Η μεγάλη επέτειος του 2016 είναι οπωσδήποτε η συμπλήρωση 2.400 ετών από τη συμβατική χρονολογία γέννησης του Αριστοτέλη στα Στάγειρα της Χαλκιδικής το έτος 384 π.Χ. Η επέτειος προκαλεί ενδιαφέρον και συγκινήσεις σε παγκόσμια κλίμακα που επιβεβαιώνουν για πολλοστή φορά ότι η κληρονομιά του αρχαίου πολιτισμού αποτελεί τον μέγιστο πλούτο αυτής της χώρας. Μας θυμίζουν όλα αυτά τη σπουδαιότητα του Αριστοτέλη ως δεσπόζουσας πνευματικής παρουσίας στον δυτικό πολιτισμό αλλά μας προκαλούν επίσης να θέσουμε και το ερώτημα αν άραγε παραμένει σημαντικός ο Σταγειρίτης για την εποχή μας, αν έχει ακόμη κάτι ουσιώδες να μας πει πέρα από τη βαριά σκιά του στην ιστορία της φιλοσοφίας. Ας προβληματιστούμε προς στιγμήν επί του ερωτήματος αυτού παραμερίζοντας ό,τι θεωρείται αυτονόητο από τις συμβατικές παραδοχές που υποβόσκουν στους επετειακούς εορτασμούς.
Για όποιον εγκύψει με κάποια σοβαρότητα στο επιβλητικότατο corpus των αριστοτελικών κειμένων που καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα του επιστητού, το ερώτημα που θέσαμε εκτοπίζεται από θαυμασμό και δέος. Στους 23 τόμους των έργων του Αριστοτέλη στη Loeb Classical Library του εκδοτικού οίκου του Harvard φαίνεται να ενσωματώνεται όλη η σοφία του αρχαίου κόσμου, η σοφία που αποτέλεσε το θεμέλιο της δυτικής παιδείας. Ομως εναντίον ακριβώς της αριστοτελικής κληρονομιάς εξεγέρθηκε το ευρωπαϊκό πνεύμα για να μπορέσει να συναρθρώσει τις αναζητήσεις της νεωτερικότητας στα ποικίλα πεδία της γνώσης, αρχίζοντας από τη φυσική φιλοσοφία και φθάνοντας ως την πολιτική και την ηθική. Τι έχει λοιπόν να πει σε μας σήμερα ο Αριστοτέλης;
Αν μου ετίθετο το ερώτημα ποιο έργο του Αριστοτέλη διατηρεί ακέραιο το ενδιαφέρον του, χωρίς να έχει υποκύψει στη φθορά του χρόνου, θα απαντούσα χωρίς μεγάλο δισταγμό υποδεικνύοντας την Ποιητική, ιδίως τη θεωρία της τραγωδίας που μας παραδίδει το σωζόμενο μέρος του έργου, αφού είναι γνωστό ότι το τμήμα που αναφερόταν στην κωμωδία έχει χαθεί λόγω των περιπετειών των χειρογράφων που παρέδωσαν το κείμενο.
Υπάρχει όμως και η σημαντικότατη πολιτική συνιστώσα του έργου του Αριστοτέλη. Τι θα μπορούσαμε να αντλήσουμε από αυτή την πηγή που να έχει ακόμη νόημα; Μήπως ο Αριστοτέλης διαθέτει πλέον μόνο αρχαιολογικό ενδιαφέρον; Αυτό είναι ένα υπαρκτό ερώτημα το οποίο αξίζει να μας απασχολήσει. Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε εκείνος που προσδιόρισε τον άνθρωπο ως «ζώον πολιτικόν». Αυτό σημαίνει ότι όσο η πολιτική παραμένει μέρος της ζωής μας κρίσιμο και καταλυτικό, ο Αριστοτέλης διαθέτει την ικανότητα με τις ιδέες του να μας εμβάλλει σε σκέψεις και προβληματισμούς, όσο απόμακρες, ίσως και ξένες προς τις δικές μας μέριμνες και αν εμφανίζονται αυτές οι ιδέες.
Από την εκτενέστατη σχετική θεματολογία ας μου επιτραπεί να επιστήσω την προσοχή του αναγνώστη σε δύο κρίσιμα και επίμαχα ζητήματα που δεν έχουν παύσει να προκαλούν συζητήσεις, διχογνωμίες και προβληματισμούς –σημεία ασφαλή της ζωτικότητας της σκέψης του Σταγειρίτη. Τα δύο ζητήματα είναι η δημοκρατία και η δουλεία.
Ο Αριστοτέλης, όπως και ο μεγάλος του δάσκαλος, ο Πλάτων, δεν υπήρξε φίλος της δημοκρατίας, ούτε και του ηθικού και πολιτικού της θεμελίου, του αιτήματος της ισονομίας. Τη δημοκρατία έβλεπε ως πολίτευμα ασταθές και ευεπίφορο στα πάθη του όχλου τα οποία παρόξυναν οι δημαγωγοί. Το πέμπτο βιβλίο των Πολιτικών αποτελεί μια εξαίρετη πραγματεία περί των στάσεων που προκαλούνται από την όξυνση των ανισοτήτων και για την εκμετάλλευση του παρεπόμενου κοινωνικού αναβρασμού από τους επιτηδείους προς ίδιον όφελος. Αυτή είναι η πραγματικότητα της δημοκρατίας κατά τον Αριστοτέλη, ο οποίος την έκρινε ακατάλληλη ως τύπο πολιτεύματος να συμβάλει προς την επίτευξη του ευ ζην, την πραγμάτωση της φυσικής πολιτικότητας των ανθρώπων σε ένα ευνομούμενο πολίτευμα πολιτικής αρετής.
Από τη βαθιά γνώση του της ιστορίας του ελληνικού κόσμου, όπως φαίνεται από τα Πολιτικά αλλά και από την Αθηναίων Πολιτεία, ο Αριστοτέλης επίσης έκρινε ότι η μοναρχία ως εναλλακτική επιλογή απέναντι στη δημοκρατία δεν αποτελούσε βιώσιμη λύση για το πρόβλημα της πολιτικής. Από εδώ πηγάζει η «αμηχανία» του Αριστοτέλη απέναντι στη μοναρχία που επισημαίνει με οξυδέρκεια ο Μοντεσκιέ. Η μοναρχία ως τύπος πολιτεύματος ανήκε στο παρελθόν, ήταν ένα πολίτευμα ξεπερασμένο. Ως εκ τούτου, και η οπωσδήποτε παράδοξη σιωπή του Αριστοτέλη για το κοσμοϊστορικότερο πολιτικό φαινόμενο της εποχής του, την αυτοκρατορία του μαθητή του Αλεξάνδρου. Αν η μοναρχία λοιπόν δεν προσφερόταν ως βιώσιμη επιλογή απέναντι στη δημοκρατία, ποια θα μπορούσε να είναι η διέξοδος; Ο Αριστοτέλης αφήνει να εννοηθεί ότι το επιθυμητό πολίτευμα ταυτίζεται με εκείνο της ελληνικής πόλεως-κράτους, την οποία θεωρεί την τελειότερη και πληρέστερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, αρκεί στο πολίτευμα αυτό να πρυτανεύουν οι ηθικές και πολιτικές αρετές που εξασφαλίζουν την ωριμότητα της προσωπικότητας των πολιτών που θα ασκούν τα πολιτικά λειτουργήματα. Ετσι μόνο θα είναι δυνατόν να πραγματωθούν τα ποικίλα είδη της δικαιοσύνης και κατ’ εξοχήν η διανεμητική δικαιοσύνη, η οποία θα αποσοβήσει τις στάσεις και τις συνεχείς «μεταστάσεις» των πολιτευμάτων. Το πολίτευμα της δικαιοσύνης είναι ό,τι ονομάζει ο Αριστοτέλης πολιτεία, ένα πολίτευμα στο οποίο πρυτανεύει το συμφέρον του συνόλου στη λήψη των αποφάσεων οι οποίες λαμβάνονται πάντα με δημοκρατικές, όχι ολιγαρχικές διαδικασίες. Αυτή είναι η ορθή πολιτεία, μια δημοκρατία της πολιτικής αρετής, η οποία θα εμπνεύσει και τους Ρωμαίους ως η ιδέα της res publica αλλά και τον πολιτικό ουμανισμό της νεωτερικότητας. Θα μπορούσαν άραγε οι πρωταγωνιστές της σημερινής δημοκρατικής πολιτικής στα χώρα μας, στην Ευρώπη και στον κόσμο να αναμετρηθούν με αυτά τα μέτρα και πρότυπα;
Ας λεχθούν δυο λόγια, καταλήγοντας, και για το άλλο επίμαχο ζήτημα, τη θεωρία της φύσει δουλείας, η οποία επέσυρε κατά του Αριστοτέλη την κατηγορία του απολογητή της δουλοκτητικής κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών η δουλεία χαρακτηρίζεται φυσική. Δεν λέγεται όμως ότι η δουλεία είναι αναγκαία για την ύπαρξη της πόλεως. Απεναντίας είναι τόσο πολλές οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί στην άσκηση του θεσμού της δουλείας και τόσο εμφατικές οι προοπτικές της απελευθέρωσης δούλων που υποδεικνύει ο Αριστοτέλης ώστε από την ανάγνωση του κειμένου του προκύπτει ισχυρή η εντύπωση ότι θεωρεί τη δουλεία μάλλον κοινωνικό πρόβλημα παρά μη αμφισβητήσιμο δεδομένο της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αυτή η ικανότητα της μεταβολής των συμβατικών παραδοχών, δεδομένων και θεσμικών ρυθμίσεων σε αντικείμενα προβληματισμού, στάθμισης και αναστοχασμού είναι το ίδιον μιας κοινωνικής θεωρίας που παραμένει ζωντανή ως θεωρία –δηλαδή, ως αλληλουχία κριτικών συλλογισμών με κατ’ αρχήν αναιρέσιμο χαρακτήρα –μάλλον παρά ως ιδεολογία. Αυτή είναι, τολμώ να πιστεύω, η γνήσια διανοητική παρακαταθήκη του Αριστοτέλη.
Ο κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ