,
σελ. 479, τιμή 18 ευρώ

Η γερμανόφωνη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου αρχίζει να γίνεται γνωστή στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση. Απομένουν βέβαια ακόμη πολλά έργα, του γερμανικού εξπρεσιονισμού ιδίως, που παραμένουν ανέκδοτα. Οι λόγοι είναι πολλοί, με κυριότερο το ότι και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο αρκετοί από τους σημαντικούς συγγραφείς της μεσοπολεμικής Κεντρικής Ευρώπης είχαν για χρόνια περιπέσει στην αφάνεια. Ενας από αυτούς είναι ο Ερνστ Τόλερ, παντελώς άγνωστος σ’ εμάς, από τους σημαντικότερους εξπρεσιονιστές ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς, το έργο και η ζωή του οποίου σημαδεύουν μια από τις πιο βάρβαρες περιόδους του 20ού αιώνα.

Ενώ οι μοντερνιστές υποστήριζαν πως ο συγγραφέας «δεν έχει βιογραφία» για συγγραφείς όπως ο Τόλερ ισχύει το εντελώς αντίθετο: ο δημιουργός όχι μόνο γράφει αυτό που ζει αλλά και στοχεύει στο να αλλάξει την κοινωνία εξηγώντας γιατί και πώς πρέπει να ζει κανείς. Η λογοτεχνία τότε λειτουργεί ως ύψιστη μορφή κοινωνικής δράσης. Οχι όμως ως ένα είδος κατήχησης των μαζών, όπως εκφράστηκε αργότερα μέσω του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», αλλά ως περιγραφή και κριτική της εποχής της. Επομένως, και τα βιώματα του συγγραφέα αξίζει να καταγραφούν μόνον αν τον ξεπερνούν, αν καθρεφτίζουν δηλαδή τα γεγονότα, τον περίγυρο και τις αλλαγές που ορίζουν τις κοινωνικές μεταβολές.
Ετσι αποφάσισε ο Τόλερ να γράψει την αυτοβιογραφία του. Μας το λέει, άλλωστε, από την πρώτη σελίδα: «Σ’ αυτό το βιβλίο δεν παρουσιάζεται μόνο η δική μου νιότη αλλά η νιότη μιας γενιάς μαζί με λίγες σελίδες Ιστορίας». Πράγματι, οι «σελίδες Ιστορίας» είναι λίγες, γιατί όταν γράφτηκε και εκδόθηκε τα βιβλίο τα γεγονότα ήταν σχετικά πρόσφατα και το γερμανόφωνο κοινό τα είχε ζήσει από πρώτο χέρι. Γι’ αυτό και ο μεταφραστής του βιβλίου Μιλτιάδης Αργυρόπουλος φρόντισε να εφοδιάσει την ελληνική έκδοση μ’ ένα διαφωτιστικό ιστορικό σημείωμα που σε συνδυασμό και με τον πρόλογό του μας δίνει το περίγραμμα της εποχής και το πορτρέτο του Τόλερ.

Πόλεμος, φυλακή, αυτοεξορία


Η αφήγηση αρχίζει από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα και ολοκληρώνεται το 1924, όταν είναι 30 ετών. Γεννημένος το 1893 ο Γερμανοεβραίος Ερνστ Τόλερ, γόνος εύπορης οικογένειας, είναι ένα ευαίσθητο παιδί που ασφυκτιά στο επαρχιακό περιβάλλον όπου μεγαλώνει. Θα φύγει, θα πάει στη Γαλλία (στην Γκρενόμπλ) να σπουδάσει, όπου τον αποκαλούν «μεσιέ», αλλά εξακολουθεί και εκεί να νιώθει Γερμανός και να μην τον χωράει ο τόπος.
Το περιβάλλον δεν του αρέσει. «Η Γκρενόμπλ είναι το πανεπιστήμιο της γαλλικής προπαγάνδας για αλλοδαπούς» γράφει. Γι’ αυτό θα επιστρέψει και θα καταταγεί εθελοντής στο Βαυαρικό Σύνταγμα Πεζού Πυροβολικού και θα συμμετάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το επόμενο κεφάλαιο, όπου περιγράφει τις εμπειρίες του από το μέτωπο είναι, αν και σύντομο, από τα πιο εξπρεσιονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί για το σφαγείο του πολέμου. Ο Τόλερ θέλει να ξεχάσει τον πόλεμο. Θα πάει στο Μόναχο να σπουδάσει, θα συναντήσει τον Τόμας Μαν που θα του δώσει συμβουλές για τα ποιήματά του, θα γνωρίσει τον Ρίλκε, θα περιπλανηθεί σ’ ένα ειδυλλιακό περιβάλλον αλλά ο πόλεμος θα τον «παρακολουθεί» –και άλλωστε δεν έχει τελειώσει. Το τέλος του, το 1918, σημαδεύεται από μια νέα αρχή: την εξέγερση των εργατών στη Βαυαρία το 1918 και την ίδρυση της βραχύβιας Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας, και τη σύγκρουση της Αριστεράς με τις δυνάμεις των Λευκών (της Ακροδεξιάς που καταλαμβάνει την εξουσία).
Ο Τόλερ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση. Η περίοδος της φυλακής υπήρξε η δημιουργικότερη στη ζωή του. Γράφει συνεχώς, με μεγάλη ταχύτητα, τα έργα του ανεβαίνουν με δυσκολίες, αλλού απαγορεύονται και αλλού προκαλούν ταραχές εκ μέρους των εθνικιστών.
Η ζωή στη φυλακή οδηγεί στην περισυλλογή και την αυτογνωσία. Την ημέρα που παίρνει εξιτήριο ο εισαγγελέας τού ανακοινώνει ότι θα απελαθεί όχι μόνο επειδή δεν έχει αλλάξει τις ιδέες του αλλά και διότι δεν είναι Βαυαρός. Είναι Πρώσος. Αυτό όμως δεν έχει πλέον σημασία, διότι μετά την πενταετή φυλάκισή του ο Τόλερ νιώθει πιο δυνατός. «Οχι, ποτέ δεν ήμουν μόνος αυτά τα πέντε χρόνια, ακόμα και στην πιο απελπιστική εγκατάλειψη δεν ήμουν ποτέ μόνος» γράφει. Ελπίζει στη φιλία, στην «πίστη σε έναν κόσμο δικαιοσύνης, ελευθερίας, ανθρωπιάς, σε έναν κόσμο χωρίς φόβο και χωρίς πείνα». Το τρένο στο οποίο έχει επιβιβασθεί περνάει τα σύνορα. «Είμαι 30 χρονών. Το μαλλί μου γκριζάρει. Δεν είμαι κουρασμένος». Με αυτές τις φράσεις τελειώνει η αυτοβιογραφία-χρονικό του Τόλερ.

Το τραγικό τέλος


Η συνέχεια δεν δικαιολογεί την αισιοδοξία του. Στα κατοπινά χρόνια θα δεχθεί τρία χτυπήματα. Στις 28 Φεβρουαρίου 1933, όταν βρισκόταν στην Ελβετία, κάηκε το Ράιχσταγκ και η Γκεστάπο την ίδια ημέρα εισέβαλε στο διαμέρισμά του στη Γερμανία για να τον συλλάβει. Δεν θα επέστρεφε στη χώρα του και έκτοτε θα ζούσε αυτοεξόριστος πρώτα στην Ευρώπη και στη συνέχεια στις ΗΠΑ.
Το δεύτερο χτύπημα ήρθε το 1937, όταν το ναζιστικό καθεστώς έστειλε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης τον αδελφό και την αδελφή του, και του κατάσχεσε ένα τεράστιο χρηματικό ποσόν που το προόριζε για την ενίσχυση των ισπανών Δημοκρατικών εναντίον του Φράνκο.
Η τελική επικράτηση του Φράνκο στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο ήταν το τρίτο χτύπημα. Στις 22 Μαΐου 1939 στο ξενοδοχείο Mayflower της Νέας Υόρκης ο Τόλερ θα αυτοκτονούσε δι’ απαγχονισμού και την 1η Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς θα ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Οι συγγραφείς δεν είναι προφήτες αλλά τα «ειδοποιημένα πνεύματα», κατά την εύστοχη διατύπωση του Μπρετόν, βλέπουν αυτό που έρχεται, όπως το έβλεπε ο Τόλερ που στην εισαγωγή του βιβλίου του με τίτλο Μια ματιά στο 1933, το λέει καθαρά: «Στον τυφώνα του επερχόμενου πολέμου, που επίκειται απειλητικός με ολοένα ανερχόμενες μετοχές εξοπλιστικών εταιρειών, η Ευρώπη ρίχνεται στον γκρεμό της αυτοκτονίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ