Erri de Luca
Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια
Μετάφραση Αννα Παπασταύρου.
Εκδόσεις Κέλευθος, 2016,
σελ. 168, τιμή 8,50 ευρώ

Η ιστορία ενός παιδιού «κακομαθημένου από την απομόνωση», η ιστορία ενός αγοριού που «βιαζόταν να μεγαλώσει» στην ασπρόμαυρη μεταπολεμική Νάπολι. Πότε όμως ένας άνθρωπος αρχίζει να μεγαλώνει; Το ερώτημα φαντάζει απλό αλλά δεν είναι γιατί ο καθένας είναι κυριολεκτικώς μοναδικός. Πότε αρχίζει ένας άνθρωπος να έχει συνείδηση του εαυτού του; Και πότε αναδύεται αυτή, πριν ή μετά το μέστωμα του σώματός του; Οι όποιες απαντήσεις, εν προκειμένω, εγγράφονται αναπόδραστα στη μνήμη, δηλαδή σε μια επικράτεια που λειτουργεί εκ των υστέρων.

Η μνήμη είναι λιγότερο αυτό που συνέβη και περισσότερο αυτό που θα θέλαμε να έχει συμβεί. Η μνήμη δεν ακριβολογεί τόσο πολύ πάνω σε μια αλλοτινή πραγματικότητα, η μνήμη μάλλον ανακατασκευάζει τις εμπειρίες που πέρασαν, βασισμένη κάθε φορά στο αίσθημα που ενεργοποιεί την ανάκληση. Και πάντοτε ο καθοριστικός παράγοντας είναι το εκάστοτε παρόν: το σημείο εκκίνησης απ’ όπου επιστρέφει κανείς σ’ εκείνη την ξένη χώρα ή ο βατήρας απ’ όπου κανείς βουτάει στο παρελθόν του.
Πάντως «η παιδική ηλικία τελειώνει επισήμως μόλις προσθέσεις στα χρόνια σου το πρώτο μηδενικό», όπως γράφει και ο Ιταλός Ερι ντε Λούκα στο βιβλίο του «Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια» (I pesci non chiudono gli occhi, 2011) που κυκλοφόρησε εφέτος στη «Μικρή Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων «Κέλευθος» μετά «Το βάρος της πεταλούδας» (2015). Και είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που επικυρώνει των λεχθέντων το ασφαλές, επειδή «εκείνο το δεκάχρονο παιδάκι είναι σήμερα μακριά μου, δεν το φτάνω. Μπορώ να το περιγράψω, να το γνωρίσω όμως όχι».
Τούτο το σύντομο πεζογράφημα έχει πολλές αρετές, αλλά η βασικότερη είναι οι λιμαρισμένες προτάσεις που συνθέτουν ένα κείμενο απέριττο και στιβαρό, ένα κείμενο που αποπνέει τη μαστοριά του χειροτεχνήματος και το οποίο διατρέχει μιαν αυστηρή συγκίνηση. Πρόκειται ασφαλώς για μια κλασική αφήγηση ενηλικίωσης η οποία απολήγει στο μέτρημα μιας ζωής, αυτής του Ερι ντε Λούκα κατά τα φαινόμενα.
Τα μάτια του ψαριού
Εχει όμως ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς το πλαίσιο όπως το ορίζει ο συγγραφέας: «Πλευρίζω μέσ’ από τη συγγραφή τον εαυτό μου πριν από πενήντα χρόνια, για ένα δικό μου, προσωπικό ιωβηλαίο. Η ηλικία των δέκα χρόνων δε με τράβηξε να γράψω, ίσαμε τώρα. Δεν έχει το εσωτερικό φορτίο της παιδικής ηλικίας ούτε τη φυσική ανακάλυψη του εφηβικού κόσμου». Η επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής διάστασης είναι εξόχως μεταβατική και λεπταίσθητη αλλά καθόλου περιοριστική. Κάθε άλλο, αυτή διευκολύνει τον «αφηγητή» του Ερι ντε Λούκα ο οποίος δεν έχει ούτε το συγχρονικό βλέμμα «του μικρού» ούτε το κατοπινό «του μεγάλου», έχει και τα δύο συγχρόνως, για την ακρίβεια έχει δύο «ψαρίσια μάτια», ένα για κάθε εκδοχή του εαυτού του.
Το αγόρι εκείνο ήταν παράξενο, ήθελε να γίνει αόρατο, ένιωθε άνετα μονάχα μέσα στη σιωπή. Τους μεγάλους (που καταχρώνταν το ρήμα «αγαπώ») τους είχε μάθει απ’ τα βιβλία, ήξερε πώς να τους χειριστεί. Με τους συνομηλίκους του, αντιθέτως, δεν μπορούσε να βρει σημεία επαφής. Ο (σοσιαλιστής) πατέρας του ήταν φευγάτος στην Αμερική, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη για όλη την οικογένεια. Τα καλοκαίρια ο μικρός δεν τα περνούσε στην πόλη αλλά στο νησί με την καρτερική μητέρα του λύνοντας σταυρόλεξα και γλείφοντας γρανίτες.
Η φτώχεια ήταν συνήθεια αλλά όχι απελπισία. Φορούσε ένα μπλε παντελόνι και ένα λευκό φανελάκι και σεργιάνιζε ανέμελος στην παραλία των ψαράδων. Του άρεσε να τους ακούει και να βγαίνει μαζί τους στ’ ανοιχτά, να κάνει κουπί, να μαζεύει τα δίχτυα, να θητεύει στην απεραντοσύνη και τη σοφία της θάλασσας.
Ομως ορισμένα πράγματα φαίνονται από νωρίς και προδιαγράφουν ανθρώπινες πορείες. Ενδεικτικό παράδειγμα εδώ –ασχέτως αν πράγματι συνέβη έτσι ή αν πρόκειται για ετεροχρονισμένη επινόηση –είναι η ανάγνωση του «Δον Κιχώτη», τον οποίο ο μικρός έπαιρνε τοις μετρητοίς, «και μ’ έκαναν να κλαίω από θυμό οι ήττες που αναγκαζόταν να υφίσταται σε κάθε κεφάλαιο», τον εξόργιζε ο Θερβάντες «με τόσο ξυλοκόπημα που είχε επιφυλάξει στο δημιούργημά του». Εντάξει, στο σημείο αυτό μιλάμε μάλλον για μια εύκολη αφηγηματική προοικονομία από την πλευρά του συγγραφέα, του εν λόγω συγγραφέα που υπήρξε συνιδρυτής της ακροαριστερής οργάνωσης «Lotta Continua» (Συνεχής Αγώνας). Αλλά ο στόχος του Ερι ντε Λούκα δεν είναι να αποδείξει ότι υπήρξε από γεννησιμιού του ένας ριζοσπάστης, ένας επαναστάτης από κούνια.
Ο πρώτος έρωτας
Αυτό που επιδιώκει, κι αυτό συνιστά την ψίχα αυτού του βιβλίου, είναι να συσχετίσει τον πρώτο του έρωτα –μια επίσης παράξενη κοπέλα, μια ζωηρή οπτασία, μια λιγομίλητη θαυμάστρια του ζωικού βασιλείου –με την πρώιμη πολιτική και κοινωνική του ευαισθησία, επιχειρεί δηλαδή να ψηλαφίσει κατά πόσον η κοπέλα εκείνη (της οποίας το όνομα δεν θυμάται πλέον) διαμόρφωσε αυτό που κατέληξε να γίνει ο ίδιος. Το αποτέλεσμα δεν είναι σχηματικό και τον δικαιώνει, χωρίς να εκτρέπει τον αναγνώστη από το νοσταλγικό (και αυτοκριτικό) κλίμα που έχει εν τω μεταξύ δημιουργήσει.
Κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής του Ερι ντε Λούκα συναισθάνεται ότι μια «ρήξη» τού είναι αναγκαία (ώστε να προχωρήσει στα επόμενα «σχήματα» της ανθρώπινης εξέλιξής του) και αποφασίζει να ξεφορτωθεί το παιδικό κορμί του «που δε λέει να μεγαλώσει» με έναν αρκούντως περίεργο τρόπο: επιδιώκει να τον σπάσουν στο ξύλο τρεις μικροί νταήδες που καλόβλεπαν την κοπέλα με την οποία ο ίδιος άρχιζε να νιώθει πρωτόγνωρα συναισθήματα και να αναπτύσσει αδιατάρακτη επικοινωνία.
Το κορίτσι αυτό θα πάρει εκδίκηση για λογαριασμό του και η πράξη του –μετά την αποκάλυψη της «ματαιότητας του μίσους και του αίματος» –θα γίνει η αφορμή για ελεύθερο στοχασμό, πως χωρίς την παρότρυνση της αγάπης δεν υπάρχει δικαιοσύνη λ.χ. ή πως η συμπόνια, εφόσον την έχεις, είναι αμείλικτη και δεν σ’ αφήνει να την καταπνίξεις.
Προς το τέλος ο Ερι ντε Λουκα γράφει κάτι ουσιώδες για την ντροπή που ο καθένας μπορεί να το διαβάσει όπως θέλει: «Σήμερα ξέρω πως είναι πολιτικό συναίσθημα επειδή σε ωθεί ν’ αντιδράσεις για να τη διώξεις από πάνω σου». Αξίζει πάντως τη μνεία η εργασία της Αννας Παπασταύρου, είναι μία από τις καλύτερες μεταφράστριες που διαθέτουμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ