Michael Mandelbaum
Mission Failure. America and the World in the Post-Cold War Era
Εκδόσεις Oxford University Prerss, 2016,
σελ. 485, τιμή 19,90 στερλίνες

Στην αρχή της ταινίας του Ανι Χολ του 1977 ο Γούντι Αλεν λέει ένα ανέκδοτο για δυο κυρίες σε ένα εστιατόριο. Το φαγητό εδώ είναι απαίσιο, λέει η πρώτη. Ναι, συμφωνεί η δεύτερη, αλλά και οι μερίδες πολύ μικρές.

Το ιδιότυπο χιούμορ του Γούντι Αλεν εκφράζει τις αποτυχίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη μεταψυχροπολεμική εποχή, σύμφωνα με τον Μάικλ Μαντελμπάουμ, καθηγητή της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής σε ένα από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, το Τζονς Χόπκινς. Είναι το 15ο βιβλίο του και αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα εν όψει των επικείμενων αμερικανικών προεδρικών εκλογών. Και ακόμη περισσότερο επειδή ο Μαντελμπάουμ υπήρξε για δύο χρόνια σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον και επομένως γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις εκ των έσω.
Δεν είναι κατ’ ανάγκην απαραίτητο να συμφωνεί κανείς με τις απόψεις του συγγραφέα για να παραδεχθεί ότι πρόκειται για εξαιρετικό αναλυτή. Εχουν επιπλέον ειδική σημασία γιατί προέρχονται από έναν διανοούμενο του συστήματος που πιστεύει στην αμερικανική υπεροχή και δεν αμφισβητεί τις «καλές» προθέσεις αλλά το αποτέλεσμα των αμερικανικών επεμβάσεων τα τελευταία 25 χρόνια.
Κατά τον Μαντελμπάουμ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη στρατιωτική τους δύναμη για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους διεθνώς αλλά μετά το τέλος του παρενέβησαν σε χώρες όπου δεν είχαν συμφέροντα: στο Κόσοβο, στη Σομαλία, στην Αϊτή και στη Βοσνία για παράδειγμα. «Ανθρωπιστικές» χαρακτηρίζει ευφημιστικώς τις παρεμβάσεις –που δεν ήταν βεβαίως διόλου ανθρωπιστικές. Ηταν όμως όλες, μηδεμιάς εξαιρουμένης, αποτυχημένες, ισχυρίζεται –και φυσικά τα γεγονότα τον επιβεβαιώνουν.
Η επέκταση του ΝΑΤΟ


Ο καθηγητής Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής Μάικλ Μαντελμπάουμ

Οι πιο ενδιαφέρουσες σελίδες είναι εκείνες που αφορούν την επέκταση του ΝΑΤΟ στις πρώην κομμουνιστικές χώρες επί προεδρίας Κλίντον. Ο Μαντελμπάουμ αποφαίνεται ότι υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα της μεταψυχροπολεμικής εποχής γιατί αφενός μεν το οικονομικό κόστος της επέκτασης ήταν τεράστιο και αφετέρου υπήρξε η αιτία της ραγδαίας ανόδου του αντιαμερικανισμού στη Ρωσία. Ακόμη και οι φιλοαμερικανοί οπαδοί του Γέλτσιν εξοργίστηκαν και η ιδέα ότι μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος η Ρωσία θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα είδος «σλαβικής Σκανδιναβίας» αποδείχθηκε ανόητη.
Το επιπλέον κόστος των δαπανών του ΝΑΤΟ οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθειμένοι να το υποστούν γιατί θα πρέπει να διαλύσουν ό,τι απέμεινε από το κράτος πρόνοιας στη Γηραιά Ηπειρο. Η παρατήρηση είναι εξαιρετική. Και αξίζει να τη συσχετίσει κανείς με τις σχετικά πρόσφατες δηλώσεις του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ για την προεδρία των ΗΠΑ στις προσεχείς εκλογές, όπου καλεί τα άλλα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, δηλαδή τους Ευρωπαίους, να πληρώνουν περισσότερα για τη Συμμαχία.
Η δήλωση του Τραμπ προκάλεσε σάλο διότι θεωρήθηκε ότι «υποστήριζε εμμέσως πλην σαφώς την επιθετική πολιτική του Πούτιν». Βεβαίως –και αυτό δεν το αναφέρει ο συγγραφέας, αλλά το λένε άλλοι έγκυροι αναλυτές στις ΗΠΑ –η επέκταση του ΝΑΤΟ είχε δύο στόχους: αφενός την άσκηση ασφυκτικής πίεσης προς τη Ρωσία και αφετέρου την πώληση αεροπλάνων και οπλικών συστημάτων στις νέες χώρες-μέλη της Συμμαχίας.
Ο Μαντελμπάουμ αναλύει όλες τις αποτυχημένες μεταψυχροπολεμικές εξωτερικές επεμβάσεις των ΗΠΑ καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι Αμερικανοί λειτούργησαν ως ένα είδος «Πρώτων Βοηθειών» απλώς χωρίς να ασχοληθούν κατόπιν με την ανάρρωση του κατά περίπτωση «ασθενούς». Δεν μπορείς να εξαγάγεις «δημοκρατία» και κυρίως δεν μπορείς να την επιβάλεις διά των όπλων, συμπεραίνει. Ιδίως αν δεν διαθέτεις την ιστορική πείρα να διαχειριστείς μακροχρόνιες κρίσεις, όπως έκαναν επί αιώνες οι Βρετανοί, οι οποίοι κατάφεραν να διατηρήσουν υπό την κατοχή τους την Ινδία επί δύο αιώνες, ενώ οι Αμερικανοί το Ιράκ μόνο για δέκα χρόνια. Στο Ιράκ διέπραξαν το ολέθριο σφάλμα να ανατρέψουν το καθεστώς των Μπαθιστών, με αποτέλεσμα σήμερα να μοιάζει απίθανο η χώρα αυτή να ανασυγκροτηθεί και να υπάρξει ως κρατική υπόσταση.
Ρωσία και Κίνα


Αρκετές σελίδες αφιερώνονται σε δύο χώρες κρίσιμες στο θέμα των γεωστρατηγικών ισορροπιών: τη Ρωσία και την Κίνα. Στο ζήτημα του εκδημοκρατισμού της Ρωσίας η Αμερική απέτυχε παταγωδώς και στο άλλο ζήτημα, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, επίσης. Οι ΗΠΑ το έφεραν θεαματικά στο διεθνές προσκήνιο για να το «ξεχάσουν» σύντομα. Οι Κινέζοι κρατούν στα χέρια τους πολύ μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ και όπως λέει ο Μαντελμπάουμ, δεν μπορείς να τα βάλεις με τον τραπεζίτη σου. Αλλά στην τελευταία περίπτωση ειδικά ο συγγραφέας είναι πολύ Αμερικανός και δεν δίνει όσο βάρος θα έπρεπε στα ιστορικά προηγούμενα, μολονότι τονίζει πως για τον εκδημοκρατισμό και τις μεταμορφώσεις μιας κοινωνίας η κουλτούρα, που είναι δύναμη (αλλά χωρίς συγκεκριμένη μορφή), αποβαίνει πολύ πιο αποφασιστικός παράγοντας από τον πόλεμο. Οι άνθρωποι αλλάζουν όταν οι γείτονές τους δίνουν ένα παράδειγμα που αξίζει να το μιμηθούν και να το ακολουθήσουν –όχι όταν τους το επιβάλλουν.
Ο εκδημοκρατισμός οποιασδήποτε χώρας είναι πρωτίστως –όχι πάντοτε –συνάρτηση οικονομικών παραγόντων. Τι θα γίνει όμως αν το δυτικό πρότυπο επιβληθεί παντού σε όλους τους τομείς στην Κίνα που επισήμως αποτελείται από 56 εθνότητες; Κι ακόμη περισσότερο: πώς θα συντηρηθεί ο τεράστιος πληθυσμός της σε δέκα χρόνια, όταν θα αρχίσει να γερνά;
Το βιβλίο σταματά στο 2014. Τα δύο τελευταία χρόνια έγιναν τόσα πολλά που δεν θα πρέπει να απορούμε αν αύριο η Αμερική αναγκαστεί να συμμαχήσει ακόμη και με τους παραδοσιακούς εχθρούς της: Το Ιράν, τη Ρωσία και την Κίνα. Ο κόσμος εισέρχεται σε μια νέα και πολύ επικίνδυνη φάση, όπου όλα μπορούν να αλλάξουν κι όπου τίποτε δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Το μόνο που μένει να εικάσει κανείς για τη γιαγιά μας την Ευρώπη είναι ότι, ιδίως μετά το Brexit, δύο είναι οι ρόλοι από τους οποίους θα πρέπει να διαλέξει τον έναν: ή του παρατηρητή ή του κομπάρσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ