Ντον Γουίνσλοου
Το Καρτέλ

Μτφρ. Ιλάειρα Διονυσοπούλου.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016,
σελ. 848, τιμή 21,20 ευρώ

Στις πρώτες σελίδες του «The Power of the Dog» περιγράφεται η διαφαινόμενη αρχή μιας ωραίας φιλίας. Στις τελευταίες σελίδες του «Καρτέλ» επέρχεται το οριστικό τέλος ενός αδυσώπητου μίσους. Για περίπου 1.100 σελίδες το δίπτυχο του αμερικανού συγγραφέα Ντον Γουίνσλοου, του οποίου το δεύτερο, ανεξάρτητο μέρος, διαθέτουμε τώρα στα ελληνικά, θυμίζει το κινηματογραφικό «Κάποτε στη Δύση» του Σέρτζιο Λεόνε, ακολουθώντας επίμονα αυτό που ο ιταλός σκηνοθέτης ονόμαζε «χορογραφία θανάτου». Ο Αρτ Κέλερ κυνηγά τον Αδάν Μπαρέρα. Δεν υπάρχει όριο που δεν θα υπερβεί, προδοσία που δεν θα τολμήσει, ατιμία που δεν θα διαπράξει προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση. Ο Αδάν Μπαρέρα κυνηγά τον Αρτ Κέλερ. Δεν υπάρχει όρκος που δεν θα παραβεί, αξία που δεν θα ποδοπατήσει, θηριωδία που δεν θα διατάξει έως ότου τον εξοντώσει. Πράκτορας της αμερικανικής Δίωξης Ναρκωτικών και μεξικάνος βαρόνος της κοκαΐνης, αντίστοιχα, εξ αποστάσεως μονομάχοι ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, μοιάζουν από ένα σημείο και μετά όσο κατεβαίνει κανείς τους κύκλους της κόλασης που συνιστά το «Καρτέλ». Η ομοιότητά τους δεν είναι χαρακτηρολογική, είναι η άμεση ή βαθμιαία αποδοχή του ακραίου κυνισμού: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, όποιος κι αν είναι ο σκοπός (ο πλούτος και η εξουσία για τον έναν, η σύλληψη και η εκδίκηση για τον άλλο), όποια κι αν είναι τα μέσα (φρικτά βασανιστήρια και μαζικές εκτελέσεις από τη μία πλευρά, βρώμικες συμφωνίες και στοχευμένες δολοφονίες από την άλλη). Στο φόντο, η θλιβερή δεκαετία των ναρκοπολέμων του Μεξικού από το 2004 ως το 2014, εποχή χαοτικών συγκρούσεων ανάμεσα στα καρτέλ, με την κυβέρνηση της χώρας να εναλλάσσεται σε ρόλο παρατηρητή, τιμωρού και επιδιαιτητή, φωτίζει με φλόγες ένα σκηνικό αντάξιο του Ιερώνυμου Μπος.

Για τους μισθοφόρους των καρτέλ οι σφαίρες αποτελούν μπανάλ μέσο δολοφονίας –εκτός αν ρίχνονται κατά εκατοντάδες σε μάχες εκ του συστάδην. Πολύ συχνότερα άνθρωποι σκοτώνονται με χειροβομβίδες, καίγονται ζωντανοί, πετσοκόβονται, ξεκοιλιάζονται, αποκεφαλίζονται, διαμελίζονται. Δωδεκάχρονα παιδιά εκπαιδεύονται ως πληρωμένοι εκτελεστές, sicarios, και η διαβατήρια τελετή της αναγόρευσής τους στον βαθμό είναι το κόψιμο του λαιμού κάποιου. Γυναίκες τυφλώνονται με σπασμένα μπουκάλια γιατί είδαν πράγματα που δεν έπρεπε. Τα δάχτυλα όσων έδειξαν ακρωτηριάζονται, οι γλώσσες όσων μίλησαν κόβονται. Η ανομολόγητη βία γίνεται από μόνη της ένα γραπτό, μήνυμα προς συγκεκριμένους κάθε φορά αποδέκτες, τον αντίπαλο βαρόνο, τον ενοχλητικό δημοσιογράφο, τον πληθυσμό μιας ολόκληρης πόλης. Οταν αυτό δεν αρκεί, όταν κάτι πρέπει να τονιστεί ή να δικαιολογηθεί, επιστρατεύονται τα «narcomantas», σημειώματα, πανό ή αναρτήσεις στο Διαδίκτυο με τα οποία οι συμμορίες κοινοποιούν την πολιτική τους, δηλώνουν προθέσεις ή αιτιολογούν σφαγές. Σε αυτό το τοπίο «διεστραμμένου μεγαλείου», όπως το χαρακτηρίζει η Λόρα Μίλερ στους «New York Times», η διαστροφή αποδεικνύεται τόσο μεγαλειώδης ώστε ο Γουίνσλοου χρειάζεται να μειώσει τη φρίκη και τον παραλογισμό πραγματικών γεγονότων που περιήλθαν σε γνώση του και κατέστησαν το υλικό του μυθιστορήματος. Πρόκειται για γνώση τεκμηριωμένη από εκτεταμένη επιτόπια έρευνα και πολύμηνη εντρύφηση στον λεγόμενο «κόκκινο Τύπο», τη μεξικάνικη εναλλακτική εκδοχή του «κίτρινου» που επικεντρώνεται στην πορνογραφικού χαρακτήρα προβολή της βίας.
Η οικονομία της βίας


Το «Καρτέλ» προσφέρει τόσο μια πανοραμική θέαση των πολέμων των ναρκωτικών όσο και μια διεισδυτική ματιά στο υπόβαθρο και τα αίτιά τους. Από τα υψηλά ως τα χαμηλά κλιμάκια της ιεραρχίας, από τη στρατολόγηση ως τη διακίνηση, από την αυτοεικόνα των ναρκοεμπόρων ως τις δοξασίες των μισθοφόρων τους, οι εγκληματικές οργανώσεις σκιαγραφούνται στην εντέλεια. Το σύνολο συγκροτεί τέτοιους άρρηκτους δεσμούς, ώστε η απομάκρυνση από τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής καθίσταται αδύνατη: ο Αδάν Μπαρέρα ονειροπολεί σε κάποιες στιγμές τη «συνταξιοδότησή» του –μόνο και μόνο όμως γιατί κανείς άλλος el patron δεν το έκανε ποτέ. Στην ακολουθία όπου χρήματα για δωροδοκία ανώτατων αξιωματούχων της κυβέρνησης φεύγουν από τα χέρια των ευυπόληπτων συμμάχων του, Μάρτιν και Ιβέτ Τάπια, μέσα σε μια βαλίτσα που αλλάζει προορισμούς έως ότου καταλήξει στο Προεδρικό Μέγαρο του Μεξικού γίνεται κατανοητό το γιατί. Εκτός από τη γοητεία του εύκολου πλούτου, την ισχύ της εξουσίας, τη θεσμοποίηση της διαφθοράς, την παγιοποίηση των κοινωνικών ανισοτήτων, το εμπόριο των ναρκωτικών φέρει πια και τον χαρακτήρα της κανονικότητας. Οπου δεν συσσωρεύει πτώματα, φτάνει να θεωρείται ταυτόσημο με αντίδοτο στην ενδημική φτώχεια, όχημα κοινωνικής ανόδου, μέσο επαγγελματικής ανέλιξης, κεφάλαιο προεκλογικών εκστρατειών, επιταχυντή γνωριμιών, κύρος, φήμη, σεβασμό. Η οικονομία που περιγράφει ο Γουίνσλοου δεν είναι πια παράλληλη, συναντάται και διασυνδέεται σχεδόν σε κάθε βήμα με την πραγματική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το χωριό που απολαμβάνει μια δωρεά σχολείου από τον Αδάν Μπαρέρα, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό είναι το τίμημα του αίματος (μεταθανάτια αμοιβή ενός παρ’ ολίγον δολοφόνου του που έδειξε τον εργοδότη του πριν εκτελεστεί), και σε αντάλλαγμα τον κρύβει από τον Κέλερ: η κοκαΐνη παρέχει αυτό που δεν παρέχει το κράτος εξαγοράζοντας την αφοσίωση του πληθυσμού. Ετσι, οι δομές των ναρκωτικών και οι δομές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οι δομές του χρήματος και οι δομές της κοινωνίας στο Μεξικό εισέρχονται σε μια διαδικασία ώσμωσης που τελικά τις καθιστά δυσδιάκριτες.
Υπαινικτικά στην αρχή, με προσεκτικές επαναλήψεις στη συνέχεια, το κείμενο δίνει το πολιτικό του στίγμα αναφορικά με τα αίτια της βίας. Ο Αρτ Κέλερ αφορμάται από τη σύγκριση με τον πόλεμο του Βιετνάμ, προχωρεί στην εξίσωση με εκείνους του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της τρομοκρατίας. «Ο πιο μακροχρόνιος πόλεμος της Αμερικής είναι ο πόλεμος ενάντια στα ναρκωτικά. Σαράντα χρόνια και συνεχίζεται» σκέφτεται. «Ημουν εδώ όταν κηρύχτηκε, κι ακόμα είμαι εδώ. Και τα ναρκωτικά είναι περισσότερα, δυνατότερα και φτηνότερα από ποτέ». Πράγματι, από τις 18 Ιουνίου 1971, όταν ο πρόεδρος Νίξον σε συνέντευξη Τύπου ανακήρυξε τα ναρκωτικά ως «υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο» και κήρυξε «πόλεμο» εναντίον τους, έχουν περάσει 45 χρόνια. Σύμφωνα με υπολογισμούς της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Drug Policy Alliance οι ΗΠΑ ξοδεύουν σήμερα 51 δισ. δολάρια τον χρόνο στη χρηματοδότησή του. Πολλά από αυτά διοχετεύονται στις κυβερνήσεις του Μεξικού, της Κολομβίας, της Ονδούρας –με αμφίβολα αποτελέσματα, κατά τον Γουίνσλοου, εξαιτίας της αμερικανικής πεποίθησης ότι πρόκειται περί προβλήματος του Μεξικού, της Κολομβίας, της Ονδούρας. «Το πρόβλημα δεν είναι μεξικανικό», εξηγούσε τον Ιούνιο του 2015 στους «Los Angeles Times», «είναι αμερικανικό και σε μικρότερο βαθμό, ευρωπαϊκό». Και από την αμερικανική πλευρά είναι βαθιά εμπεδωμένο στις γραφειοκρατικές δομές και στις πολιτικές δουλείες: ενδεικτικές οι σκηνές στις οποίες ο Κέλερ και ο προϊστάμενός του διαπραγματεύονται με εκπροσώπους των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας τη μυστική επιχείρηση σύλληψης στη Γουατεμάλα των δύο πιο κτηνωδών δολοφόνων των καρτέλ, ελισσόμενοι μεταξύ φέουδων, προσωπικών στρατηγικών και προθεσμιών του πολιτικού ημερολογίου, για να καταλήξουν να πάρουν τις οδηγίες περί του πρακτέου μέσω ενός εξωθεσμικού νεύματος του Λευκού Οίκου.
Ενας βρώμικος πόλεμος


Πέντε χρόνια μόλις νεότερος του 68χρονου Τζέιμς Ελρόι ο οποίος μίλησε διθυραμβικά για το «Καρτέλ», ο 63χρονος Ντον Γουίνσλοου δεν μπορεί τυπικά να χαρακτηριστεί επίγονός του. Ωστόσο, η πολυπρόσωπη και πολυδαίδαλη πλοκή, το κλίμα της γενικευμένης διαφθοράς, η λεπτομερής ψυχική ανατομία των πρωταγωνιστών, η ωμή περιγραφή της βίας παραπέμπουν στον συγγραφέα του «Λος Αντζελες εμπιστευτικό» και του «Αμερικανικού ταμπλόιντ». Στυλιστικά, το «Καρτέλ» είναι στενός συγγενής των παραπάνω: σύντομες παράγραφοι, κοφτές φράσεις, λέξεις υπολογισμένες με γεωμετρική ακρίβεια. Θεματολογικά, ο Ελρόι αποφεύγει οτιδήποτε ξεπερνά τα όρια της δεκαετίας του ’70 –η προσωπική του αρχαιολογία της Αμερικής επιλέγει να εκμεταλλεύεται την αχλύ του παρελθόντος εξιδανικεύοντάς το κατά το ένα ήμισυ, προσθέτοντάς του κοφτερές αιχμές κατά το άλλο. Ο Γουίνσλοου βαδίζει σε πιο βρώμικα νερά, τα περιστατικά στα οποία βασίζεται είναι πρόσφατα, συχνά λίγα τα χωρίζουν από την πραγματικότητα: το πρότυπο για τον Αδάν Μπαρέρα είναι ο Χοακίν Γκουσμάν, ο διαβόητος «Ελ Τσάπο», πίσω από τον μυθιστορηματικό εχθρό του, Οσιέλ Κοντρέρας, βρίσκεται ο αληθινός, Οσιέλ Καρντένας, οι «Ζήτα» του βιβλίου είναι οι αληθινοί «Los Zetas», οι κτηνώδεις μισθοφόροι του «καρτέλ του Κόλπου». Γι’ αυτό και οι ήρωες του Γουίνσλοου δεν είναι ήρωες, δεν έχουν καν τα αντισταθμιστικά χαρακτηριστικά που δίνει ο Ελροϊ στους δικούς του –ανθρώπινα πάθη σε ανθρώπινα μέτρα. Είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις που υφίστανται για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, φονιάδες για έναν σκοπό, και ο σκοπός τους είναι σχεδόν πάντα προσωπικός.
Σύμφωνα προς έναν τέτοιο καμβά, το τέλος του «Καρτέλ» βρίσκει όλους σχεδόν τους χαρακτήρες του νεκρούς. Οσοι δεν έχουν εξοντωθεί, έχουν καταστεί σωματικά ή ψυχικά ανάπηροι από τη δοκιμασία του πολέμου. Και ίσως το σημαντικότερο επίτευγμα του Ντον Γουίνσλοου να είναι ακριβώς ότι δίνει ξεκάθαρα, ωμά, την έκταση της τραγωδίας: 80.000 νεκρούς αναφέρει ο ίδιος, ωστόσο πιο πρόσφατοι υπολογισμοί του Διασυνοριακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο κάνουν λόγο για 120.000 ως 125.000 μεταξύ 2004 και 2014. Σε μια στιγμή που ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» περνά στη σφαίρα της μυθοπλασίας (ας θυμηθούμε την πρόσφατη μεγάλη επιτυχία της τηλεοπτικής σειράς «Narcos» του Netflix με θέμα τον βίο, την πολιτεία και την καταδίωξη του Πάμπλο Εσκομπάρ), αυτό το θυελλώδες, αιματηρό, εξαιρετικό μυθιστόρημα υπενθυμίζει στον αναγνώστη ότι τοπωνύμια όπως Σιναλόα, Τιχουάνα, Σιουδάδ Χουάρεζ που ίσως φευγαλέα έχει ακούσει σε δελτία ειδήσεων αποτελούν συνώνυμα ενός από τους πιο βρώμικους, άγριους και πολύνεκρους ακήρυκτους πολέμους του σήμερα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ